Εχω δει παραστάσεις των «Μπολσόι», των πιό φημισμένων μπαλέτων του κόσμου, στην Αθήνα, στο Λονδίνο, στη Νέα Υόρκη. Είναι άλλο πράγμα να δεις το μπαλέτο σαν μπαλέτο, έστω και το πιο ονομαστό, σε μια οποιαδήποτε μεγάλη σκηνή του κόσμου, είτε λέγεται Ηρώδειο είτε Κόβεντ Γκάρντεν είτε…, κι είναι άλλο πράγμα εντελώς να το δεις στο «φυσικό» του χώρο, στο ΣΠΙΤΙ του. Εκεί καταλαβαίνεις πιο πολλά, και για το ίδιο το μπαλέτο, και για την ιστορική του θέση στο ρωσικό πολιτισμό και για το σύνδεσμο του με τη ρώσικη ψυχή και κουλτούρα.
Ηταν από τα πράγματα που είχα σχεδιασμένα στο μυαλό μου εξαρχής, όταν προγραμμάτιζα αυτό το ταξίδι στη Μόσχα. Δεν υπήρχε περίπτωση να πώ ως εκεί και να μη δω μια παράσταση μπαλέτου στο ιστορικό θέατρο, στην κεντρική του σκηνή διότι στο μεταξύ, με τα χρόνια έχουν δημιουργηθεί κι άλλες μικρότερες εκεί μέσα που πειραματίζονται σε νέες μεθόδους…
Ηταν άλλωστε μια διαρκής κριτική απέναντι στο μνημειώδες θέατρο-συγκρότημα, που εξαπολυόταν στα χρόνια του κομμουνισμού και της σοβιετικής κυριαρχίας από τους Δυτικούς που επισκέπτονταν τη Μόσχα και πήγαιναν στο μπαλέτο κι ενώ θαύμαζαν – δεν γινόταν κι αλλιώς!- την τελειότητα, την αρμονία, το καλό κούρδισμα , από την άλλη κατηγορούσαν τα μπαλέτα πως έχουν προσκολληθεί στο παρελθόν, σε εκείνο που κληρονόμησαν από την παλιά Ρωσία, και το οποίο δεν ανανέωσαν.
Η δημιουργία μικρότερων σκηνών ήταν από αυτά που άλλαξαν προφανώς μέσα στα χρόνια που έχουν μεσολαβήσει και το διαπίστωσα κι ως ένα βαθμό και στην παράσταση που είδα. Οπωσδήποτε, όμως, εγώ ήθελα να βρεθώ στην ηγεμονική, κεντρική σκηνή του θεάτρου που ιδρύθηκε το 1776 και που από τότε δεσπόζει στην καρδιά της Μόσχας και στην Τέχνη της Τερψιχόρης.
Ωστόσο , στην Αθήνα, που κατέστρωνα τα σχέδια μου για το «Μπολσόι» είχα αποθαρρυνθεί. Για τον απλούστατο λόγο , ότι έμπαινα στο Internet σε ό, τι υπήρχε σε σχετικό ή σχετιζόμενο site και το ΜΟΝΟ που έβλεπα ήταν φαρδύ-πλατύ το «SOLD OUT». Για μακρά περίοδο πολλών μηνών. Είχα φυλάξει κι ένα ποσόν, για «λάδωμα», σε περίπτωση που θα χρειαζόταν προκειμένου να δω οπωσδήποτε παράσταση μπαλέτου στην κεντρική σκηνή.
Όταν έφτασα στο ξενοδοχείο, το πρώτο πράγμα που ζήτησα από τον concierge ήταν να μας βρει εισιτήρια για την παράσταση της Κεντρικής Σκηνής. Παρουσίαζαν τις μέρες εκείνες το «MARCO SPADA» του Ντανιέλ Ομπέρ, που το συνέθεσε το 1857, στη χορογραφία του Πιέρ Λακότ, που την είχε υπηρετήσει ο ΡΟΥΝΤΟΛΦ ΝΟΥΡΕΓΙΕΦ όταν χόρεψε το ρόλο με τα μπαλέτα της Οπερας της Ρώμης το 1981 , κι η οποία μεταφέρθηκε , με τον αείμνηστο Ρουντόλφ στο Παρίσι το 1984 κι εγκαταστάθηκε εκεί, στο Μπαλέτο της Οπερας του Παρισιού, στο ρεπερτόριο του ΜΕΓΑΛΟΥ.
