Το λιμάνι εμπνέει ιστορίες γυναικών μόνο που πολλοί ταυτιζουν αυτές τις δυο έννοιες, με τα καμπαρέ και την πορνεία. Η λιμανίσια γυναίκα είναι μια άλλη παράμετρος στην κουλτούρα των γυναικών της λογοτεχνίας, χωρίς να είναι πόρνη, είναι ας πούμε η «ΑΝΝΑ ΚΡΙΣΤΙ» του Ο’ΝΗΛ. Κι η Σχολή, το Είδος, λέγεται Ποιητικός Ρεαλισμός κι αυτό υηρετεί εδώ ο Φώσκολος, στο ύφος του ποιητικού ρεαλισμού είναι γραμμένο το σενάριο και σκηνοθετημένο το έργο. Κι είναι κι εδώ αυτές οι 3 αδελφές του Φώσκολου, που αξιώνει το σεβασμό στο πρόσωπο του δημιουργού διότι πρόκειται για έργο βαθύ, το οποίο είναι έξω από δεδομένα. Ναι, η μία αδελφή, η Πέρσα , είναι κάτι σαν «Στέλλα». Μόνο που είναι Στέλλα Πειραιωτισσα, η Στέλλα η άλλη ήταν Αθηναία Είναι πιο πολύ Αννα Κρίστι αυτή εδ’ω παρα Κάρμεν. Είναι η αλανιάρα αλλά αλανιάρα δεν σημαίνει πουτάνα. Κι η Πέρσα είναι αλανιάρα κι απόλυτα ελευθερη, μια ψυχή πειραιώτικη που έχει μείνει παγιδευμένη στο λιμάνι και δεν διοχετεύτηκε στους ανοιχτούς ορίζοντες.
Η δευτερη αδελφή είναι η Τασία. Αυτή που κουβαλά το μύθο τα εγκαταλειμμένης από ναυτικό που αγάπησε , αυτός της έταξε , έφυγε, δεν γύρισε..Η Τασία έμεινε εκεί. Στο πειραιώτικο λιμάνι να ανανταριάζεται κάθε φορά που ακούει σφύριγμα καραβιου.
Η τρίτη, η μικρή τους, είναι η Χαρά. Το αγοροκόριτσο. Στο λιμάνι μεγάλωσε. Με τα αγόρια να την προστατεύουν Αυτό πληρώνει τώρα. Διότι θα της φύγει κι αυτηνής για τα καράβια, εκείνος που συνήθιζε να τη βλέπει σαν φιλαράκι
Τόπος που εκτυλίσσεται η ιστορία, η ταβέρνα των τριών κοριτσιών. Μαζί και μια μάνα που όλη μέρα ρίχνει τα χαρτιά, Φάτα Μοργκανα του Περαία.. ΜΑΡΙΑ ΦΩΚΑ
Και τα τρία κορίτσια με επίκεντρο την ταβέρνα και γενικότερο πλαίσιο το λιμάνι, θα αμοληθούν να ζήσουν τις ιστορίες τους σε ένα έργο εντελώς διαφορετικό από τα συνηθισμένα.
Διότι οι γυναίκες αυτές έχουν κι άντρες. Κι είναι κι οι άντρες Πειραιώτες. Της ποιητικής εκδοχής του Πειραιά που είναι αυτό το έργο.Δεν είναι «τυποι», είναι χαρακτήρες. Ο λιμενικός θα πληρώσει το τίμημα του έρωτα, ο αντίζηλος λαθρέμπορας θα ζει την άλλη πλευρά του ίδιου νομίσματος, του ίδιου πόθου, και κάπου στο βάθος ένα παλικάρι από αυτά που τριγυρνουσαν και τριγυρνουν στα στέκια του Περαία, έτοιμα να αναψουν τον πόθο, να τσουρουφλίσουν αλλά και να τσουρουφλιστούν. .
Κι ο νεαρός της μικρής, αυτός είναι ο Πειραιώτης των ανοιχτών οριζόντων. Ο ήρωας αυτός που τον παίζει ΕΞΑΙΡΕΤΑ, ο ΝΙΚΟΣ ΓΑΛΑΝΟΣ, μου άφηνε εντυπωση σαν να τον εμπνευστηκε ο Φώσκολος ακούγοντας το τραγούδι του Σταύρου Κουγιουμτζή «Μη μου θυμώνει μάτια μου». Θαρρείς κι είναι ρόλος βγαλμένος μέσα από αυτούς τους στιχους.
Να φύγει. Αυτό επιθυμεί. Αλλα η πειραιωτικη καρδιά μένει πίσω. Το κομμάτι της σεκάνς αναχώρησης, από την προετοιμασία της ως την ματαίωση. Είναι μια συγκλονιστικη εμβάθυνση , πειραιωτικη. Οποιος έχει ζήσει βραδινή παραμονή αναχώρησης ναυτικών στον Πειραιά , θα νιώσει καλύτερα αυτή τη σχέση και το ρόλο του Γαλανού. Αλλα και της Βαλσάμη, της ΝΟΡΑΣ ΒΑΛΣΑΜΗ, σε αυτό που εκπροσωπεί κι εμπνεει.
