Το κυριότερο είναι ότι η φαρσικού τύπου υπόθεση, που βασικά έχει να κάνει με μια παρεξήγηση κι οι «παρεξηγήσεις» έχουν στηρίξει την κωμωδία από καταβολής είδους αλλά ο τρόπος με τον οποίο γράφει ο Τσιφόρος την κωμωδία κι οι χώροι στους οποίους την τοποθετεί, έχει έτοιμο, μαζί με την αστειότητα της παρεξήγησης και το κοινωνικό αποτύπωμα, η κοινωνική αναφορά είναι εκεί και φωνάζει.
Και μας μεταφέρει στην Αθήνα του 1950. Καλοκαίρι του ’50, για την ακρίβεια γυρίστηκε η ταινία, Δεκέμβρη του 50 βγήκε στα σινεμά ώστε Χριστούγεννα και Πρωτοχρονιά να παρηγορεί τη συνοικία κι ανήκει στη σαιζόν 1950-51.
Η κωμωδία φτιάχνει το στόρυ της με ένα θείο μπακάλη της γειτονιάς που θέλει να παντρέψει τον αχαίρευτο ανιψιό του, στήνεται μέσω μικρής αγγελίας ένα προξενιό αλλά γίνεται λάθος στην αγγελία, στη διεύθυνση κι εκεί που πάνε για να βρουνε νύφη, τους περιμένει μια….. ραπτομηχανή. Προς πώληση. Κι αρχίζουν τα παράδοξα της κωμωδίας. Κι ειδικά της κωμωδίας Τσιφόρου, όταν έχει τα κέφια του, ειδικά στα πρωτοτυπα σενάρια και φτιάχνει παραλογισμούς, οι οποίοι είναι κανονικότατοι και μοναδικότατοι.
Κι έχει θίασο έτοιμο για την κωμωδία, ΝΙΚΟΣ ΣΤΑΥΡΙΔΗΣ (εισέρχεται στο cineclub), ΜΙΜΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΣ, ΣΜΑΡΟΥΛΑ ΓΙΟΥΛΗ, ΣΠΕΡΑΝΤΖΑ ΒΡΑNΑ (νεοεισερχόμενη επίσης)….
Όμως, αυτό που μένει και δίνει την αξία στην κωμωδία είναι το…ΜΠΑΚΑΛΙΚΟ. Οι λεπτομέρειες γύρω από το μπακάλικο, οι λεπτομέρειες γύρω από τη γειτονιά, η ολοζώντανη αίσθηση της Αθήνας του έτους 1950 κι όσων συνέβαιναν τότε για τους γνωρίζοντες Ιστορία.. Μιλώ για το κοινό, στο οποίο απευθύνθηκε και το οποίο έσπευσε στα σινεμά και γύρευε τι κουβάλαγε ο καθένας είτε ετσι είτε αλλιώς. Τα νησιά εξορίας ΄΄ηταν ακόμα γεμάτα κι ο Εμφύλιος είχε τελειώσει μόλις μερικούς μήνες πριν… Δεν πάω να κανω ψευτο-αναφορά σαν κάτι θεωρητικούς… Προσπαθώ να μας μεταφέρω στην εποχή που γίνεται και πάει το κοινό να το δει, και τι συμβαίνει. Κάτι που έχω γράψει πολλές φορές, ως τρόπο λειτουργίας του υποφαινόμενου ότι βλέποντας ένα έργο προσπαθώ να μεταφερθώ στην εποχή που έγινε, για να το νιώσω.
Η μαγκιά της κωμωδίας είναι ότι έχει όλα τα στοιχεία που κάνουν την κωμωδία να λειτουργήσει και το κοινό να γελάσει χωρίς να πτοεί κανέναν η κοινωνική αναφορά, του πως είναι οι συνθήκες. Στις συνθήκες όμως υπάρχουν κι οι κατεργαραίοι, υπάρχουν και καινούργια επαγγέλματα που σκάνε μύτη, υπάρχει όλο αυτό του 1950 και της δεκαετίας που θα ακολουθήσει που ο κόσμος μετά από 10ετή πολεμο, κατοχικό κι εμφύλιο ,κι αφου προηγήθηκε δικτατορία (δυο δικτατορίες) κι έχουμε φάει και τη Καταστροφή του Αιώνα ,θέλει να ζήσει!!!!!!!!!!!!!!!!!.