Ο concierge μας βρήκε εισιτήρια σχεδόν αμέσως. Τσουχτερά στην τιμή. Σε πολύ καλές θέσεις, στο δεύτερο θεωρείο. Υπό μία, όμως, προυπόθεση. Ενώ σε ο, τιδήποτε άλλο γινόταν από το ξενοδοχείο (πχ εισιτήρια τραίνων, οδηγός αυτοκινήτου κλπ) μπορούσες να ζητήσεις το απαραίτητο «please put the charge on the room» και να πληρωθεί στο σύνολο του λογαριασμού με την πιστωτική κάρτα που είχε κατατεθεί ως εγγύηση, για το «Μπολσόι» ίσχυε άλλο δόγμα: Τα χρήματα καταβάλλονται αμέσως και μόνο σε ΡΟΥΒΛΙΑ. Ο «πράκτορας» των εισιτηρίων θέλει τα χρήματα μόνο με αυτό τον τρόπο, δεν δέχεται ούτε πιστωτική , ούτε χρεωστική, ούτε ξένο νόμισμα και τα θέλει ΕΔΩ ΚΑΙ ΤΩΡΑ. «Κλείστα» είπα του concierge κι αμολήθηκα, με τη βοήθεια ενός υπαλλήλου του ξενοδοχείου να πάω να αλλάξω και με πήγε στο ανταλλακτήριο, που δεν φαινόταν πίσω από τη μεγάλη πόρτα, όπως σας περιέγραψα στην δεύτερη ανταπόκριση, για να πετύχω καλή τιμή.
Μαυραγοριτισμός;
Όταν πήγαμε στην Κόκκινη Πλατεία, με το που φτάσαμε, πριν συνέλθουμε από το πρώτο δέος, μας είχε πλησιάσει ο πρώτος μαυραγορίτης, για να μας πεί αν θέλαμε εισιτήριο για το «Μπολσόι». Το οποίο βρίσκεται ακριβώς απέναντι από την εν λόγω Πλατεία. Σε μιά άλλη Πλατεία που λέγεται Πλατεία Θεάτρου ΄’η Θεατρική Πλατεία - «Τεατράλναγια Πλόσιατ».
Και τότε, σε συνδυασμό με το Internet από την Αθήνα, που είχε όλες τις παραστάσεις «Μπολσόι» στη Μόσχα soldout, τους μαυραγορίτες της Κόκκινης Πλατείας που με το που έφτανες έρχονταν καταπάνω σου και με τον «πράκτορα» που συνεργαζόταν με το ξενοδοχείο κι εύρισκε εισιτήρια ΑΜΕΣΩΣ αλλά τα ήθελε σε ζεστό ρώσικο χρήμα αποκλειστικά, μπήκαμε κι άλλο στο νόημα περί του πως δουλεύει ένα σύστημα στη σημερινή Ρωσία, το οποίο δεν διαφέρει κι από το πώς συνέβαινε στο προηγούμενο καθεστώς, όπως διατείνονταν εκείνοι που πήγαιναν αλλά τα οριστικά (;) συμπεράσματα θα γραφτούν σε ένα από τα επόμενα άρθρα διότι ακόμα βρίσκομαι στη συγκομιδή εμπειριών.
Τις υποψίες μας επιβεβαίωσαν Μοσχοβίτες τις επόμενες μέρες πως τα εισιτήρια που φαίνονται στο Internet ως sold-out, προαγοράζονται από «τέτοιους» οι οποίοι με τη σειρά τους εξυπηρετούν ανα πάσα στιγμή την καλή πελατεία τους, όπως είναι τα ξενοδοχεία, εξού και θέλουν το χρήμα άμεσα καταβαλλόμενο και ντυμένο ρούβλι.
Βρήκαμε εισιτήρια για matinee παράσταση Κυριακής. Εκεί οι matinee, ξεκινούν στις 2 το μεσημέρι. Περίπου όπως και στο Λονδίνο και στη Νέα Υόρκη. Στην Ιταλία είναι πιο απογευματινές, αρχίζουν στις 5.
