Και τα νερά ταράχτηκαν επειδή από κάτω υπάρχει κινηματογράφος παρών κι υπάρχει και βάση, για όποιον θελήσει να μελετήσει κι αυτός θα διαπιστώσει ότι δεν υπάρχει αυθαιρεσία. Οι κανόνες είναι εκεί αλλά πολλοί μπερδεύουν τον κανόνα με τη συνταγή. Το σπίτι κτίζεται από τα θεμέλια κι όχι από το ταβάνι κι αυτό δεν αλλάζει, η αρχιτεκτονική του, όμως, διαρρύθμιση μπορεί να φέρνει αναστατώσεις στην ως τότε παραδεδεγμένη αρχιτεκτονική.
Κάτι ανάλογο συμβαίνει με το σενάριο αυτής της ταινίας, όπου σενάριο και σκηνοθεσία είναι ένα πράγμα, τα συνυπογράφουν οι ΝΤΑΝΙΕΛ ΚΟΥΑΝ και ΝΤΑΝΙΕΛ ΣΑΪΝΕΡΤ κι έρχεται κι ανταποκρίνεται στο ζητούμενο που είναι η ανανέωση, η έξοδος από το τέλμα στο οποίο έχει περιπέσει ο κινηματογράφος καθώς τα πράγματα στις μέρες μας έχουν εμπορευματοποιηθεί πολύ, με τις πλατφόρμες και τις νέες τεχνολογίες και το σινεμά δίνει μάχη με τη μεταβατική περίοδο. Δεν λέω ότι βρισκόμαστε ενώπιον ρεύματος ή μεμονωμένου φιλμ. Ως Εργοκεντρικός (και τέτοια είναι κι η ταινία) οφείλω να σταθώ εδώ και τα υπόλοιπα θα τα αναλάβει η συνέχεια, η εξέλιξη.
Το σενάριο, που σκηνοθετείται καθώς γράφεται, έχει βάση αφήγησης κι έχει και τρελό υλικό: Μια Κινέζα μετανάστρια στις ΗΠΑ, που «τρέχει» μαζί με το σύζυγο ως οικογενειακή επιχείρηση ένα πλυντήριο, έρχεται αντιμέτωπη με οικονομικά προβλήματα κι η επιχείρηση κινδυνεύει. Συγχρόνως έχει και προβλήματα οικογενειακά. Και με τον σύζυγο, που δεν την καταλαβαίνει ,και με τον πατέρα της που είναι ολίγον ξεκούτης αλλά και με την κόρη η οποία τους έχει φέρει την αγαπημένη της κι έχει δηλώσει ομοφυλόφιλη. Κι έχει απέναντι της και την έφορο , η οποία δεν καταλαβαίνει τίποτε παρά μόνο τα φοροτεχνικά της.
Κι εκεί που παίρνουμε τις πληροφορίες, ο σύζυγος κάνει μια πρώτη γυριστή και της δηλώνει αλλά δηλώνεται κι ο ίδιος ως από ένα παράλληλο σύμπαν. Αυτό το παράλληλο σύμπαν , που μπορεί να μην είναι μόνο ένα, θα βάλει όλα τα πρόσωπα του σεναρίου μέσα στη δίνη του, , σε κάθε μία αναστροφή του θα περνάμε και σε ένα άλλου είδους σινεμά, όμως, δια του ευφυούς τρόπου και προπαντός του ευφυούς ευρήματος περί παράλληλου Σύμπαντος, το έργο δεν θα χάσει πότε μα ποτέ την ομοιογένεια του. Αυτό είναι μεγάλο ατού διότι έρχεται και δηλώνει ότι οι δύο σκηνοθέτες-σεναριογράφοι κατέβηκαν στην αρένα πολύ μελετημένοι , πάνω στα είδη αλλά και στις κινηματογραφίες, κυρίως όμως μελετημένοι σεναριακά, παίζουν τους κανόνες του σεναρίου στα δάκτυλα.
Πως συνέβαινε με το «Μπραζίλ»; Του Τέρυ Γκίλιαμ; Δεν ήταν μια τρελή ταινία; Όμως από κάτω υπήρχε σεναριακή υποδομή.
