Όλα είχαν ξεκινήσει όταν ο Νικολαϊδης, ο ΝΙΚΟΣ ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, εφηβάκι, εκεί το 1954-55 είχε δει στο σινεμά ένα τεχνικολόρ της «Μέτρο Γκόλντουιν Μάγιερ» , το «ΡΑΨΩΔΙΑ ΕΡΩΤΟΣ» (Rhapsody) σε σκηνοθεσία ΤΣΑΡΛΣ ΒΙΝΤΟΡ με την ΕΛΙΖΑΜΠΕΘ ΤΕΪΛΟΡ και τον ΒΙΤΤΟΡΙΟ ΓΚΑΣΜΑΝ, που είχε πάει τότε για λίγο στο Χόλυγουντ.
Του Νίκου του είχε αρέσει πάρα πολύ αυτό της πλούσιας γκόμενας που τα δίνει όλα για την πάρτη του μουσικού, η ιδέα του είχε καρφωθεί και κάποια στιγμή πήγε στον ΣΤΑΥΡΟ ΤΣΙΩΛΗ, ο οποίος δούλευε ήδη στου Φίνου και του πρότεινε την ιδέα να την κάνουν σενάριο.
Για όσους βιαστούν να μιλήσουν για «κοπιάρισμα» και διάφορα τέτοια, τους προλαβαίνω ότι η ιστορία είναι εντελώς διαφορετική, στο πρωτότυπο φιλμ , που βασίζεται στο έργο της Ρουθ και του Αυγούστου Γκετς, η ηρωίδα εκτός από κληρονόμος ήταν κι ατάλαντη μουσικός που φιλοδοξούσε να γίνει πιανίστα. Κι η πλούσια οικογένεια την έστελνε στη Ζυρίχη. Κι η ιστορία έπαιρνε άλλη τροπή.
Τον Νίκολαϊδη τον είχε θέλξει η περίπτωση της γκόμενας αλλά κι η στάση του τύπου .
Και το έγραψαν με φινέικους όρους μεν αλλά και με μια μοντερνιά στην αντίληψη περί της πλούσιας και του φτωχού, που δεν ήταν δα και πατέντα του ελληνικού κινηματογράφου. Κι η λογοτεχνία το είχε περιποιηθεί το θέμα , να μιλήσουμε για τα «Ανεμοδαρμένα ύψη»; Και για πόσα άλλα;
Του Φίνου του άρεσε. Είχε ένα σύγχρονο πλησίασμα στο θέμα, έδινε φοιτητικό αέρα, κινείτο σε σφαιριστήρια κι άλλα στέκια, όλα αυτά τον έκαναν να το αισθανθεί ως μοντέρνο. Κι έδωσε εντολή όχι απλώς να γυριστεί, μα το πρότεινε και σε ένα κορυφαίο που δεν ανήκε στό επιτελείο» της εταιρείας του, τον ΒΑΣΙΛΗ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗ. Τον είχε πλησιάσει κι ο Νίκος τον Γεωργιάδη, διότι είχε δουλέψει πρώτος βοηθός του στην «ΚΑΤΑΡΑ ΤΗΣ ΜΑΝΑΣ» κι υπήρχε μεγάλη εκτίμηση από μεριάς «πατέρα» Γεωργιάδη προς τον «γιό» Νικολάιδη. Κι εκτιμούσαν και τον Τσιώλη ο οποίος ήταν χρόνια στου Φίνου κι ολοκλήρωνε τότε την πρώτη σκηνοθεσία του, που του είχε εμπιστευτεί το «αφεντικό»,, τον «Μικρό δραπέτη» κι ετοιμαζόταν για τη δεύτερη, τον «Πανικο», ο οποίος βγήκε ιδια σαιζόν με το «Αγάπη για πάντα».
Και μάλιστα στα πλαίσια της γενικής ανανεωτικής διάθεσης ο Φίνος , με τη συγκατάθεση του Γεωργιάδη, απευθύνθηκε στη Ζωή, τη ΖΩΗ ΛΑΣΚΑΡΗ, η οποία ζητούσε μια δική της ανανέωση, ήθελε να σταματήσει λίγο από τον Δαλιανίδη και την αποκλειστικότητα εκείνου πάνω της κι ήθελε να δουλέψει και με άλλους. ΚΙ ανανεώνοντας τη Ζωή, της έδωσαν και παρτενέρ κλασάτο, εκτός Φίνου ως τότε, τον ΓΙΑΝΝΗ ΦΕΡΤΗ.