Η ταινία ήταν καινοτομία γενικότερη. Φυσικά και ξεκίναγε από το θέμα, προχωρούσε στην υπόθεση, ο ΝΙΚΟΣ ΦΩΣΚΟΛΟΣ εχει πολλά ποιητικά σκιρτήματα σε κάτι που προφανώς βγαινει από μέσα του και ίσως κάπου να βλέπει τον εαυτό του σε αυτό το έργο ως κάτι από Τσέχωφ του Πειραια- αν το βλέπει, εγω του το προσυπογράφω. Προχωρεί και σκηνοθετικά όμως, με την αμέριστη εμπιστοσύνη του Φίνου και σε μια επανάσταση στη διανομή όπου φυσικά ξεκινάμε , ίσως και να καταλήγουμε, στην ΜΑΡΘΑ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗ που δοκιμάστηκε σε δραματικό ρόλο και τα έβγαλε εις πέρας με γενναιοφροσύνη. Οπως είχε γίνει και με την Αννα Καλουτά στο «Εκείνες που δεν πρέπει να αγαπούν», έτσι κι εδώ, μπορεέι να τα πήγαν εξαίρετα στη δραματική τους παρένθεση αλλά τις ήθελαν αλλιώς. Η Μάρθα παίζει βιώματα πειραιώτικα, ταμπουριώτικα, νιώθει το λιμάνι που είναι λίγο πιο κάτω. Είναι πολύ αυθεντική και ιδιαίτερη, ξεχωριστή στη μαγκια της. Δεν είναι επιτηδευμένη μάγκισα, δεν είναι καλντεριμιτζού, είναι γκόμενα Ταμπουριώτισσα με ψυχή και με ρίσκο.
Η ΜΑΡΘΑ ΒΟΥΡΤΣΗ είναι το δεύτερο σημαντικό της διανομής, και το ότι η θέση της ήταν στη Φίνος Φιλμ. Εδώ την επέβαλε ο Φώσκολος, η Τασία της , η γυναίκα όπως την περιέγραψα πιο πάνω, έχει την αναγκη από το κλάμα της Βούρτση επειδή το κλάμα της συγκεκριμένης ήταν αληθοφανές. Κι εδώ, θέλεις μια τέτοια , για τουλάχιστον τρεις δυνατές σκηνές της Τασίας..
Ο ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΖΑΚΟΣ. Ζευγάρι με την Μάρθα Καραγιάννη. Άλλη μία πρωτοβουλία της διανομής. Είχε λεχθεί πως το φιλμ υατό ήταν από τα σενάρια που προορίζονταν για την Τζένη Καρέζη, αν σε στιγμή ανεξέλεγκτης παρόρμησης , δεν έφευγε από το Φίνο. Μπορεί και ναι, μπορεί και όχι. Το ζευγάρι Καραγιάννη - Καζάκος στους συγκεκριμένους ρόλους, στο συγκεκριμένο σκηνικό, είναι πραγματικά ‘ένα κίνητρο για τον θεατή που δεν λέει όχι σε κάποια ξαφνιάσματα, σε κάποια ζευγαρώματα.
Η διανομή είναι και παλι εξαιρετική, κατά την παραδοση της εταιρίας. Ο ΑΓΓΕΛΟΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ σε ρόλο σκληρού, ο ΣΠΥΡΟΣ ΚΑΛΟΓΗΡΟΥ σε δικό του «περίπατο», ο ΣΩΤΗΡΗΣ ΜΟΥΣΤΑΚΑΣ σε ρόλο «φαιδρού προσώπου» , πόσο πολύτιμα τα φαιδρά πρόσωπα στη δραματουργία… Όταν ξέρεις να τα χειρίζεσαι. Ο Μουστάκας υπενθυμίζει αυτό που είχε δείξει στον «Ζορμπά».
Ο ΝΙΚΟΣ ΒΕΡΛΕΚΗΣ στα πολύ πολύ νεανικά του..
Κι ο ΜΙΜΗΣ ΠΛΕΣΣΑΣ. Πως δένει μουσικά τη δράση, και τι ρεπερτόριο γραφει για την ταβέρνα. Αγαπημένο τραγούδι, το «ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΟ ΜΟΥ ΦΕΓΓΑΡΙ», που το έκανε αργότερα σουξέ η ΡΕΝΑ ΚΟΥΜΙΩΤΗ, εδώ όμως το είπε η ΜΑΡΘΑ, η ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗ, με τη φωνή της ΔΕΣΠΟΙΝΑΣ ΣΤΑΥΡΟΥΛΑΚΗ , με την Μάρθα σε απόλυτη συναίσθηση του τι λέει και με τον Φώσκολο να της αξιοποιεί σε μια σκηνή γλεντιού και τη χορευτική της ταυτότητα, μένοντας πάντα στα πλαίσια του δραματος.
Θα κλείσω με τον ΝΙΚΟ ΓΑΡΔΕΛΗ. Φωτισμός; Κάμερα; Το κυνηγητό του λαθρέμπορα στο λιμάνι με τους τελωνειακούς; Πως το έχει φιλμάρει!!!Τι κάμερα είναι αυτή. Τα νυχτερινά; !!! Το φινάλε στα γραμμές του τραίνου; Οι σκηνές μέσα στην ταβέρνα; Τα close up των δυο Μαρθών, της Καραγιάννη και της Βούρτση, στο κι αυτά να γίνονται σκηνοθεσία και να καταλήγουν σε ερμηνεία!!!!! Από τις εξαιρετικές δουλειές του ΝΙΚΟΥ ΓΑΡΔΕΛΗ στο μαυρόασπρο σινεμά.