Ετσι κι εδώ, που πρόκειται επίσης για τρελή ταινία, έχουμε στοιχεία κωμωδίας, στοιχεία φαντασίας, στοιχεία πολεμικών τεχνών, όλα αυτά σε συνύπαρξη κι όπως προχωράει το έργο και κυρίως όπως ολοκληρώνεται, υπάρχουν από κάτω κι άλλες βάσεις, πολλαπλές, που κρύβονταν και φανερώνονται με την ολοκλήρωση κι αυτές δικαιώνουν αναδρομικά τα πρόσωπα ως χαρακτήρες αφού τα παράλληλα σύμπαντα μπόρεσαν κι ελευθέρωσαν ή φανέρωσαν στοιχεία που κουβαλούσαν μέσα τους και που αυτά αφορούσαν και τις μεταξύ τους σχέσεις.
Η ομοιογένεια φαίνεται στην αισθητική, φαίνεται και στην καθοδήγηση των ηθοποιών, αφού όλοι παίζουν αυτό που τους συμβαίνει με ένα τρόπο που να δικαιολογεί τα συμπαντικά περάσματα, που να μπορεί να τους χωράει στο κάθε παράλληλο Σύμπαν. Κι οι ηθοποιοί έχουν δύσκολα πράγματα να κάνουν προπαντός να κρατήσουν αυτές τις ισορροπίες. Η ΜΙΣΕΛ ΓΕΟ, βρίσκει στην ωρίμανση ένα ρόλο που τη σηκώνει ψηλά και της επιτρέπει να δείξει και δυναμισμό κι εσωτερικότητα και δραματικότητα αλλά και χιουμοριστική υπονόμευση, ο ΚΕ ΧΙΟΥ ΚΟΥΑΝ, ο σύζυγος, περνάει με άνεση από Σύμπαν σε Σύμπαν και με υποδειγματική λιτότητα όλα αυτά, όπως ΄άλλωστε κι η Γεό, η ΣΤΕΦΑΝΙ ΧΣΙΟΥ, που παίζει την κόρη ίσως είναι το «something» της διανομής, η δε ΤΖΕΪΜΥ ΛΗ ΚΕΡΤΙΣ από την αρχή μας έχει κλείσει το μάτι ότι ο ρόλος είναι κωμικός εις πείσμα των γύρω του και φυσικά θα το δούμε και στην πορεία. Τι δύσκολο πράγμα που είναι το παίξιμο στον κινηματογράφο κι ας υποστηρίζουν το αντίθετο μερικοί περί θεάτρου Σκεφτόμουν .την Τζέιμυ Λη Κέρτις, με τι σειρά μπορεί να γυρίστηκαν οι σκηνές της και διαχειρίστηκε έτσι τη μασκέ κωμικότητα και την εξέλιξη της.
Στα παράλληλα , καθαρώς ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΑ, Σύμπαντα (αν και το Σύμπαν είναι ένα όχι όμως εδώ, στη συγκεκριμμένη περίπτωση) δεξί χέρι των δύο δημιουργών είναι το ΜΟΝΤΑΖ. Τι να λέμε τώρα. Αυτό διαχειρίζεται τα περάσματα και τα περάσματα είναι όλη η ταινία. Μπορεί και τα κάνει «φανταστικά», μπορεί και τα κάνει κωμικά, μπορεί και τα κάνει να μοιάζουν ότι στροβιλίζονται.. Κι η Μουσική το ακολουθεί κατά πόδας.
Εντύπωση μου έχει κάνει το ότι από το αισθητικό μέρος, τα Κοστούμια είναι που εξαίρονται, πάνω κι από τη Φωτογραφία κι από τα Σκηνικά, επειδή έρχονται και ντύνουν όλους αυτούς τους ανθρώπους για τους οποίους δεν υπάρχει δήλωση και πρέπει το καθημερινό τους ρούχο να μπορεί να ταιριάζει σε όλα τα είδη του παράλληλου Κινηματογραφικού πλέον Σύμπαντος των ηρώων..
Η αναζήτηση πρωτοτυπίας και διαφορετικότητας πολλές φορές μπαίνει πάνω από το γούστο του θεατή κι άλλοτε τον κερδίζει, άλλοτε τον χάνει, πολλές φορές τον μετατρέπει σε παρατηρητή- το τελευταίο δεν είναι καθόλου κακό.