Συνεπώς, η απόφαση, που μοιάζει με «κατάληξη», να κάνει ταινία γαλλική, με τόσο εκφρασμένο θαυμασμό από μεριάς του, ακούγεται λίγο.. φιλύποπτα. Ερχεται, όμως, και δίνει μιαν απάντηση σε ‘όλα τα παραπάνω και στους διάφορους κι αμέτρητους μιμητές που υπάρχουν. Ότι αυτός που πραγματικά θαυμάζει ούτε αντιγράφει ούτε κλέβει ούτε παρουσιάζει το αλλότριο σαν δικό του!. Αυτός που θαυμάζει , κατεβαίνει με δικά του όπλα και υλικά για να αγωνιστεί στο στίβο των θαυμασμών του.
Κι ο Γούντυ Αλλεν με το «COUP DE CHANCE» ΔΕΝ κάνει ταινία γαλλική αλλά ταινία ΣΤΑ ΓΑΛΛΙΚΑ. Το φιλμ είναι Γούντυ Αλλεν 100 ο/ο, κι αν κάποιος κακοπροαίρετος ψάχνει του βρει ψήγματα του Ρομερ, ας πούμε, επειδή μοιάζει πιο κοντινός του, το ίδιο το φιλμ διαψεύδει. Η ταινία είναι ο γουνταλενικός κόσμος , οι γουντιαλενικοί χαρακτήρες, τα γουντιαλενικά ευφυολογήματα κι ένα φιλμ που δεν θέλει να αποδείξει τίποτα. Είναι ένα φιλμ για να το παρακολουθήσει ευχάριστα ο θεατής.
Κι αν ψάχνει να του βρει ομοιότητες κι επιρροές , ας μην τις αναζητήσει στη γαλλική φιλμογραφία αλλά στη γουντιαλενική, κυρίως στο «Απιστίες κι αμαρτίες» με το οποίο ομοιάζει η αστυνομική ίντριγκα της ιστορίας, με το κομμάτι του Μάρτιν Λαντάου.. Κι όχι με το «Match point» επειδή το γνωρίζουν περισσότεροι από εκείνους που αγνοουν τις «Απιστίες κι αμαρτίες»
Η ταινία κυλά σαν νεράκι, κι όλο έχει να κάνει με αυτό το κράμα σκηνοθεσίας και σεναρίου που είναι ο Γουντυ Αλεν. Το σενάριο είναι ο ρυθμός, οι διάλογοι κι οι ρόλοι κι η σκηνοθεσία είναι αυτό το μαγικό χέρι που όποιους ηθοποιούς διαλέγει τους μεταβάλει σε ερμηνευτές κλάσεως , τουλάχιστον ως προς τη δική του συγκεκριμένη ταινία. Είναι δείγμα της ευφυίας του ότι στην ταινία που γυρισε στη Γαλλία και στα γαλλικά με γαλλική υπόθεση και Γάλλους ηθοποιούς, δεν πήρε πρωτοκλασάτες φίρμες αλλά πρόσωπα φρεσκάδας.
Και πως τους έβαλε σε κλίμα, πως μάλλον ,για να είμαστε ακριβέστεροι, τους έβαλε να φτιάξουν κλίμα οι ίδιοι μεταξύ τους, ο ένας να παίρνει από τον άλλο και να το επιστρέφει κι αυτό το παιχνίδι να καταλήγει να φτιάχνει τη μεταξύ τους ατμόσφαιρα, να την έχουν φτιάξει οι ερμηνείες. Ο σκηνοθέτης οφείλει απλώς να είναι εκεί. Βεβαίως κι ο έξυπνος σκηνοθέτης θα αφήσει τους ηθοποιούς να κάνουν το δικό τους, δεν θα παρέμβει στο να τους περιορίσει τα εκφραστικά μέσα, θα είναι εκεί όμως να παρακολουθεί το κλίμα που φτιάχνουν μεταξύ τους κι αυτό το κλίμα είναι η σκηνοθεσία του. Κάτι μοναδικό, που δεν μπορεί να το κάνει ο καθένας εξου κι ο Γούντυ Αλεν είναι ΣΚΗΝΟΘΕΤΗΣ – ΣΕΝΑΡΙΟΓΡΑΦΟΣ σε ΚΡΑΜΑ.