Στο «Ελα στο θείο» αποτυπώνονται όλα αυτά με τρόπο ανάγλυφο, διασκεδαστικό , και χωρίς κήρυγμα. Και χωρίς την αδυναμία κάποιων θεατρικών κωμωδιών του Τσιφόρου, που υποφέρουν στην Τρίτη πράξη, στη λύση.
Εδώ είναι όλα κινηματογραφικά κι ωραιότατα. Παρόλο ότι ο Τσιφόρος δεν έγινε ποτε Σακελλάριος, και τι εννοώ; Σκηνοθέτησε ταινίες σε δικά του σεναρια, ΩΡΑΙΟΤΑΤΑ ΣΕΝΑΡΙΑ, κι όχι μόνο κωμωδίες αλλά και δράματα , τρία εξ αυτώ είναι εξαιρετικά, δύο στου Φίνου, η «Τελευταία αποστολή» κι οι θριαμβευτές «Χαμένο άγγελοι» και μία σούπερ δραματική εκτός Φίνου ,το «Ο άνεμος του μίσους» (σε όλα αυτά είχε πρωταγωνίστρια την Σμαρούλα Γιούλη) αλλά σε αντίθεση με τον Σακελάριο, το σινεμά δεν το έμαθε, δεν το κατέκτησε. Κι ως σκηνοθέτης δεν κατακτήθηκε από αυτό. . Γι αυτό και κάποια στιγμή το άφησε ως σκηνοθέτης. Ωστόσο, οι ταινίες που σκηνοθέτησε είναι ωραίες.
Για το «Ελα στο θείο» θέλω να συμπληρώσω δυο πράγματα πάνω στη διανομή. Ο ΝΙΚΟΣ ΒΑΣΤΑΡΔΗΣ ως ζεν πρεμιέ που δεν συνέχισε στο είδος, η ωριμότητα του ταιριαζε περισσότερο- και φάνηκε δυο δεκαετίες αργότερα. Και , αυτος που στην ταινία θριαβευει κι είναι μια ευκαιρία να τον αναφερω ξεχωριστά , είναι ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, που παίζει τον θείο. Εκανε και το αφεντικό του Φωτοπουλου στο «Σωφεράκι», και τον έχουμε δει και σε πολλά άλλα. Μα τι απίθανη περίπτωση κωμικού καρατερίστα, να βγάζει τις καταστάσεις με το αγελαστο και το αυστηρό, με το «διαλόστελμα» ενίοτε, κάτι σαν τον Κώστα Δούκα αλλά εδώ εντελώς στο αυστηρό κι αγέλαστο.
Το ντεκόρ του μπακάλικου, οι διάλογοι όταν ψωνίζουν, όπως εκεί με τη Βρανά, η ραπτομηχανή στο σπίτι, η ΛΕΛΑ ΠΑΤΡΙΚΙΟΥ, εκεί παρουσία όπως και στο «Σωφεράκι», η αλήθεια ενός κόσμου που δημιουργούσε από έμπνευση, από ένστικτο, έξω από σχολές….
Οι επιμέρους συντελεστές είναι της προηγούμενης περιόδου, ο κόσμος που έρχεται θα φέρει καινούργιους. Εννοώ κυρίως τον ΓΙΟΖΕΦ ΧΕΠ, τον διευθυντή φωτογραφίας (δίπλα του «μαθητεύει» ο Καρυδης-Φούξ…), και τον ΦΑΙΔΩΝΑ ΜΟΛΦΕΣΗ στη σκηνογραφία… Προ Μάρκου Ζέρβα...Και τον ΓΙΩΡΓΟ ΜΑΛΛΙΔΗ στη Μουσική όπου θα μεταφερθούμε και τραγουδιστικά στο κλίματων ημερών τόσο με τον ΦΩΤΗ ΠΟΛΥΜΕΡΗ όσο και με το ΝΤΟΥΟ ΧΑΡΜΑ