Ρωτήσαμε για dress code, μας απάντησαν συγκαταβατικά, επειδή είχαμε διαπιστώσει πως αυτό είναι ένα μπερδεμένο θέμα στη Μόσχα, αλλού ισχύει αλλού όχι, ενπάση περιπτώσει θέλαμε κι οι ίδιοι να τιμήσουμε το χώρο και την Ιστορία του και, αν και δεν μπορώ να με σφίγγουν οι λαιμοί, έβαλα ακόμα και προπέλα..για το «Μπολσόι ρε γαμώτο»
Φτάνοντας εκεί, καλώς ήλθες δέος. Δεν το πάθαινα πρώτη φορά, ειδικά σε αυτό το ταξίδι. Δεν μιλάμε για υποβολή, όταν ο χώρος προσέγγισης έχει μείνει σχεδόν απείραχτος, όπως το 1776, μόνο που αντί για άμαξες κυκλοφορούν αυτοκίνητα, τα οποία παρκάρουν στο πλάι για να αποβιβάσουν τους θεατριζόμενους κι αφήνουν την πλατεία μπροστά από το ιστορικό κτίριο να υπογραμμίσει τη μεγαλοπρέπεια, το παρελθόν, τη σύνδεση με την Ιστορία.
Πρώτη έκπληξη, το ότι σαν κι εμάς είναι ντυμένοι κι άλλοι αλλά όχι όλοι. Όταν θα μπούμε και στο θέατρο, εκεί θα διαπιστώσω τα ντυσίματα όλων των ειδών, σπορτίφ, κάζουαλ, επίσημα, ό, τι θέλετε. Θα διαπιστώσω και το δια-ταξικό αλλά και δι-ηλικιακό του κοινού, που θα γίνει απόλυτα κατανοητό, στις επόμενες θεατρικές εξορμήσεις, στις θεατρογειτονιές από τις οποίες είναι γεμάτη η Μόσχα. Κι όταν λέμε θεατρογειτονιές μιλάμε για περιοχές ολόκληρες, πολλές , όπου τα θέατρα βροντοφωνάζουν την παρουσία τους, θέατρα μεγάλα, τεράστια, επιβλητικά και ογκώδη, που προβάλλουν τους πρωταγωνιστές και τις [πρωταγωνίστριες, διαλαλούν το ρεπερτόριο του μήνα και το κοινό που συνωστίζεται είναι όλων των ηλικιών, όλων των τύπων, όλων των τάξεων. Τόσο θέατρο μαζεμένο, συγκεντρωμένο, επιβλητικό και προβεβλημένο δεν είχα δει στην ως τώρα ζωή μου κι ας έχω επισκεφτεί θέατρα και πολιτισμούς όπου υποτίθεται πως το θέατρο είναι προίκα των λαών τους. Αυτό της Μόσχας δεν υπάρχει, αυτή η σχέση με το θέατρο δεν υπάρχει κι επαναλαμβάνω ότι μιλώ για θέατρα επιβλητικά και ογκώδη κι όχι για καμαράκια των 50 θέσεων. Εκεί για να γίνεις ηθοποιός ή σκηνοθέτης ή δεν ξέρω τι άλλο, πρέπει να δώσεις την ψυχή σου. Το σινεμά, αντίθετα, δεν το είδα να προβάλλεται καθόλου στη Μόσχα.
Παρασύρθηκα, όμως, επειδή ακριβώς το «Μπολσόι» είναι σε μια από τις τόσες μεγάλες θεατρογειτονιές του κέντρου της Μόσχας. Κι οι συνειρμοί δεν με αφήνουν ήσυχο κι εκείνους τους συνειρμούς είναι που σας μεταφέρω.
Μπαίνοντας στο κτίριο, πρώτα μας ζητούν να κατευθυνθούμε υποχρεωτικά στις γκαρανταρόμπες. Αυτό μου έκανε εντύπωση από το πρώτο βράδυ στο Μόσχα , πού, όπου κι αν πηγαίναμε, μας ζητούσαν να περάσουμε υποχρεωτικά πρώτα από την γκαρανταρόμπα. Στο «Μπολσόι» κατάλαβα και το γιατί. Είναι τέτοιο το κρύο εκεί, όπου σε εκείνους τους περιβόητους -20 βαθμούς για τους οποίους μας μιλούσαν και μας ξαναμιλούσαν ως μια κανονική αλλά και παρατεταμένη θερμοκρασία του ρώσικου χειμώνα, που, όπου κι αν πας, αυτά που φοράς, που θα τα κουβαλήσεις μαζί σου; Ετσι, η γκαρνταρόμπα είναι κι αυτή μέρος της ρωσικής κουλτούρας στα πάντα. Στα δε εστιατόρια και καφέ σου φέρνουν, όταν καθίσεις , και μία προσωπική κρεμάστρα για το σακάκι ή τη ζακέτα, επειδή οι χώροι υπερθερμαίνονται.
