Γενικά, με τα σενάριο ο ΤΖΕΗΜΣ ΚΑΜΕΡΟΝ δεν τα πηγαίνει καλά. Όχι, επειδή δεν ξέρει, προς Θεού. Ενας τέτοιας ολκής σκηνοθέτης, ένας τόσο Μεγάλος Σκηνοθέτης, διότι ΕΙΝΑΙ Μεγαλος Σκηνοθέτης ο Κάμερον, που παίζει το σινεμά στα δάκτυλα, δεν μπορεί να μην ξέρει σενάριο. Ξέρει και παραξέρει. Γι αυτό και μπορεί και το υποκαθιστά με άλλα πράγματα ακολουθώντας μια σεναριακή λογική που όμως και καταλήγει μόνο κινηματογραφική.
Τι εννοώ; Ότι το σενάριο για αυτόν είναι μια εξυπηρέτηση της σκηνοθεσίας που θέλει να κάνει. Των υλικών που θέλει να χρησιμοποιήσει και να αξιοποιήσει. Να φτιάξει ένα σενάριο εικόνων. Μόνο που εδώ οι εικόνες έρχονται κι υπαγορεύουν το σενάριο και δεν τις υπαγορεύει αυτό. Όπως θα γινόταν σε ένα photoplay , ας πούμε, κι αναφέρομαι σε έργα όπως η παλιά «Κατάκτηση της Δύσεως» ή το πρόσφατο «1917» ή κάποια γαλλικά και δη του Κλωντ Λελούς, όπως ας πούμε το «Ενας άνδρας και μια γυναίκα» που το σενάριο «γραφόταν» με εικόνες. Εδώ γίνεται ανάποδα. Την ακολουθεί, όμως, τη σεναριακή λογική.Τη δομή την έχει. Δέση-Σύγκρουση-Λύση δίνουν το παρόν τους με τον τρόπο που πρέπει και στις χρονικές στιγμές που πρέπει. Θέμα υπάρχει. Η επιστροφή του ήρωα στο Σύμπαν που λέγεται Πανδόρα, η προστασία των δικών του κι η τιμωρία του κακού που επιβουλεύεται τη Γαλήνη τους.
Αυτά όμως όλα είναι αφορμή για να στήσει εικόνες. Κι οι εικόνες να μην είναι ατακτως ερριμμένες αλλά βάσει μιας κινηματογραφικής λογικής.
Κι από δω αρχίζει το παρτυ. Κι αρχίζει και μας λεει την παραπάνω ιστορία μέσω εικόνων αλλά ΤΙ ΕΙΚΟΝΩΝ!! Και δεν μιλάμε απλώς για ωραίες εικόνες αλλα για συναρπαστική οπτικο-ακουστική εμπειρία. Η οποία διαρκεί 190 λεπτά. Και καταφέρνει να μη σε κουράζει. Κι αυτό γιατί; Ακριβώς επειδή είναι μεγάλος σκηνοθέτης κι όταν λέω μεγαλος σκηνοθέτης εννοώ γνώστης βαθύς των μυστικών του σινεμά…Πρώτα από όλα, μην ξεχνάμε πως παραλλήλως είναι και μοντέρ. Το συνυπογράφει το ΜΟΝΤΑΖ, όπως υπογράφει τη σκηνοθεσία. Συνεπώς οι σεναριακες εικόνες που διαλέγει είναι μετρημένες και ζυγισμένες κι απλώνονται ως τη λογική του μοντάζ.. Οπότε οι εικόνες διαθέτουν κλιμάκωση, τονους, ημιτόνια, ανεβοκατεβάσματα κι ανάσες. Κι από φαντασία ξεχειλίζει. Θα έλεγα ότι ΠΕΡΙΣΣΕΥΕΙ.