Η υπόθεση είναι απολαυστική μια και μας ελκύει κι η φρεσκάδα των προσώπων (να το πάλι το «σενάριο-σκηνοθεσία σε ένα») κι έχουμε με το ξεκίνημα, στο παρισινό πάρκο, τη συνάντηση ενός νόστιμου ενός νεαρού με μια εξίσου νόστιμη κοπέλα, οποίοι σπούδαζαν κάποτε μαζί και σε ένα ρεκόρ, που πρέπει να διδάσκεται ο ρυθμός του στις Σχολές, μας έχουν δώσει σε αυτή τη σκηνή με τις ατάκες και τον τρόπο εκφοράς όλη την προϊστορία της σχέσης που ήταν μη-σχέση αλλά καψούρα από μεριάς νεαρού, ανεκδήλωτη. Και περνά σταδιακά και στην κοπέλα η οποία είναι παντρεμένη κι ο σύζυγος είναι ζάπλουτος αλλά και κάπως σκοτεινός και το όνομα του το συνοδεύουν ύποπτες φήμες και…συγχωρέσατε με, δεν θελω να σας πω άλλα, διότι πραγματικά απολάμβανα όλο αυτό που συνέβαινε και με τον τρόπο που εξελισσόταν και θεωρώ ότι όλο αυτό είναι μέρος του κέρδους. Το μόνο που θα σας πω είναι ότι η ιστορία στην εξέλιξη της παίρνει αστυνομική τροπή, ο αθεόφοβος και πανάξιος Γουντυ δεν χάνει ούτε δευτερόλεπτο το κλίμα της ιλαρότητας με τη διακριτικότητα με ην οποία έχουν περιβάλει οι ηθοποιοί το παίξιμο τους και στην ιστορία εμφανίζεται και ντετέκτιβ επίσημος αλλά και ντετέκτιβ ανεπίσημος, το πρόσωπο που δεν έχει πειστεί, αν και στην αρχή έδειχναν καλή σχέση…δεν λέω ούτε ποιο είναι ούτε τίποτε.
Καλή απόλαυση εύχομαι
Θέλω να σταθώ στους ηθοποιούς, στο ζευγάρι ΛΟΥ ΝΤΕ ΛΑΑΖ και ΝΙΛ ΣΝΑΪΝΤΕΡ, στον «σύζυγο» ΜΕΛΒΙΛ ΠΟΥΠΟ για την θαυμάσια «γουντιαλενική» αυτοσυγκράτηση πάνω στο ρόλο και την υπέροχη ΒΑΛΕΡΙ ΛΕΜΕΡΣΙΕ που παίζει τη μαμά της κοπέλας κι είναι από εκείνους τους ρόλους που γουστάρει πολύ να γράφει ο Γούντυ Αλεν και να διαλέγει τις ηθοποιούς εκείνες που θα έχουν βάλει είτε την πινελιά είτε τη σφραγίδα, ανάλογα με το ποιο είναι το ζητούμενο
Θα κλείσω με το ΒΙΤΤΟΡΙΟ ΣΤΟΡΑΡΟ, τον κορυφαίο διευθυντή φωτογραφίας ο οποίος κάνει τους φαινομενικά πιο «μινιμαλ» φωτισμούς που θα περίμενε κανείς για Παρίσι, με μόνη τη διαφορά ότι ο Γουντυ Αλεν τον είχε πείσει για το ύφος της ταινίας το πως θα το ήθελε κι ο Στοράρο προχώρησε στο δικό του άθλο, με ένα Παρίσι που μπορεί να υποδεχθεί και τη μελαγχολία αλλά και το σαρκασμό, ναι, διότι πέτυχε μια παριζιάνικη ουδετερότητα.