Και το έργο, εμπορικά να καταγραφεί ως επιτυχία, να συνεχιστεί το αμφιλεγομενο περί Ρίντλεη Σκωτ και τι είδους σκηνοθέτης είναι και τελικά όλο αυτό να προσθέσει ένα ακόμα πετραδάκι στο οικοδόμημα.
Τα λέω όλα αυτά διότι το έργο είναι μια πλούσια παραγωγή, με φωτογραφία του Πολωνου ΝΤΑΡΙΟΥΣ ΒΟΛΣΚΙ, που το παίζει «καλλιτεχνική» (κι είναι !!!) και που δι΄αυτής θολώνει και το τοπίο. Κυριολεκτικά και Μεταφορικά.
Το τοπίο θολώνει επειδή ό,τι κι αν πουν, ό,τι κι αν κάνουν, ΣΕΝΑΡΙΟ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ. Ούτε εδώ…Τελευταία το συναντάμε συχνά το φαινόμενο. Δεν φωτίζεται ιδιαίτερα καμία πλευρά του Ναπολέοντα, μόνο δηλώνονται τηλεγραφικά κάποιες, όπως «τηλεγραφικά» περνουν και τα ιστορικά γεγονότα.. Κάτι συντομες σκηνές, προλαβαίνει και σου αναφέρει , δείχνει κι ένα ντεκόρ τυπου εκστρατεία στην Αιγυπτο κι έτσι βαδιζουν όλα..
Διότι όλο είναι φτιαγμένο στην αντίληψη του κλασσικού εικονογραφημένου. Μόνο που η αντίληψη εκείνη ήταν δέουσα σε παλαιότερες εποχές και σήμερα τα χρόνια έχουν αλλάξει. Επειδή , ΄όμως, τότε ήταν πραγματικά ΔΕΟΥΣΑ, τα εικονογραφημένα του καιρού της βγήκαν θεσπέσια.. Να παραδίδεσαι αμαχητι στη γοητεία τους. Και να γοητεύουν ακόμα και σήμερα μετά από 50, 60, 70, 80 χρονια…
Αυτό είναι ένα από τα θεμελιώδη μείον στο «Ναπολέων», στο να φτιάξεις έπος
Το δεύτερο είναι οι μάχες. Αν υποθέσουμε ότι ο Ρίντλεη Σκωτ είναι σκηνοθέτης μαχών.. Διότι για τον Σκοτ πολλά έχουν γραφτεί, τον αντιμετωπίζουν κάποιοι ως κάτι παραπάνω από αυτό που πραγματικά είναι, μα το σκηνοθέτη και το δημιουργό γενικά τον κάνουν τα έργα του, Βάζεις κάτω τα έργα και καταλαβαίνεις τι σκηνοθέτης είναι ο εκάστοτε. Στο σινεμά από το χωρο της κριτικής και της θεωρητικολογίας παίζει το πράγμα ανάποδα. Πρώτα φτιάχνουν τον auteur, τον σκηνοθέτη, κι ύστερα προσπαθούν να χωρέσουν κάθε έργο που κάνει στο πορτραίτο που οι ίδιοι του φιλοτέχνησαν. Με τον Ρίντλεη Σκωτ κάπου εχουν κουραστεί επειδη το γύρισε επισημως στο blockbuster και δεν κάνει αποτυχίες καλλιτεχνικού τύπου ώστε να μιλούν περί «παραγνωρισμένης μεγαλοφυίας» όπως μιλούν για κάποιους άλλους..
Για τον Ρίντλεη Σκωτ θα έλεγα, σύμφωνα με τα αποτελέσματα των ίδιων του των έργων ότι είναι σκηνοθέτης που σκηνοθετεί σαν παραγωγός. Επειδή είναι και παραγωγός.
