Σαφώς κι έχουν γίνει αλλαγές από το πρωτότυπο και πολύ σωστά , στο βαθμό που θέλησε να του δώσει αυτή την κατεύθυνση: Να το μεταφέρει από την Αγγλία, από την αγγλική εξοχή, στη Βενετία του 1947. Οπου, σύμφωνα με το σενάριο του ΜΑΙΚΛ ΓΚΡΗΝ ¨(ικανότατου διασκευαστή, υποψήφιου για Οσκαρ σεναρίου εκ ΔΙΑΣΚΕΥΗΣ στο «Λόγκαν» το 2018)κι όχι βάσει του βιβλίου της Αγκαθα, ο Πουαρω έχει αποσυρθεί στη Βενετία και έχει την ελευθερία να χάνει τον καιρό του. Μέχρι που τον επισκέπτεται η κατά κάποιο τρόπο μαθήτρια του, η συγγραφέας Αριαδνη Ολιβερ, η οποία εμπνέεται τα αστυνομικά μυθιστορήματα της από τις υποθέσεις που λύνει ο Πουαρό (εδώ την παίζει η ΤΙΝΑ ΦΑΙΗ, συγκρατημένη, χωρίς ιδιαίτερη λάμψη, στη σειρα με τον ΝΤΕΗΒΙΝΤ ΣΑΤΣΕΤ την παίζει εκπληκτικά η ΤΖΟ ΓΟΥΑΝΑΜΕΪΚΕΡ) και τον προσκαλεί σε μια «σεάνς». Σε μια «επίκληση» πνευμάτων, σε ένα βενετσιάνικο palazzo , που είναι στοιχειωμένο από φωνές παιδιών διότι εκεί μέσα εχει συμβεί παιδική δολοφονία…
Φυσικά ο ορθολογιστής Πουαρό αυτά δεν τα πιστεύει, βεβαίως κι η συγγραφέας κι ο διασκευαστής θα φέρουν περιστατικά που προς στιγμή να κλονίσουν, κυρίως ο σεναριογράφος, λιγότερο η Αγκαθα και η αλήθεια είναι ότι θα μπουμε περισσότερο στη μεταφυσική διαδικασία παρά στην καθαρόαιμη αγκαθοκριστέικη λύση του μυστηρίου, η οποία ωστοσο θα ερθει. Διότι το βιβλίο μπορεί να το πείραξαν και σε ένα βαθμό έχει καλώς επειδή θέλουν να κάνουν το δικό τους έργο, όμως το πνεύμα του δεν το αλλοίωσαν κι αυτό είναι υπερ τους. Βασικά υπέρ της ταινίας τους
Ούτε την ατμόσφαιρα θα έλεγα ότι αλλοίωσαν διότι και στο βιβλίο οι περιγραφές είναι σκοτεινές κι όπως τα περιγράφει υπάρχουν σελίδες που ως ατμόσφαιρα κάπου σε τρομάζουν.
Εδώ με τη Βενετία το έκαναν πιο έντονο διότι η ίδια η πόλη το προϋποθέτει, όταν μπεις σε τέτοια παλιά κτίσματα που κατοικούνται ακόμα, ΤΑ ΠΑΝΤΑ ΤΡΙΖΟΥΝ, είναι μέρος της ατμόσφαιρας, είναι κι ο αρουραίοι από τα κανάλια, είναι κι όλος αυτός ο εσωτερικός διάκοσμος με ομορφιά μαυσωλείου, με κάτι το «πεθαμενί» κι άφθαστο στην καλαισθησία του, με απλά λογια ο Μπράνα ως σκηνοθέτης απεικονίζει αυτή τη θανατίλα της Βενετίας, διότι υπάρχει κι αυτή η πλευρά της σε όποιον θέλει να τη δει έτσι- ο υποφαινόμενος πάλι της τρέφει απεριόριστη λατρεία, είναι η δεύτερη αγαπημένη του πόλη της Ιταλίας μετα τη Ρώμη , καταλαβαίνω όμως κάτι που οι άλλοι βλέπουν και ως το βλέπουν.
Ο Μπράνα θέλησε να εκμεταλλευτεί αυτό το στοιχείο, εκείνα τα δρομάκια που πάντα σε φοβίζουν και σε υποβάλλουν, παραδόξως ελάχιστα αξιοποιεί την ευκαιρία του «χαλογουιν» και μου κάνει εντύπωση διότι είναι μέρος αυτής της υποβολής, ο ΧΑΡΗΣ ΖΑΜΠΑΡΛΟΥΚΟΣ με τη φωτογραφία του την έχει παρασκοτεινιάσει, κάπου τα κοστούμια δεν διακρίνονται μέσα σε αυτή η τη σκοτεινιά πλην των πεπειραμένων ματιών που θα καταλάβουν τι δουλειά έχει κανει ο ενδυματολόγος. Αντίθετα, τα σκηνικά, η σκηνογραφική΄ διεύθυνση, που υποβάλλουν το χρωμα και την αισθηση στη φωτογραφία, εφιστούν την προσοχή στην παρακολούθηση,, βγαίνουν από πάνω.
