Δεκαετία 80, είμαστε σε κάποιο σπίτι μαζεμένοι και παίζουμε χαρτιά. Απέναντι από την τραπέζι είναι ανοιχτή η τηλεόραση αλλά δεν απασχολεί κανέναν. Κι εκείνο το βράδυ η τότε ΕΡΤ δείχνει αυτή την ταινία. Πέφτει το μάτι μου στο πρώτο καρέ (την ταινία την είχα δει στην Ταινιοθήκη, την ήξερα) ,κι αφαιρείται. Μου κάνουν καζούρα οι συμπαίκτες, κοιτάει όμως κι ένας από αυτούς να δει τι βλέπω κι έχω αφαιρεθεί. Και κολλάει κι αυτός. Κολλάει κι ο τρίτος. Σε λίγα λεπτά έχουμε αφήσει την παρτίδα στη μέση και βλέπουμε κανονικά την ταινία, χωρίς να αλλάξουμε καν θέσεις.. Πως να αλλάξεις θέσεις, πως να συνεχίσεις το χαρτί όταν κάποιοι από την παρέα είχαν ήδη ρίξει τα πρώτα κλάματα. Διότι τι έγινε στο τέλος, δεν χρειάζεται φιλοσοφία. Τι ξέσπασμα. Θα το καταλάβει όποιος δει την ταινία.
Ηταν από τις μεγάλες εμπειρίες της ζωής μυ, ήμουν και στα ξεκινήματα της επίσημης ανάληψης κριτικών καθηκόντων αν και πολύ νεαρός, σχεδόν παιδί, και δεν μπορούσα να ησυχάσω αναλογιζόμενος τη δύναμη του έργου. Πως κατάφερε και μας απέσπασε την προσοχή ενώ κανείς μας δεν είχε πάει προετοιμασμένος. Συνειδητοποίησα τη δύναμη της Τέχνης, της Αληθινής Τέχνης, που μπορεί και συνεπαίρνει και ξεμυαλίζει, συναισθάνθηκα τη δύναμη του δράματος, σιχτίρισα για μια ακόμα φορά τους ψευτο- διανοούμενους που ειρωνεύονταν τη συγκίνηση στην Τέχνη, καταλαβα για μια ακόμα φορά για ποιο λόγο από μικρό παιδί, είχα λατρέψει το ΒΙΤΤΟΡΙΟ ΝΤΕ ΣΙΚΑ και τις ταινίες του.
Χρόνια αργότερα, μεγαλος πιά, θα γνωρίσω στη Ρωμη τον εγγονό του ο οποίος θα μου αποκαλύψει πως η αγαπημένη ταινία του παππού του από όσες είχε κάνει ήταν αυτή εδώ. «Όχι ο «Κλέφτης των ποδηλάτων»;» τον είχα ρωτήσει απορημένος. «Παράξενο, ε;» ήταν η απάντηση.
Δεν είναι όμως και τόσο παράξενο αν δει κανείς προσεκτικά τους τίτλους και σε ποιον το αφιερώνει. Το αφιερώνει ο Ντε Σίκα στον πατέρα του. Οπερ σημαίνει ότι υπάρχει βαθύ συναίσθημα εξ αφετηρίας πέραν του συναισθήματος που διακατείχε γενικότερα τον καλλιτέχνη Ντε Σίκα. Μα τι έργο είναι αυτό!!!Βγαλμένο όχι απλώς μέσα από τη ζωή αλλά από τα σπλάχνα της.
Εμπνευσμένο από την πραγματικότητα που βίωναν τότε στη μεταπολεμική Ιταλία των πρώτων ετών, πριν ξεσπάσει το boom economico κι αρχίσει η κατοπινή ανάπτυξη. Η Ιταλία μπορεί στο 1952 να μη ζει την ένδεια της δεκαετίας 40 αλλά ακόμα υπάρχει δρόμος. Και κοινωνικά προβλήματα τεράστια.