Εδώ έχει αλλάξει και διεθυντή φωτογραφίας. Δεν έχει τον Ιταλό, τον ΜΑΟΥΡΟ ΦΙΟΡΕ που είχε στο πρώτο «AVATAR», αλλά εχει επαναφέρει τον ΡΑΣΕΛ ΚΑΡΠΕΝΤΕΡ που τον είχε στον «ΤΙΤΑΝΙΚΟ». Και τους δυο διευθυντες φωτογραφίας του, ο Κάμερον τους έχει..προικίσει. Και στους δυο έχει χαρίσει ΟΣΚΑΡ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ για τις αντίστοιχες ταινίες. Ο Ράσελ Κάρπεντερ έχει ακολουθήσει ένα διαφορετικό φωτισμό, που δεν είναι αγκιστρωμένος σε εκείνο το ανοιχτό μπλε των πλασμάτων αλλά έχει φωτίσει τη διαφοροποίηση των χρωμάτων που υπάρχει στο καινούργιο φιλμ, από πλευρας σκηνογραφικής διεύυνσης και βέβαια έχει και την στενή σχέση με την ενδυματολόγο με την π[οία εχει ξανασυνεργαστεί. Κι αναφέρομαι στην ΝΤΕΜΠΟΡΑ ΣΚΟΤ με την οποία έκαναν τον «ΤΙΤΑΝΙΚΟ» κι εδώ η Σκοτ επίσης κάνει κάτι ΄πολύ πρωτότυπο , δύσκολο και παράτολμο , κατ’ επιταγήν του σκηνοθέτη της , και το οποίο απαιτεί την αναλογη υπογράμμιση απ΄τον διευθυντή φωτογραφίας: Αυτά τα ‘ρούχα» που μοιάζουν να μην είναι ρούχα, που μοιάζουν για μακιγιάζ, χωρίς να είναι μαιγιάζ, που μοιάζουν με εφφέ το οποίο συμβάλει βεβαίως , που πρέπει το ενδυματολογικό να συνυπάρξει με το ψηφιακό.. Αμα κάθεσαι και χαζευεις ‘όλα αυτά, είτε απολαμβάνοντας τα ως θεατής, είτε παρασυρόμενος από την κινηματογραφοφιλική σου «αρρωστεια», δεν θέλει πολύ για να περάσει η ώρα, ή μάλλον ΟΙ ΩΡΕΣ και να μην καταλάβεις τι έγινε με το 3ωρο.
Για ηθοποιίες δεν θα μιλήσω διότι όλα έχουν περάσει μεσα από το ψηφιακό, όλοι είναι αγνώριστοι και καρικατουροποιημένοι κι είναι έτσι η σκηνοθετική γραμμή, δεν είναι αδυναμία των ηθοποιών αλλά δεν είναι κι έργο για να αναδείξει ηθοποιία. Η ηθοποιία έχει να κάνει με τη λογική του κινουμένου σχεδίου και φωνητικά είναι που βασικά αποδίδεται κι αποδίδει.
Και θα πω και κάτι ακόμα, το οποίο μπορεί να διαβαστεί ως υποκειμενικό κι ότι δεν ενδιαφερει ένα κείμενο κριτικής, Το βάζω, ‘όμως, ακριβώς επειδή του αποδίδω ξέχωρη ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΗ ΣΗΜΑΣΙΑ. Τ εξής: Την ταινία δεν την είδα σε «σινεπλέξ» με τα ντόλμπυ και τα λοιπά, την είδα σε συμβατική αίθουσα στο κέντρο της Αθήνας, στον εξώστη.
Όλα αυτά που γράφω είναι αποτέλεσμα της μαγείας που πήρα από τη συμβατική αίθουσα. Κι επειδή τελευταίως πολύς λόγος γίνεται για την πτώση ή και την κατάρρευση του σινεμά, για τις αίθουσες που πεθαίνουν και ότι μόνο τα σινεπλέξ με την αδιαμφισβητητα εξελιγμένη τεχνολογία τους είναι αυτά που μπορούν να φιλοξενούν τέτοιες παραγωγές, αποφασισα να το δω αλλιώς. Διότι σκέφτηκα πως αυτή η ταινία δεν θα τελειώσει με τα σινεπλέξ. Διότι αν είναι να γίνει έτσι, τότε έχουμε υπογράψει την τελεσίδικη καταδίκη όχι μόνο της συγκεκριμένης ταινίας , που είναι σινεπλεξάδικη και δεν το έχει ανάγκη, αλλα του σινεμά. Αν λοιπόν μια ταινία δεν μπορεί να μαγέψει από μόνη της σε οποιαδήποτε αίθουσα, θεωρώ ότι μονη της δηλώνει την αναπηρία της και το δεκανίκι της. Το «Οσα παίρνει ο ανεμος», ο «Λωρενς της Αραβίας», το «Δόκτωρ Ζιβάγκο» και….και…και…ΜΠΟΡΟΥΝ ΚΑΙ ΣΤΕΚΟΝΤΑΙ ΑΠΟ ΜΟΝΕΣ ΤΟΥΣ. Κι ένας αμετρητος σωρος, από άλλες ταινίες, αυτός ο σωρός που έκανε το Σινεμά ΣΙΝΕΜΑ. Αυτός είναι κι ο λόγος που επέλεξα τη συμβατική αίθουσα. Κι από κει μεσα, βγηκε η κριτική της ταινιας.