Αν το χρησιμοποιώ στον τίτλο, οφείλεται στο oτι ναι, αντε πάλι μια ιστορία από αυτές που συνηθίζονται στην πλατφόρμα τη συγκεκριμένη, με κάποιο εγκλημα που βασίζεται σε αληθινό περιστατικό , είτε με δολοφονο κατά συρροή είτε μα φόνο άλυτο ή και περίεργα λυμένο….
Ναι, εχουμε δει στην πλατφόρμα παρόμοια πράγματα από διάφορα μήκη και πλάτη της Γης, τώρα έχουμε ένα αυστραλέζικο.
Η διαφορά από τα άλλα, που το βλέπεις κι ως έργο αίθουσας , είναι πως το ψυχολογικό υπερισχύει ενίοτε του αστυνομικού κι είναι φανερό ότι υπάρχει μελετημένη επεξεργασία. Ναι, το διαπιστώνεις ευκολα ότι βασίζεται σε βιβλίο ωστόσο εκεί μπορεί να χρεωθεί, όποια επαναληπτικότητα ή καθυστέρηση υποπίπτει στην αντίληψη του θεατή.
Είναι σαφής η προσπάθεια του σκηνοθέτη που κάνει αυτοπροσώπως τη σεναριακή διασκευή και να θέλει να σεβαστεί το βιβλίο. Το οποίο δεν έχω διαβάσει αλλά η όλη εισαγωγή μου δηλώνει λογοτεχνική προέλευση, το ίδιο κι οι επαναληπτικότητες που περισσότερο παραπέμπουν σε βιβλίο με σκέψεις παρά σε σενάριο με πράξεις.
Ωστόσο, αυτό δεν ισχύει σε όλη τη διάρκεια της ταινίας οπότε η χρέωση δεν έχει…πληρότητα.
Η εισαγωγή ωστόσο, καθυστερεί πολύ να σε μπάσει στο νόημα…
Το θέμα του έργου είναι μια εξαφάνιση που κατέληξε σε φόνο. Με ερωτηματικά ή άνευ.
Η εξαφάνιση αφορά σε ένα πιτσιρικά που περίμενε να έλθει το λεωφορείο για να άει στο σχολείο αλλα ο μικρός εξαφανίστηκε, δεν τον είδε κανείς..
Γύρω από αυτή την αφορμή, θα γίνει η συνάντηση των δυο κεντρικών προσώπων, που καθοδόν θα αποκαλύψουν τις ταυτότητες του τόσο ο ένας στον άλλο όσο κι οι δυο μαζί στους θεατές. Οπου ο ένας είναι ο υποπτος κι ο άλλος είναι αστυνομικός. Η μεταξύ τους σχέση δεν διαθέτει τα κλισέ παρόμοιων ιστοριών αλλά δεν διαθέτει και κάτι το συγκλονιστικά πρωτότυπο.
Ωστόσο, στον συγκερασμό ψυχολογικού και αστυνομικού, με διάθεση λογοτεχνική, ο ΤΟΜΑΣ ΡΑΪΤ που το υπογράφει, με βάση το βιβλίο της ελληνικής καταγωγής συγγραφέως ΚΕΙΤ ΚΥΡΙΑΚΟΥ, έχει πετύχει αρκετά στο στόχο του. Ο στόχος μπορεί ψυχαγωγικά να μην είναι εγγυημένος για όλο το κοινό, οπότε την τελική απόφαση την παίρνει η εκάστοτε οπτική γωνία Είτε αφορά σε κριτικό είτε σε θεατή. Αν δηλαδή θέλει να αναλύσει κάποιος τη μεριά αυτή, όπως την έδωσα ακριβώς, κι αν κάποιος άλλος θα αναρωτηθεί το «γιατί να γίνουν όλα αυτά;» τη στιγμή που το έργο δεν προσφέρει κάτι ιδιαίτερο». Ελα όμως που «ιδιαίτερο» στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι το πρώτο κοίταγμα. Διαφορετικά με κανόνες ψυχολογικού-αστυνομικού, επ’ ουδενί δεν απορρίπτεται αλλά δεν μπορείς να πεις κι ότι δεν μπάζει. Κυρίως επειδή οι σκέψεις καθώς γίνονται πράξεις μοιάζουν σαν να παραμένουν σκέψεις. Είναι ένα στοιχείο για να προκαλέσει δυσαρέσκεια. Από την άλλη είναι έργο σοβαρό, υπερβολικά σκοτεινό είναι η αλήθεια οπότε η μερίδα εκείνη της κριτικής που νομίζει τα «σκοτεινά» ως «ποιοτικά» και τα «φωτεινά» ως «Clean» θα το υιοθετήσει με μεγαλύτερη ευκολία, δεν θα έλεγα ότι διαθέτει και τόσους πολλούς εξωτερικούς χώρους για να πούμε με σιγουριά ότι αποτυπώνει το κλίμα και την ατμόσφαιρα του Κουίνσλαντ της Αυστραλίας, έχει εξαιρετικούς ηθοποιούς, όπως ο ΤΖΟΕΛ ΕΝΤΖΕΡΤΟΝ και κυρίως εδώ ο ΣΩΝ ΧΑΡΙΣ που κάνει τον ύποπτο και πράγματι με το παίξιμο του πετυχαίνει την αποστολή του διότι το δύσκολο κομμάτι αυτός το έχει, την αμφιβολία για το αν είναι ή δεν είναι ή τι τελος πάντων είναι.