Κι είναι κι ένα μάθημα περί του πως ένας σκηνοθέτης εννοεί το βίωμα κα τον συναίσθημα που τον απασχολεί.. Ενα θέμα στο οποίο έχουν δοθεί «εξηγήσεις» από μεγάλους καλλιτέχνες, την ίδια ώρα που ειδικά στην Ελλάδα, μερικοί που θέλουν να πουν το βίωμα τους μας λένε και το περιστατικό τους.
Μονο που το περιστατικό δεν ενδιαφέρει , ούτε οι ίδιοι αλλά η εγωπάθεια δεν τους επιτρέπει να το αντιληφθούν. Όταν είμαι σκηνοθέτης (αλλά και συγγραφέας ακόμα) και θέλω να εκφράσω βίωμα , καταφεύγω σε έργο που αισθάνομαι ότι μου επιτρέπει να εκδηλώσω καλλιτεχνικά το βίωμα. Όχι να πω την ιστορία της ζωής μου για να με δω κεντρικό ήρωα της.
Μεγαλύτερο παραδειγμα στη ζωή μου κι αυτό δίδασκα και γραφω επανειλημμένως όταν μου δίνεται η ευκαιρία, ήταν ο ΡΟΜΑΝ ΠΟΛΑΝΣΚΙ, ο οποίος μια ζωή επιθυμούσε να μεταφέρει στην οθόνη το βίωμα του από τις συνθήκες του γκέτο της Βαρσοβίας. Κι όμως, δεν είχε καθίσει να μας γράψει την ιστορία του, διότι ήξερε ότι το βίωμα είναι κάτι βαθύ και πρέπει να εκδηλωθεί με αφορμή ένα ‘εργο που θα δεις ότι του σου το αφυπνίζει σε καθολική βάση. Εφτασε 60 χρονων για να πέσει στα χέρια του το βιβλίο «Ο πιανίστας» και να πει «Αυτό είναι!!»
Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με τον Πάολο Ταβιάνι. Ο οποίος – κι εδώ βλέπουμε για ποια καλλιτεχνάρα πρόκειται- πέρασε ένα σοκ αποκόλλησης με τον θάνατο του αδελφού του κι ήθελε να του κάνει κάτι. Δεν κάθισε να μας πει την ιστορία των παιδικών τους χρόνων και των οικογενειακών αναμνήσεων. Εψαξε και ίσως όχι με δυσκολία κατέφυγε στον ΠΙΡΑΝΤΕΛΟ, τον ΛΟΥΙΤΖΙ ΠΙΡΑΝΤΕΛΟ. Έναν από τους μεγαλύτερους συγγραφείς όχι μόνο της πατρίδας Ιταλίας αλλά και το Κόσμου ολόκληρου. Ενας συγγραφέας, όμως, πολύ οικείος στο … «ταβιανέικο», αν υπολογισουμε το αριστούργημα τους εκείνο, το «ΧΑΟΣ» και από που προερχόταν.
Μέσα από τον Πιραντέλο ο Πάολο θέλησε να τιμήσει τον αδελφό Βιττόριο, που δεν είναι πιά κοντά του, κι όχι απλώς να τον τιμήσει με ένα έργο βιώματος πάνω στο θάνατο ή στο πένθος αλλά για τί θάνατο μιλάμε. Μα για έναν θάνατο που θα ήταν απόλυτα συνδεμένος με το έργο των Ταβιάνιδων (μου αρέσει πολύ να τους ελληνοποιώ, τους νιώθω δικούς μου), ένα θάνατο της απόλυτης σουρεάλας, ένα θάνατο που συνδέεται με τον Πιραντέλο, τόσο στο γράψιμο του Ιταλού Νομπελίστα όσο και στις συνθήκες θανάτου που αγγίζουν τα όρια του σουρεαλισμού και τον κάνουν ταινία κανονική των αδελφών Ταβιάνι.
Ναι, διότι ο ανεξάντλητος Πάολο μας φέρνει το περιστατικό του θανάτου του Λουίτζι Πιραντέλο, των γραφειοκρατικών καθυστερήσεων στη Μουσολινική Ιταλία, το ότι δεν έγινε σεβαστή σε έκεινη τη φάση επιθυμία του νεκρού για "ανάπαυση" στη Σικελία κι έμεινε στη Ρώμη για να …κοσμεί. Με το τέλος του Πολέμου, πρέπει να "εκταφιαστεί" από τη Ρώμη και να ταξιδέψει στη Σικελία. Αρχίζουν τα σουρεαλιστικά της γραφειοκρατίας που συνεχίζεται αλλά και τα γεγονότα τα κοινωνικά με τις φθορές του Πολέμου και τις ελλείψεις μέσων και το ταξίδι του νεκρού γίνεται αντικείμενο σουρεαλιστικης ταινίας όπου ξαφνικά ο ζωντανός Πάολο είναι σε πλήρη «σύγκληση πνευμάτων « τόσο με τον αδερφό Βιττόριο όσο και με τον αρχιμάγειστρο Πιραντέλο.
Κάποιες σκηνες είναι στα όρια της ευφυίας, ειδικά μέσα στο τραινο όπου ταξιδεύει η "σωρός" με τους ανυποψίαστους…Η αποθέωση έρχεται με κάτι που θεωρητικά μοιάζει ασύνδετο, με την προσκόλληση στο φιναλε της κινηματογραφικής μεταφοράς διηγήματος του Πιραντέλο με τίτλο «Το καρφί», το οποίο νοηματικά κι επι της ουσίας δεν είναι και τόσο ασύνδετο, είναι η ολοκλήρωση πάνω στον πιραντελικό αλλά και ταβιανικό θάνατο, στο θάνατο του απόλυτου σαρκασμού..
Κάποιος πολύ διαισθητικός μπορεί να δει σε βάθος βάθους, κάποιο μάγκωμα στον Πάολο , σαν να «πνίγεται» ή σαν να λείπει το άλλο μισό που θα έδινε κάποιες ιδέες επι του ρυθμού παραπάνω;
Ωστόσο, το έχει φτιάξει με μαεστρία, έχει επιστρατεύσει ιδέες, με το μεγάλο κομμάτι ασπρόμαυρο και με τη νουβέλα έγχρωμη (οι συνεργατες του στη Φωτογραφία ΠΑΟΛΟ ΚΑΡΝΕΡΑ και ΣΙΜΟΝΕ ΖΑΜΠΑΝΙ έχουν θαυματουργήσει, μας έχουν βάλει σε κλίμα σουρεαλιστικής διάθεσης κι ας έχουν να κάνουν με θανάτους, ειδικά στο έγχρωμο «καρφί» έχουν πετύχει έως και….αποστασιοποίηση) κι εκείνος που κάνει όνειρα πραγματικά είναι ο ΝΙΚΟΛΑ ΠΙΟΒΑΝΙ με το μουσικό του ντύσιμο.
Μέρες και μνήμες ενός καλλιτεχνικού σινεμά που ήταν αλήθεια κι όχι απάτη.