Στο «Ναπολέων» τούτο καθίσταται ολοφάνερο. Δεν υπάρχει ψυχή στο θέαμα, οι μάχες για τις οποίες τον θεωρουν εξπέρ, ε, δεν είναι και τόσο. Το Αουστερλιτς για το οποίο διαβασα αρκετά , πέρα από τη φωτογραφία η οποία όμως ειχε και τα θολά της, κάτι που ισχύει γενικότερα στην ταινία και δεν επιτρέπει την ανάδειξη των κοστουμιών της ΤΖΑΝΤΙ ΓΕΗΤΣ, αν και τα στρατιωτικά κοστούμια του συνεργάτη της ΝΤΕΗΒΙΝΤ ΚΡΟΣΜΑΝ καταφέρνουν και φαίνονται , δεν ηταν κάτι ξεχωριστό. Την εκστρατεία στη Ρωσία δεν θα τη συζητησω καθόλου…Καλύτερο όλων ήταν το Βατερλώ, όχι κι αυτό ότι ήταν σε κάποια στιγμή κινηματογραφικής σπουδαιότητας αλλά ήταν καλύτερο από τις άλλες μαχες. Ισως και λόγω του συμβολισμού του, να φάνηκε καλύτερο.
Από πλευράς σεναρίου κι ερμηνείας. Η αγάπη μου για τον ΓΙΟΑΚΙΝ ΦΙΝΙΞ είναι έως και.. παρεξηγήσιμη. Εδώ έχει μεν το εκτόπισμα κι όλη εκείνη την εκπέμπουσα σεξουαλικότητα αλλά δεν ξέρει από που να πιαστεί. Ο ρόλος είναι γραμμένος θολά κι ο ηθοποιός δεν μπορεί να ολοκληρώσει.Ως ηθοποιός της Μεθόδου που ψάχνει εξονυχιστικά τις απαντήσεις, αναζητεί πατήματα που ο ρολος σεναριακά τα έχει αφήσει ακάλυπτα. Κεντά στις στιγμές που ο Ναπολέων δακρύζει ή σπάει ως άνθρωπος αλλά κι εκεί το σενάριο δεν του βάζει στέρεους πάτους μέσα στο παπούτσι. Προσπαθεί να τον νιώσει για να τον ερμηνεύσει..Απο μεριάς του, άθλος και φιλοτιμία. Λόγω του ελλιπούς σεναρίου , κανένας ρόλος από αυτούς που τον περιβάλλουν δεν έχει κάτι να δωσει. ΜΙΑ ΜΟΝΟ ΕΞΑΙΡΕΣΗ¨Η Ιωσηφινα, η ΒΑΝΕΣΑ ΚΡΙΜΠΥ. Στην οποία εμμένει αρκετα η ταινία, της έχει γραψει και δυο-τρεις καλές σκηνές , σύντομες ωστοσο, περνά λίγο και τη Μαρία Λουίζα την Αυστριακή, σύζυγο και μετά , τις άλλες, τίποτε. Ούτε Μαρα Βαλεφσκα στην Πολωνία ούτε Μπελιλότα στην Αίγυπτο ούτε Ντεζιρε στη Γαλλία κλπ. Το συγκεκριμένο δεν είναι κακό που δεν τις έχει. Απλώς απορώ επειδή δίνει εμφαση στη σχεση με την Ιωσηφίνα, γιατί το έργο, το σεναριο ,δεν ξεκίνησε να γραφτεί από αυτή τη μεριά ώστε να εχει και μία πλοήγηση κι να ξέρουν όλοι από που θα πιαστούν.
Κι ενώ συμβαίνουν όλα αυτά, τελειώνει η ταινία και φεύγοντας αισθάνεσαι ότι Ως ΘΕΑΤΗΣ σου αρεσε. Το ακους κι εξω. Παίρνεις και δελτίο διεθνές ότι έχει πάει πολύ καλά στο ξεκίνημα κι ότι εχει κτυπήσει υψηλές εισπράξεις και στη Γαλλία όπου οι κριτικές χαρακτηρίστηκαν «βιτριολικές». Παρόλα αυτά, η ταινία έσκισε.
Για όλα υπάρχει εξήγηση: Διότι με τη ματιά του παραγωγού, ο Ρίντλεη Σκωτ την έκανε «για να περνά η ώρα». Από αυτή την αποψη, η αποστολή εξετελέσθη. Ναι, πέρασε η ωρα κι ομολογω ευχάριστα. Κι ενώ έβλεπα όλα τα στραβά κι όλες τις ελλείψεις, στο τέλος παραδέχτηκα και το αντίθετο.