Μεσα από αυτά αναπηδα ο Ουμπέρτο Ντ, συνταξιούχος, που ζει έναντι ενοικίου σε μια πανσιόν από αυτές που παρέχει ο δημος αλλά τις διαχειρίζονται ιδιώτες ως κανονικοί ιδιοκτήτες Ο Ουμπέρτο Ντ είναι ολομόναχος, έχει συντροφιά το σκυλάκι του, έχει μια άθλια σπιτονοικοκυρά, πολύ σουσού αλλά και λίγο έξω όλης και προ όλης, στην οποία εν πάση περιπτώσει θα βρεθεί οφειλέτης, ένας άνθρωπος τυπικός στις υποχρεώσεις του, τυπικός δημόσιος υπάλληλος. Κι η μαντάμ τον απειλεί ευθέως ότι θα τον πετάξει έξω. Το άλλο σημαντικό πρόσωπο της ιστορίας είναι σε αυτή την πανσιόν η καμαριέρα, ένα κορίτσι που έχει μείνει έγκυος αλλά δεν είναι σίγουρη για τον πατέρα και πως να επιστρέψει στο Νότο; Και τώρα, όλοι αυτοί θα μπουν στην κοινωνική υπόθεση του Ουμπέρτο Ντ. Ο οποίος αγωνίζεται για την επιβίωση αλλά έχει μαζί και τον σκυλάκο του. Δεν θα σας πω τα επεισόδια από τα οποία περνάνε κι αυτόςκ κι ο σκυλάκος του κι η ίδια η σχέση τους, ναι, η σχέση τους
Θα σας πω για την υποδειγματική εισαγωγή και για το πως δηλώνεται η κοινωνική αφετηρία σε ένα προσωπικό δράμα. Με διαδήλωση των συνταξιούχων ξεκινά, έχει τοποθετήσει κοινωνικά το θέμα και μέσα από εκεί θα το τοποθετήσει και τον ήρωα ώστε στη συνεχεια να μας τον βάλει στην ιστορία. Διότι ο Ουμπέρτο είναι πραγματικά τυπικός του δημοσίου, τόσο τυπικός, που στη διαδήλωση τάσσεται έως και κατά των διαδηλωτών… Και προχωρά κατόπιν στο προσωπικό δράμα του. Έχουμε καταλάβει πλήρως τις αφετηρίες και προχωράμε στα εσωτερικά και στα βαθιά τα οποία ουδέποτε αποκόπτονται από το κοινωνικό περιβάλλον τους.
Τώρα για το τι ΣΚΗΝΟΘΕΤΗΣ είναι ο ΝΤΕ ΣΙΚΑ θα πω μόνο δυο πράγματα . Πρώτον το πως μεταβάλει όλη τη Ρώμη σε ντεκόρ κανονικό της ταινίας, όχι σαν ένα απλό πλαίσιο. Παρεμβαίνει σε αυτό. Παρεμβαίνει διότι μεταφέρεται και στα εσωτερικά και βλέπουμε όχι μόνο το νοσοκομείο αλλά και τα εσωτερικά της πανσιόν και κατοπιν , όταν βγαίνουμε στους δρόμυς, όλο το έχει κάνει να μοιάζει σαν ντεκόρ σε πλατό που τήκε. Όπως θα κάνει λίηγο μετά και στον «ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΣΤΑΘΜΟ» με τους περαστικούς και τα ρούχα τους και πως θα εντάξει το κοστούμι της σταρ Τζένιφερ Τζωνς που της σχεδίασε αυτοπροσώπως ο Κριστιαν Ντιορ σαν κοστούμι επιβάτη σιδηροδρομικού σταθμού.
