Τα λέω αυτά περί επίσημης μεταφύτευσης διότι τα στοιχεία παρατίθενται επισήμως από το θίασο, δεν είνι «κλεμμένο’ κι από ένα σημείο κι ύστερα κατανοώ και την ελληνοποίηση η οποία αφορα σε τι; Στα Κύρια Ονόματα. Είτε ανθρώπων είτε τόπων. Κατά τα άλλα το έργο είναι «The lying kind”, το είχαν παίξει παλιότερα ο Πέτρος Φιλιππίδης με τον Παύλο Χαϊκάλη, αν θυμάμαι καλά, στο θεατρο «Μουσούρη» με τίτλο «Ψέμα στο ψέμα»
Τώρα, ο ΤΑΣΟΣ ΙΟΡΔΑΝΙΔΗΣ, ο συμπαθής ηθοποιός ανέλαβε την ελληνοποίηση και τη σκηνοθεσία και το έχει ταιριάξει μια χαρά στα καθ’ημάς. Αλλωστε, οι χαρακτήρες μπορούν να μας γίνουν οικείοι και χωρίς ελληνοποίηση μια και το έργο αφορά στην απατεωνιά, στην εξαπάτηση.. ή μήπως όχι, ακριβώς; Πάντως όλα αυτά που ανήκουν στο αρχικό έργο, κάλλιστα μας γίνονται γνώριμα.
Το έργο είναι κωμωδία καθαρόαιμη , εχει ως αποστολή να κάνει τον θεατή να γελάσει και κάποιοι μπορεί να την πουν «φαρσα», εγώ χρησιμοποιώ πάντα τον όρο «κωμωδία» η οποία στο κάτω κατω από την ίδια της τη φύση και τις καταβολές της, περιμένει το συγγραφέα να εμπνευσθεί το μπέρδεμα για να αρχίζει να φτιάχνει τις καταστάσεις γέλιου.
Η «παρεξήγηση» είναι από τα βασικά συστατικά της κωμωδίας ως είδος και σε τούτο το έργο η «παρεξήγηση» έχει τιμόνι. Μόνο που οι θεατές δεν το ξέρουμε, η επιδεξιότητα του γραψίματος είναι να μη μας βάζει στην υποψία της παρεξήγησης για τα όσα τρελά κι απίθανα συμβαίνουν και μόνο στο τέλος να το πληροφορούμαστε αλλά όχι για κάτι που νομίζαμε. Εδώ δεν νομίζαμε καν ότι υπάρχει …Δεν λέω άλλα.
Η υπόθεση με δυο λόγια έχει ως εξής. Ανήμερα το Πάσχα, σε ένα αστυνμικό τμήμα, όπου έχουν ξεμείνει δυο φουκαράδες μπάτσοι ή αστυνομικοί, όπως θέλετε πείτε τους, σκοτώνουν μύγες, αλλά όχι και την ανία τους μια και τους έλαχε τέτοια μέρα βάρδια. Ξαφνικά εμφανίζεται ένας τύπος, κάτι σαν τον «Μπρίλη» στα «Κίτρινα γαντια», ο οποίος αρχίζει να τους λέει κάτι παλαβομάρες αλλά τους κάνει και μια καταγγελία, πως το αφεντικό του είναι μεγαλέμπορος ναρκωτικών.. Οι μπάτσοι βαριούνται να δουλέψουν όσο δεν φαντάζεται κανείς. Ούτε τα τηλέφωνα δεν θέλουν να σηκώνουν. Όμως ο… «Μπρίλης» τους έμπλεξε. Μαζί με ένα τηλεφώνημα ανωτέρου… Και πάνε για έρευνα, μαζί με μια πένθιμη πληροφορία, στην υποτιθέμενη δεύτερη πράξη, στο σπίτι του αρχιγκάνγκστερ. Ο οποίος ετοιμάζεται να κατέβει για δήμαρχος ενώ έχει για σύζυγο τον ορισμό της παλαβιάρας…
Σας πληροφορώ ότι δεν πρόκειται να πω άλλα για την υπόθεση, ότι στην κωμωδία συμβαίνουν τα απολύτως τρελά τα οποία όμως εχουν και τη λογική αναγωγή τους. Και το «ψέμα» του τίτλου, τόσο του πρωτοτύπου όσο και της παλιάς παράστασης και βεβαίως της τωρινής δεν έχει να κάνει με εκείνο το παλιό «γνωμικό» πως αν πεις ένα ψέμα πρέπει μετα να πεις άλλα δέκα για να το σκεπάσεις, το μοτίβο του Γεωργίου Ρούσου στη «Σωφερίνα» (της οποίας ο αρχικός τίτλος ήταν εύγλωττος περι του περιεχομένου, ήταν «Το πρωτο ψέμα»), εδώ είναι ένα άλλο ψέμα, μιας εντελώς αλλιώτικης χρήσης
Η κωμωδία είναι ευτυχισμένη. Από τους ηθοποιούς της. Θεωρώ ότι έχει συμβάλλει κι ο Τάσος Ιορδανίδης αν όχι στην καθοδήγηση τουλάχιστον στην παρακολούθηση, διότι το μεγάλο προσόν είναι ότι παίζεται με εκπληκτικό ρυθμό. Το έχω γράψει πολλές φορές, είναι και από τις ιδεολογικές μου θέσεις απέναντι στη κωμωδία, το έχω δει και στους Γάλλους, πως η κωμωδία θέλει ρυθμό ειδάλλως έτσι και γίνει «μπάτα», δεν τη σώζει κανείς. Παίζεται με θαυμάσιο ρυθμό από τον ΣΠΥΡΟ ΠΟΥΛΗ και τον ΚΩΣΤΑ ΑΠΟΣΤΟΛΑΚΗ στους δυο κύριους ρόλους, δεν υπερβάλλουν, δεν μορφάζουν, δεν καταφεύγουν σε ΚΑΝΕΝΑ τερτίπι που να θυμίζει τηλεόραση κι είναι αξιέπαινοι γι αυτό, κι ο ρυθμός τους πιάνει τους πάντες και του ανήκουν οι πάντες. Ο ΜΑΝΟΣ ΠΙΝΤΖΗΣ υποσκάπτει κωμικά με το αγέλαστο ύφος του τον γκάνγκστερ-υποψήφιο δήμαρχο (δεν μπορώ να πω περισσότερα, θα καταλάβετε όταν το δείτε), η ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΑ ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΙΔΟΥ μας συστήνει την σκηνική κωμικότητα της, χωρίς τηλεοπτικά γλιστρήματα και βέβαια η παράσταση μας συστήνει έναν κωμικό με ευλυγισία, σωματικό έλεγχο αλλά και μέτρο στα «ζαβά» του ρόλου του, δεν έκανα πιο πάνω τυχαία τις όποιες αναφορές, τον ΑΝΤΩΝΗ ΚΑΛΟΜΟΙΡΑΚΗ. Σημειώστε τον.
Βέβαια, το σκηνικό είναι πολύ φτωχικό, ούτε καν λιτό, είναι σκηνικό περιοδεύοντος θιάσου ενώ η παράσταση κι οι ηθοποιοί της είναι στο σύνολο τους το επίλοιπο, ΠΡΩΤΗΣ ΤΑΞΕΩΣ.