Τελειώνουμε και με την γκαρνταρόμπα, παίρνουμε και τα κιάλια μας- παρακαλώ- κι αρχίζουμε την περιήγηση στους χώρους υποδοχής όπου τι καθρέφτες, τι πολυέλαιοι, τι σκεύη και καθιστικά των αιώνων εκείνων (πόσα χρήματα δίνουν για τη συντήρηση; Αναρωτήθηκα πολλές φορές), σε άλλο όροφο τα πορτραίτα των μεγάλων που δόξασαν το θέατρο και δοξάστηκαν σε αυτό,, αλλού οι μακέτες… κοντολογίς, ένα ακόμα Μουσείο στα τόσα που διαθέτει η Μόσχα και που είναι ενσωματωμένα στη ζωή των ανθρώπων.
Μέσα στο θέατρο πιά: Παραδίνεσαι άνευ όρων! Η πλατεία με τα κόκκινα βελούδα και τα καθίσματα περίπου στο πως ήταν και τότε, στα χρόνια της Μεγάλης Αικατερίνης που το διατήρησαν και τα έξη θεωρεία, χρυσοποίκιλτα και πνιγμένα στο βελούδο, άσε οι πολυέλαιοι κι ο μεγάλος κεντρικός που εποπτεύει από τα ουράνια του τη σάλα ολόκληρη, στο δε θεωρείο κι ένα δεύτερο, μικρό καμαράκι με ένα ανάκλιντρο, αν θελήσεις για λίγο να αποτραβηχτείς!.....
Η ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ «MARCO SPADA»
Ο Νουρέγιεφ προβάλλεται στο πρόγραμμα φαρδύς –πλατύς. Φιλοξενείται μάλιστα και συνέντευξη για το ότι το συγκεκριμένο έργο ήταν από τα αγαπημένα του. Ο δε χορογράφος Πιέρ Λακότ που έχει επιμεληθεί και τα σκηνικά και τα κοστούμια (είναι ενδιαφέρον ότι στο πρόγραμμα ΔΕΝ αναγράφεται ΣΚΗΝΟΘΕΤΗΣ, παρά μόνο χορογράφος-σκηνογράφος-ενδυματολόγος που είναι το ίδιο πρόσωπο, ο διευθυντής ορχήστρας και ο υπεύθυνος φωτισμών). Και φυσικά ο Ντανιέλ Ωμπέρ που έχει γράψει τη μουσική κι ο Ευγένιος Σκριμπ που σε δικό του έργο βασίστηκε το μπαλέτο. ΑΥΤΑ, όλα μαζί, κατά τους Ρώσους ίσως να είναι η ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ. Το σύνολο δηλαδή της παράστασης .Μου έκανε εντύπωση.
Η παρουσία Νουρέγιεφ δεν εξαντλείται μόνο στα ωσανά του προγράμματος και στη συνέντευξη του Πιέρ Λακότ, ο οποίος μιλά για τη συνεργασία του με Εκείνον στα Μπαλέτα της Ρώμης και του Παρισιού αλλά αφήνει να καταλάβουμε ότι ουσιαστικά εκείνη την παράσταση που πρωτόκανε με τον Ρουντόλφ το 1981 είναι που μετέφερε στα «Μπολσόι».