Και ξαφνικά η ταινία πήρε μια άλλη διάσταση εφ’ όλης της υλης. Μάλιστα το ζευγάρωμα Λάσκαρη-Φέρτη ερέθισε και τον Δαλιανίδη, ο οποίος δεν το ειδε ανταγωνιστικά, και τους πήρε ζευγάρι αμεσως μετά, για τη δική του ταινία , το «Αυτοί που μίλησαν με τον θάνατο».
Φυσικά, την ιστορία της πλούσιας κληρονόμου και του φτωχού νέου, ο οποίος όμως δεν είναι γενικά κι αόριστα φτωχός αλλά φέρελπις μουσικός, την πλαισίωσε με πολύ ωραια διανομή-παράδοση της εταιρίας, στον μεν χωρο των πλουσίων για γονείς εκείνης επέλεξαν τον ΑΝΔΡΕΑ ΦΙΛΙΠΠΙΔΗ και την ΚΑΚΙΑ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, και για παρέα φοιτητική και συντροφική στα σφαιριστήρια του νέου , διάλεξαν τον ΝΙΚΟ ΚΑΠΙΟ ώστε να κρατεί και μια δόση κωμικότητας και την ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΓΩΓΟΥ για τους ίδιους ακριβώς λόγους- το φοιτητικό και το μποέμικο να βγαίνει κάπως κωμικά. Κι «ενδιάμεση» ταξικά η ΜΕΛΠΩ ΖΑΡΟΚΩΣΤΑ ενώ για το ρόλο του μουσικού διδάσκαλου , ,τι να λέμε. Ηταν ρόλος «Καπαρωμένος» από τον ΝΟΤΗ ΠΕΡΓΙΑΛΗ, που τον επανέλαβε σε παραλλαγές.
Στη φωτογραφία κι ειδικά στα νυχτερινά, ο ΝΙΚΟΣ ΓΑΡΔΕΛΗΣ δηλώνει την υπογραφή του και μα μεγαλη υπογραφή πέφτει στη ΜΟΥΣΙΚΗ, όπου ο ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΠΝΙΣΗΣ, συνθέτης που δούλευε με μεγαλες ορχήστρες, πέφτει με τα μούτρα στις παρτιτουρες του Φέρτη, εδώ μπαίνει κι ο Βασίλης Γεωργιάδης , και φτιάχνει μουσική σαν προέκταση των κομματιών που μελετά ο νεαρός πιανίστας. Και ολοκληρώνει το ΜΟΝΤΑΖ, του ΒΑΣΙΛΗ ΣΥΡΟΠΟΥΛΟ, με δημιουργική φαντασία, με ιδέες, τόσο στις λεπτομέρειες όπως εκεί που εναλλάσσονται τα πλήκτρα του πιάνου εκείνου με τα πλήκτρα της γραφομηχανής εκείνης, η το μεγάλο φινάλε που παίζει με παράλληλη δραση στον ένα σκοπό και κλιμακώνει την ένταση και την αγωνία του θεατή. Εκεί υπάρχει ωραίο μοντάζ και στον ήχο
Η ταινία δεν έκανε μεγάλη εμπορική επιτυχία ωστόσο η Ζωή Λάσκαρη την είχε στις αγαπημένες της.
Ο Νικολαϊδης δεν συνέχισε στου Φίνου παρόλο ότι τον ήθελαν με το παραπάνω αλλά εκείνος είχε το μυαλό του στα επερχόμενα και κάπου μέσα του επωαζόταν η «ΕΥΡΙΔΙΚΗ Β.Α. 2037» και δεν τον άφηνε να ησυχάσει, η οποία γεννήθηκε 5 χρόνια αργότερα αλλά σε άλλο.. μαιευτήριο, όχι στου Φίνου.. Το οποίο έτσι κι αλλιώς τελούσε πλέον εν διαλύσει…
Αυτή είναι η Ιστορία του «ΑΓΑΠΗ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ».