Γι αυτό και θα φύγουμε από το έργο του Κουροσάβα, χωρίς συγκρίσεις ή άλλου τύπου παραλληλισμούς, επειδή ακριβώς το έργο αυτονομείται πλήρως , η νέα του μορφή έχει τη δική της αυτοτέλεια και ξαφνικά ανακαλύπτουμε συγγένειες στον εδώ ήρωα που είναι ένας δημόσιος υπάλληλος, μεσόκοπος, στην Αγγλία του 1952, σιωπηλός, άντε λιγόλογος, με τη δική του καθημερινή και χωρίς ιστορία ζωή, ο οποίος δουλεύει στο πρόγραμμα ανόρθωσης της χώρας. Σιωπηλός και λιγόλογος όπως ο μπάτλερ στο «απομεινάρια…», ο οποίος ζούσε τη δική του χωρίς ιστορία ζωή αλλά υπήρχε μέσω των αφεντικών του στο σπίτι που ηταν υπηρέτης.
Αυτές οι σιωπές του ήρωα, ο τρόπος των παύσεων, και γυρω του ένα κοινωνικό περιβάλλον αλλά μέσα του μια συγκλονιστική αφορμή για δράμα, είναι τα υλικά που κτίζουν. Διότι ο ήρωας, ο χωρίς ιστορία άνθρωπος, πληροφορείται ότι πάσχει από καρκινο κι ότι του μένουν εξι μήνες ζωής ή κατι τέτοιο. Σιωπηλός έζησε, σιωπηλά το αντμετωπίζει , σιωπηλά θα γίνει η επικοινωνία, ακόμα κι όταν ειπωθούν λόγια κι αποκαλυφθούν πράγματα που θα οδηγήσουν στην κάθαρση σχετικά με το ποιος ήταν αυτός ο ανθρωπος αυτός ο «αντι-ήρωας» της ζωής, ο ήρωας του σεναρίου.
Γι αυτό και δίνω αρχκώς εμφαση στον Ισιγκούρο, ακριβώς για το σενάριο και την αυτονόμηση του από το έργο του Κουροσάβα, χωρίς να το προδίδει, διότι είναι γοητευτικός ο τρόπος που δουλεύει τον ήρωα του και το πως του κτίζει πλαίσιο και ιστορία.
Και βέβαια, έχει υπόψη του τι ηθοποιό θέλει αυτός ο ρόλος κι έρχεται μια σπουδαία στιγμή στην καριέρα του ΜΠΙΛ ΝΑΪ, ο οποίος βεβαίως κι εχει παιξει ρόλους αλλά εδώ τον θέλει συνεχώς παρόντα και να κάνει μια ερμηνεία με τις σιωπές του, να κρατήσει ένα εργο στις πλάτες του, σιωπηλού τύπου. Για να μην παρερμηνευθώ, το «σιωπηλό» δεν έχει να κάνει με την απουσία διαλόγου όσο με τον τρόπο χειρισμού, πρώτον από τον σεναριογράφο και στη συνέχεια από τον ηθοποιός όπου φυσικά υπάρχει ένας σκηνοθέτης που το κατευθυνει όλο αυτό, ο ΟΛΙΒΕΡ ΧΕΡΜΑΝΟΥΣ, εκ Νοτίου Αφρικής, και κτίζει την ταινία ακολουθώντας πιστά τις επιταγές του σεναρίου δηλαδή με πιο τρόπο στο ρόλο και στον ηθοποιό που τον παίζει, παρακολουθεί την ερμηνεία. Και φανταζομαι ότι μετά από κάθε πλάνο που ολοκληρωνόταν στο γυρισμα, ο σκηνοθέτης έδινε συγχαρητήρια στον ηθοποιό βαθιάς ανακούφισης. Ότι το πήγε τόσο καλά. Όπως πολύ καλά τα έχουν πάει κι οι άλλοι ηθοποιοί και δίνουν διακριτικές συγκινήσεις στην έστω και μία σκηνή τους, εκεί που θα χρειαστεί. Της κοπέλας με τον γιό, του τυπου στο μπαρ….
Κι υπάρχει κι ένα μοντάζ που δεν φαίνεται το οποίο παρακολουθεί με τη σειρά του την κάμερα η οποία εχει σκοπό να αφηγηθεί «κλειστά» την ιστορία αλλά και να προβάλει το πλαίσιο του ηρωα και πρωταγωνιστή, με μια σκηνογραφική διεύθυνση εξαιρετικού χρώματος ατμόσφαιρας, Λονδίνου 1952, όπως και των κοστουμιών που κι αυτά τελούν υπό διακριτικότητα.
Όμως ο ΜΠΙΛ ΝΑΪ που συγκινεί με τη ‘σιωπηλή» του παρουσία θεωρώ πως είναι το μεγάλο απόκτημα που παίρνει μαζί του ο θεατής όταν τελειώνει η ταινία και χάρη σε αυτόν ξεκινά κι επεξεργάζεται και τα υπόλοιπα, και τελικά καταλήγει ότι ναι, είδε ένα ωραίο έργο, το διαπιστώνει αυτό χάρη σε μια ωραία ερμηνεία, η οποία όμως δεν είναι αναπόσπαστη από το υπόλοιπο. Αρα, εδώ έχει γίνει συλλογική δουλειά ώστε να προβληθεί το «ρεσιτάλ Διαμαντόπουλος»*
- *«Ρεσιταλ Διαμαντόπουλος» είναι μια φράση στο ελληνικό θέατρο, που ξεκινά από τα ρεσιταλ μονοπράκτων που εδινε ο Βασίλης Διαμαντόπουλος στο ¨Θέατρο Τέχνης» του Καρόλου Κουν. Ισως ήταν ο πρώτος που το είχε δοκιμάσει επίσημα κι επαγγελματικά. Κι έμεινε η φράση όταν ήθελαν να υμνήσουν την ερμηνεία κάποιου να λένε «ρεσιταλ Διαμαντόπουλος»