Η ΕΝΤΥΠΩΣΗ (τονίζω τη λέξη «εντύπωση» επειδή είναι μια αίσθηση που γίνεται κυρίαρχη όμως δεν αποδεικνύεται αλλά και δεν εκθέτει τον χρήστη της μια και το δικαίωμα στην «εντύπωση» είναι δεδομένο για τον κάθε άνθρωπο- αρκεί να δηλώνεται ως «εντύπωση») είναι ότι ο Μπράνα ως σκηνοθέτης κάπου είχε κατά νου στα σκηνοθετικά του παιχνίδια και στη διασκευή, το «μετά τα μεσανυχτα» του Νίκολας Ροέγκ, που είναι θριλερ μεταφυσικό, με ψυχές παιδιών και διαδραματίζεται στη Βενετία που την κάνει απολυτα φοβιστική στην υποβολή της… Συμβάλλει σε αυτό κι η μουσική της φοβερής Ισλανδής που ε΄χιε πάρει το ΟΣΚΑΡ ΜΟΥΣΙΚΗΣ στον «JOKER», της ΧΙΛΝΤΟΥΡ ΓΚΟΥΑΝΑΝΤΟΤΙΡ. Εδώ βέβαια πανω στο μεταφυσικό στοιχείο και σε συνδυασμό με τη σκοτεινιά το Ζαμπαρλούκου είναι που ο θεατής μπορεί να νιώσει προς στιγμήν λίγο ξαφνιασμένος ,σαστισμένος, μια και δεν εχει συνηθίσει την Αγκαθα σε μεταφυσικές καταστάσεις. Το ήθελε ο Μπράνα να μας βάλει σε τέτοιο κλίμα, είναι φανερό. Και μέσα από την ίδια ατμόσφαιρα να μας επαναφέρει στην τάξη.
Ο ίδιος ως ηθοποιός, σιγα σιγα τον επιβάλει τον δικό του Πουαρω, εξοικειώνει το κοινό με την εικόνα του και με τον τρόπο του και διαπιστώνω κάτι που στο ξεκινημα του εγχειρήματος με το ¨Εγκλημα στο Οριαν Εξπρες» δεν το είχα αντιληφθεί για τόσο έντονο. Ποιο; Ότι το κοινό με την επανάληψη της φυσιογνωμίας Αλμπερτ Φίνευ ως πρότυπο του Πουαρω και με τη μεγάλη διάρκεια του Ντεηβιντ Σατσετ σε αυτο το πρότυπο, δέχεται ένα φρέσκο κίνητρο, το οποίο μάλλον δικαιολογεί τη συνεχιζόμενη δράση του Μπράνα ως Πουαρώ. Τον δικό του Πουαρώ
Διότι κι ο Πουαρω που ξέρουμε, επινόηση του Αλμπερτ Φίννευ είναι , εξού κι είχε προταθεί για Οσκαρ, επειδή ακριβως επινόησε κάτι το οποίο ηταν πολύ ξεχωριστο για τη δουλειά του ηθοποιού. Και το υιοθέτησαν ως να ήταν ρόλος Πουαρώ κι οι επόμενοι, ο Πήτερ Ουστίνωφ που το πρότυπο Φίννεϊ προσάρμοσε στην δική του μεγαλη προσωπικότητα και τον έπαιξε τον Βέλγο ντετέκτιβ πλήθος φορές, και στη συνέχεια ο Ντέηβιντ Σατσετ ο οποίος έχει κάνει την τελειότερη υιοθέτηση και το έχει ταυτίσει. Οπότε , ο Μπράνα σαφως μόνο με δική του πρόταση θα είχε λόγο να αναλάβει το ρόλο.
Από τη διανομή, ξεχωρίζει η ΜΙΣΕΛ ΓΕΟ, στο ρόλο της ύποπτης απατεώνισσας μέντιουμ, ο ΡΙΚΑΡΝΤΟ ΣΚΑΜΑΡΤΣΟ που παίζει με τις υποψίες, ο ΤΖΕΗΜΙ ΝΤΟΡΝΑΝ που τον είχε και στο «Belfast» κι έχει αφήσει πίσω τις «αποχρώσεις του γκρι»…δεν είναι όμως ρόλοι για να υπογραμμίσουν τις εμφανίσεις ή μάλλον δεν σκηνοθετεί ο Μπράνα προς αυτή την κατεύθυνση, το κάνει να φαίνεται περισσότερο Κένεθ Μπράνα παρά all star cast.
Κοντολογίς: Το έργο έχει τον τρόπο να γίνεται ευχάριστο ακόμα κι όταν δεν ικανοποιεί στο ακέραιο.. Διότι η υποδομή είναι μεγατόνων, είναι η Αγκαθα, που ξέρει να χειρίζεται αίνιγμα, ψυχολογίες, υποθέσεις, πλοκές, αλλά και κάτι ακόμα: Το «συναρπαστικό» να είναι σε υψηλότερη θέση από το «πιστευτό». Εκεί είναι η ΜΑΓΕΙΑ!!