Η ανανέωση που λέγαμε πως ζητούσε το ιστορικό μοσχοβίτικο συγκρότημα του μεγαλύτερου μπαλέτου στον κόσμο και που κατηγορείτο άλλοτε για την έλλειψη της. Φαίνεται κι από τα σκηνικά. Τα οποία μάλλον υποδεικνύουν παρα αναπαριστούν αυτό που έλεγαν ότι συντελείτο στη σκηνή του θεάτρου «Μπολσόι», ένα ογκώδες θέαμα ρεαλισμού που σε μετέφερε από χωριό σε δάσος κι από μαγεμένα βουνά σε χρυσά παλάτια κι όλα έμοιαζαν αληθινά και το μάτι εντυπωσιαζόταν ενώ τα πυροτεχνήματα επί σκηνής φάνταζαν πριν ακόμα ανακαλυφθούν ως σκηνικά εφέ από τους Δυτικούς…
Όταν όμως ξεκινά η παράσταση, και φεύγει το μάτι από τη διαπίστωση περί σκηνογραφικής υπόδειξης και πάει και πέφτει στο έμψυχο υλικό, ε, εκεί η ΠΑΡΑΔΟΣΗ κι η ΙΣΤΟΡΙΑ κι όπως θέλετε πείτε το, βροντοφωνάζει «ΜΕΓΑΛΗ ΡΩΣΙΚΗ ΣΧΟΛΗ».
Αυτά όλα τα παιδιά που από μικρά, σε κάθε γωνιά της αχανούς ρωσικής πατρίδας, διδάσκονται το χορό, που ονειρεύονται να φτάσουν στα μεγάλα θέατρα, που κοπιάζουν και μοχθούν, που ισχύει ακόμα αυτό που λεγόταν κάποτε ότι αν στο Λος Αντζελες κάθε παιδί που γεννιέται ονειρεύεται μια μέρα να γίνει σταρ του Χόλυγουντ και να πάρει το Οσκαρ,, ναι, στη Μόσχα κάθε παιδί που δείχνει επιδόσεις στο χορό από την προσχολική ηλικία, ονειρεύεται να γίνει αστέρι του κλασικού μπαλέτου, με επίπονη προσπάθεια, με θυσίες ακαταμέτρητες , και το «Οσκαρ» του είναι να μπεί στα μπαλέτα «Μπολσόι» κι αν τα καταφέρει να χορέψει και πρώτο ρόλο.
Εβλεπα τους χορευτές της παράστασης. Είδα αυτόν που χόρευε το ρόλο του MarcoSpada, τον ΑΡΤΕΜ ΟΒΤΣΑΡΕΝΚΟ, κι είχε χορογραφηθεί από το δάσκαλο πάνω στη γραμμή Νουρέγιεφ. Κι εκτοξευόταν από τη μια άκρη της σκηνής στην άλλη , έκανε εκείνα τα «ψαλίδια» στον αέρα κι έλεγες «τι σπουδές γίνονται εδώ μέσα», έβλεπα την ΕΚΑΤΕΡΙΝΑ ΚΡΙΣΑΝΟΒΑ, που χόρευε το ρόλο της Αντζελα, της αγαπημένης του, να επιβεβαιώνει το παλιό μότο που έλεγε «ελαφριά σαν Ρωσίδα μπαλαρίνα»- ναι, ήταν ΑΥΤΟ!. Είναι στο DNAτους ο χορός, ο κλασικός χορός.
Το είδα και στον κόσμο. Πως συμμετείχε, ακομπλεξάριστα και δοτικά, σαν κάτι δικό του, σαν λαική του τέχνη θα τολμούσα να πω, σαν κάτι που τον αφορά, σαν κάτι με το οποίο είναι σε απόλυτη εξοικείωση.
Τους άκουγα να μπιζάρουν τους χορευτές, να φωνάζουν εκστασιασμένοι τα «μπράβο» και τα λοιπά ρώσικα που δεν καταλάβαινα, να χειροκροτούν κάθε είσοδο και κάθε έξοδο…
…Και θυμήθηκα κάτι καταστάσεις στο Ηρώδειο όπου κάποιες σουσούδες και κάτι κύριοι δήθεν κοσμοπολίτες, όταν πήγαινε να χειροκροτήσει το κοινό την είσοδο ή την έξοδο χορευτή σε παράσταση μπαλέτου άρχιζαν τα «τσ..τς..τς», «τι ακαλλιέργητοι», «τι το πέρασαν; Φεστιβάλ Τραγουδιού;»
Ας πάνε στη Μόσχα να δουν πως μπιζάρουν οι Ρώσοι τους χορευτές τους.
Μετά από την παράσταση… ΣΙΩΠΗ. Ηταν τέτοιο το μεθύσι. Και μας περίμενε μια υπέροχη κυριακάτικη Μόσχα, 5 η ώρα το απόγευμα.
ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