Είναι μια χρονιά λοιπόν που ο Αύγουστος θα έχει δυο φεγγάρια, δύο πανσελήνους . Ένα πρώτο στοιχείο να ορίσεις την ποίηση. Όπως είχε κάνει κι ο Ντοστογιέφσκι με τις «Λευκές νύχτες», η ποίηση ξκίναγε την οριοθέτηση από εκεί.
Αναφέρω το έργο του Ντοστογιέφσκι επειδή η ταινία τίμια και ξεκάθαρα, βασίζεται σε αυτό, το δηλώνει στους τίτλους.
Ακόμα πιο τίμια και ξεκάθαρα όμως δηλώνει στην πράξη και την αυτονόμηση της από το πρωτότυπο, το οποίο περισσότερο χρησιμοποιεί ως ΄έμπνευση και πολύ λιγότερο, έως ελάχιστα, ως διασκευή.
Στην Αθήνα λοιπόν του Αυγούστου των ΔΥΟ ΦΕΓΓΑΡΙΩΝ, έχει αδειάσει η πόλη- ω! ναι, άδειαζε και τότε…Κι έχουν ξεμείνει κάποιοι μοναχικοί άνθρωποι. Κι εδώ ξεκινά η σύσταση κι η δήλωση της ποίησης, με το πως βλέπει ο σκηνοθέτης αυτούς που έχουν ξεμείνει στην Αθήνα και τους βλέπει μέσα από την ποιητική οδό. Κάποια μεμονωμένα άτομα, κάποιες μεμονωμένες φιγούρες (αντικαταστήστε το «μεμονωμένο» με το «μοναχικό») και θα δείτε ποια είναι αυτή η ποιητική προσέγγιση.
Ανθρωποι που θαρρείς κι ερχονται από έναν άλλο κόσμο, ένα δικό τους κόσμο, θα μπορούσε να είναι και κόσμος τυο τσίρκου, θα μπορούσε να είναι σίγουρα κόσμος του ονείρου ώστε να κάνει το προξενιό στις δυο κεντρικές μοναχικές υπάρξεις του έργου οι οποίες και θα πλησιαστούν.
Το πλησίασμα τους δε εχει καμία σχεση με κλισέ που γνωρίζουμε, και ξεκινά αισθητικά, με το πόσο ονειρικά εως νεραϊδένια έχει την κοπέλα και πόσο λεύτερο (?) καλλιτέχνη τον άνδρα. Πως δηλώνονται αυτά; Με τη μεγαλη συμβολή των ΚΟΣΤΟΥΜΙΩΝ. Η οποία επεκτείνεται και στους άλλους χαρακτήρες. Προηγουμένως όμως έχει δουλέψει για τα δυο κεντρικά πρόσωπα, και βασικα για την κοπέλα, που είναι και πομπός και δέκτης. Η κοπέλα είναι η ΜΥΡΤΩ ΠΑΡΑΣΧΗ, ένα πορσελάνινο πλάσμα, με πολύ «συμμετρικά» χαρακτηριστικά, πολλή αρμονία στα χρώματα της, στις γωνίες της, στην κατασκευή της και συγχρόνως ο ΚΩΣΤΑΣ ΦΕΡΡΗΣ, ως σκηνοθέτης, της δίνει credit ενδυματολόγου και σκηνογράφου.
Κι ως προς το σκηνογραφικό, ναι, συναισθάνομαι , ότι κάπου ίσως από κοινού επέλεξαν τους χωρους του κεντρου της Αθήνας όπου θα μπορούσαν να κινηθούν κάποιες αλα «La strada» φυσιογνωμίες. Στο ενδυματολογικό, όμως, ο σκηνοθέτης είναι ολοφάνερο ότι βλέπει προέκταση της αισθητικής της ηρωίδας. Είναι καταπληκτικές οι ενδυματολογικές αντιθέσεις του ζευγαριού, στην εξέλιξη τους, είναι εκπληκτικές και για όποιον θέλει να τις προσέξει, αν δεν τον έχει παρασύρει στο ακέραιο ο ποιητικός ρομαντισμός της ιστορίας, κι η ενδυματολογική αντίθεση της ηρωίδας, της πρωταγωνίστριας, και με τους άλλους χαρακτήρες, είτε σε αντίθεση είτε σε συμπλήρωμα και προεκταση, πάντως μονίμως σε ΑΡΜΟΝΙΑ.
Αυτή Η ΑΡΜΟΝΙΑ ΕΙΝΑΙ ΠΟΥ ΣΥΝΘΕΤΕΙ ΣΤΟ ΣΙΝΕΜΑ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ.
Αυτή η αρμονία της αισθητικής που περνάει και στις κουβέντες και στις παύσεις, στα πρόσωπα που μπαίνουν και δεν είναι καθόλου μα καθόλου αυθαίρετα, έχουν το ρόλο τους στο ΣΕΝΑΡΙΟ, διότι ω! ναι, είναι δείγμα ποιητικού σεναρίου, όπου λειτουργούν όλοι οι κανόνες του σεναρίου αλλά βλέπουμε πως εκφράζονται στον ποιητικό κινηματογράφο. Διότι στην Ελλάδα υπάρχει μια παρεξηγημένη θεωρία περί σεναρίου αναμασιέται ως καραμέλα ο γενικός αφορισμός «δεν υπάρχουν σενάρια» , τα οποία δεν ξερει κανείς πως τα εννοούν τη στιγμή που είτε είναι πυκνά και δραματικά και περίπλοκ, θίγονται επειδή είναι ελληνικά, κι εξίσου κοροιδεύονται ως ακαταλαβίστικα κι εκείνα που είναι ποιητικά.