Και το δεύτερο που θα πω για τον σκηνοθέτη Ντε Σίκα, είναι αυτό το θαύμα με τους ηθοποιούς. Αυτος ο καταπληκτικός που παίζει τον Ουμπέρτο Ντ και γίνεται πρότυπο για ρόλους και για ερμηνείες κορυφαίων , δεν είναι ηθοποιός. Ο ΚΑΡΛΟ ΜΠΑΤΙΣΤΙ είναι ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ παρακαλώ. Της ΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ στο Πανεπιστήμιο της Φλωρεντίας. Δείτε πως τον διηύθυνε να παίζει. Όπως είχε κάνει και με τον άλλο εκπληκτικό, στον «ΚΛΕΦΤΗ ΤΩΝ ΠΟΔΗΛΑΤΩΝ», τον ΛΑΜΠΕΡΤΟ ΜΑΤΖΙΟΡΑΝΙ που ο ΝΤΕΗΒΙΝΤ ΣΕΛΖΝΙΚ στο Χόλυγουντ ο οποίος είχε διαβάσει το σενάριο κι είχε ενθουσιαστεί του είχε προτείνει «πάρε τον Κάρυ Γκραντ για να έχουμε ένα όνομα και σου χρηματοδοτώ εξ ολοκλήρου την ταινία εγώ». Κι ο Ντε Σίκα είπε ΟΧΙ, και δούλεψε με τον ερασιτέχνη του. Όταν όμως χρειάστηκε να σκηνοθετήσει ηθοποιούς τους πήγε κι εκείνους στα υψη.
Κι όταν λέμε ΒΙΤΤΟΡΙΟ ΝΤΕ ΣΙΚΑ, σχεδόν πάντοτε θα έχουμε στο νου και το όνομα ΤΣΕΖΑΡΕ ΖΑΒΑΤΙΝΙ, είναι ο σχεδόν αποκλειστικός σεναριογράφος των ταινιών του, ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΕΠΟΧΩΝ, ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΕΙΔΩΝ. Και στις κωμωδίες. Και στα αισθηματικά. Στα πάντα. Σχεδόν.
Το αναφέρω επειδή ο Ντε Σίκα φέρει τεράστια προσωπική υπογραφή και δεν έχει υπογράψει ποτέ του σενάριο. Το δίδυμο αυτό το έχω παρομοιάσει με την περίπτωση του ΚΕΝ ΛΟΟΥΤΣ ο οποίος έχει επίσης δική του υπογραφή, έντονη σφραγίδα, κοινωνικό περιεχόμενο κι έργα περιεχομένου κι όχι φόρμας στο ρεπερτόριο του και δουλεύει κι αυτός με προσωπικό, σχεδόν, σεναριογράφο, τον ΠΟΛ ΛΑΒΕΡΤΥ. Αυτός του γράφει τα σενάρια. Παρόμοια σχέση με αυτή των Ντε Σίκα-Ζαβατίνι.
Το λέω επειδή υπάρχει σύγχυση, ειδικά με τη θεωρία του auteur και με το τι σημαίνει το δόγμα του Ηλία Καζάν «αρκει ο σκηνοθέτης να έχει κάτι να πει». Το «να πει», δεν σημαίνει «να γράψει». Σημαίνει να βρει τα θέματα, να του προτείνουν θέματα, να πει τι θέλει πάνω σε αυτό το θέμα ή να του φέρει ο σεναριογράφος ένα έργο πάνω σε ένα θέμα που θα τον παρακινεί.. Και στα καθ’ημας , η «Συνοικία το όνειρο» του Αλεκου Αλεξανδράκη δεν υπογραφεται σεναριακά από τον ίδιο αλλά από τον Τάσο Λειβαδίτη και τον Κώστα Κοτζιά. Λοιπόν; Η εν λόγω του Ντε Σίκα ΠΡΟΤΑΘΗΚΕ ΓΙΑ OSCAR ΣΕΝΑΡΙΟΥ.
Ο »UMBERTO D.» όπως κι όλη η φιλμογραφία του Ντε Σίκα είναι ο ο ορισμός του συναισθήματος , το οποίο είναι πάντοτε κοινωνικοποιημένο και μέσα από εκεί πολιτικοποιείται και δραματουργικά δεν διστάζει να το φτάσει μέχρι το τέλος. Είναι εκεί που λυτρώνεται ο θεατής Κι ο Ντε Σίκα με τις ταινίες του, τον λύτρωσε πολλές φορές. Και τον έκανε να μπαίνει στην αίθουσα θεατής και να βγαίνει από εκεί μέσα ΑΝΘΡΩΠΟΣ.