Διότι, ας πούμε η νουβελ βαγκ για την οποία πολλοί μιλούν αλλά δεν ξέρω πόσοι γνωρίζουν τη σημασία που έδινε στο σενάριο (εξού και το nouveau roman αναπτύχθηκε μέσα από τις τάξεις της και τη στήριξε!) κι ότι μέσα στις ανατροπές της ήταν κι ο τρόπος αφήγησης. Τρόπος αφήγησης είναι το σεναριο. Η σκηνοθεσία είναι άλλο πράγμα. Πάει μετά, ακόμα κι όταν είναι εκείνη που γεννάει το σεναριο σε κάποιες περιπτώσεις ή σε άλλες που το υπαγορεύει…. Ο Φέρρης είναι από τους ελάχιστους εν Ελλάδι που κατέχουν τη νουβελ βαγκ, οι άλλοι δυο είναι ο Παναγιωτοπουλος κι ο Ζερβός, ο Φέρρης την κατέχει όπως κατέχει και τα άλλα, όπως κατέχει εξίσου καλά και τα χολυγουντιανα. Αυτό σημαίνει ότι κατεχει το σεναριακό και τα είδη, δηλαδή το σινεμά εν γένει.
Στο «Δυο φεγγάρια τον Αύγουστο» έρχονται όλα αυτά και συντίθενται. Είναι υπό συγκεκριμμένη μπαγκέτα. Η επιλογή του ΣΠΥΡΟΥ ΣΑΚΑ για τον πρωταγωνιστικό ανδρικό ρόλο, ο οποίος είναι λυρικός καλλιτέχνης αλλά φυσιογνωμικά μπορεί κι εναρμονίζεται με την Μυρτώ Παράσχη για να συνυπάρξουν ως ιδιαίτερες μοναχικές περιπτώσεις που συναντήθηκαν. Αλλά πως; Μόνο σε συνθήκες διπλής πανσελήνου. Ο μεταξύ τους τρόπος δηλώνει στο θεατή συντονισμό μεταξύ τους, στην ποιητική γραμμή. Η ΗΡΩ ΚΥΡΙΑΚΑΚΗ…Εντάξει αυτή έρχεται από ποιητικές, αλεξανδρινές μνήμες αλλά δεν είναι αυθαιρετη είναι ουσιαστική, είναι ΡΟΛΟΣ. Ο ΑΛΚΗΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΔΗΣ ως αντικείμενο πόθου που έμεινε στο χωρο της φαντασίας ως επιθυμία παντοτινή. Τα λευκά πολύ τον προσδιορίζουν..Κι η σύνθεση του φινάλε..Αλλα κι αυτή η μοναχική αναζήτηση από μεριάς του άντρα, και με τον ΝΙΚΟ ΚYΠΟΥΡΓΟ να βαζει τις βάσεις για να επεκταθεί το score στα κλασικά μονοπάτια, να γίνουν το original score και τα κλασικα μοτίβα το ένα η προέκταση του άλλου. Θυμαμαι όταν την είχα δει πρώτη φορά, ΠΟΛΥ ΠΙΤΣΙΡΙΚΑΣ, στο Φεστιβαλ Θεσσαλονίκης, μέσα στην προβολή κάποια φωνή που ανέκραξε «επιτέλους , το adagio του Αλμπινιόνι παίρνει τη θέση του ερωτικού κομματιού που του ανήκει». Ναι, διότι συνήθως το χρησιμοποιήσουν για θρησκευτικές εικόνες, για μοναστήρια κλπ, επειδή μιμούντο παρα επηρεάζονταν από το «Ευαγγέλιο κατά Ματθαίον» του Παζολίνι που ο Λουις Ενρίκε Μπάκαλοφ, ο συνθέτης του, το είχε χρησιμοποιήσει σε περίοπτα σημεία , κι οι ευκολάκηδες το «αντέγραψαν» ως θρησκευτικό.
Στα περί ποιητικού κινηματογράφου και ποιητών θα ηθελα να ενταξω και το ΜΟΝΤΑΖ της ΔΕΣΠΩΣ (Δέσπω-Δανάη) ΜΑΡΟΥΛΑΚΟΥ , για το τι σημαίνει μοντάζ ποιητικής ταινίας μι κι εδώ επίσης όπως περί σεναρίου πολλοί νομίζουν ότι το μονταζ είναι μόνο σύντομες σκηνές που εναλλάσσονται ή δράση.
Γι αυτό και από τον τίτλο πρόβαλα τα περι «ποιητικού κινημαατογραφου» και «ποιητών» επειδή ακριβως όλα τα στοιχεία συμβάλλουν με τον τρόπο τους κι η ταινία παραδίδει μαθήματα εφ’ ολης της ύλης πάνω στη συγκεκριμένη έννοια, στο ποιητικό σινεμά δηλαδή.
Κι η φωτογραφία του ΣΤΑΥΡΟΥ ΧΑΣΑΠΗ συμβάλει στο περί ποιητικού, με την κινηση της κάμερας, με το πως παρακολουθεί τους έρημους δρόμους, με το πως διαχειρίζεται φωτιστικά, την έρημη, αυγουστιάτικη Αθήνα. Της βγάζει μια γκριζάδα. Δεν είναι εκείνο το ηλιόλουστο που νομίζεις ότι θα σκάσεις από τη ζέστη. Τη ζέστη του Αυγούστου περισσότερο την υποδεικνύουν ενίοτε οι ηθοποιοί και δη οι κυρίες, με τις κινήσεις τους, με την αίσθηση της βεντάλιας.