Το έργο ανεβάστηκε σε σκηνοθεσία ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΜΑΡΚΟΥΛΑΚΗ, ο οποίος επιβεβαιώνει την ικανότητα του στο να έχουν ρυθμό οι παραστάσεις του, ανεξαρτήτως είδους, με ένα θαυμάσιο θίασο στη διάθεση του , για τον οποίο θα μιλήσουμε αλλά θα ήθελα πρωτίστως να σταθούμε στο έργο.
Το έργο, κάποιους μπορεί να τους ξαφνιάσει. Στην αρχή. Ο ρεαλισμός που φτάνει στα όρια του νατουραλισμού, εκτυλισσόμενο σε φυσικό χρόνο, κι αυτά που λέγονται εν πρώτοις από τα πρόσωπα, μπορεί να ακούγονται ενδιαφέροντα αλλά μερικοί μπορεί και να αναρωτηθούν για το βάθος ή τη βαρύτητα. Χμ! Τη δουλειά το έργο την έκανε.. Ας περιμένουν λίγο, όχι για να αποφασίσουν αν είναι καλό, αλλά όταν στα καλά καθούμενα θα δέχονται σταδιακά εκρήξεις μέσα τους, οι οποίες θα φωτίζουν και μια πτυχή από το έργο.
Υπάρχει μια φράση του σκηνοθέτη, που τη δανείζομαι από το πρόγραμμα, και τη δίνω με τη σειρά μου στους αναγνώστες-θεατές θεωρώντας ότι αποτελεί πυξίδα για το που μας ταξιδεύει θεατρικά το έργο. Λέει η φράση-κλειδί «Τα manual στα οποία στηριχτήκαμε συλλογικά στο παρελθόν, η θρησκεία, οι ιδεολογίες, η φιλοσοφία, ατονούν πλέον σκονισμένα σε κάποιο ράφι, ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΟ ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΓΡΑΦΤΕΙ. Κι έτσι , έχει ο καθένας μας προσωπικά την αποκλειστική ευθύνη να νοηματοδοτήσει τη ζωή του»
Οι χαρακτήρες του έργου είναι ακριβώς αυτοί οι άνθρωποι, τέτοιοι άνθρωποι. Εν πρώτοις μας ξαφνιάζει η εμμονή στην καθημερινότητα τους. Ο καθένας τους ,όμως, κουβαλά ένα προσωπικό τραύμα κι υπάρχει κι ένας παρονομαστής που είναι ολότητα κι αφορά στο μακελειό της 11ης Σεπτεμβρίου των Διδύμων Πύργων για τους Αμερικανούς εν γένει που τους άλλαξε, ενώ στους θεατές άλλων χωρών σε καθοριστικά γεγονότα που έχουν μεσολαβήσει, όπως η οικονομική κρίση για παράδειγμα κι οι επιπτώσεις είναι καθοριστικές πάνω στα άτομα, από εδώ ξεκινά κι η Καθολικότητα, η Οικουμενικότητα του έργου που αρχικά ξεγελά ως κάτι απολύτως τοπικό. Είναι όμως;
Έξη πρόσωπα έχει το έργο, μια οικογένεια, όπου πατέρας, μητέρα, μια γιαγιά , κι η μία κόρη πηγαίνουν για τις Μέρες των Ευχαριστιών στο διαμέρισμα που έπιασε η έτερη κόρη, στο Μανχάταν, στο οποία συζεί με τον αγαπημένο της. Μικροσκοπικό διαμέρισμα, δίπατο, μεζονέτα φτωχικού τυπου. Μια σημείωση περί Σκηνικού: Στην απονομή των βραβείων «Τόνυ» ήταν και το σκηνικό στους αποδέκτες μαζί με το έργο και δυο εκ των ερμηνευτών. Είναι σαφές ότι το σκηνικό υπαγορεύεται κι αυτό από τον συγγραφέα, από το έργο, είναι κομμάτι της ψυχής του έργου, αυτή η γύμνια, αυτή η ψυχρότητα, έχω δει φωτογραφίες από την αμερικάνικη παράσταση και μοιάζει πολύ με το δικό μας (το υπογράφει η ΑΘΑΝΑΣΙΑ ΣΜΑΡΑΓΔΗ).
Σε αυτό λοιπόν το σκηνικό θα βρεθούν τα έξη πρόσωπα που έψαξε και τα βρήκε ο συγγραφέας , ‘ίσως τον αναζήτησαν κι εκείνα αλλά με άλλο τρόπο από του Πιραντέλλο, και αρχίζουμε και τους μαθαίνουμε. Θεωρητικά στις δύο πάρα κάτι ώρες που διαρκεί το έργο, διαρκεί και η ιστορία. Θεωρητικά!!! Θα αρχίσουμε να τους μαθαίνουμε. Και να μαθαίνουν κι ο ένας τον άλλο, κι ας ζουν μαζί μερικοί εξ αυτών. Δεν θα πω τις λεπτομέρειες τους, από σεβασμό στον θεατή για να μπορεί να ανακαλύπτει και να σκέφτεται, θα πω όμως ότι ο καθένας έχει να καταθέσει και το τραύμα του, πολλά εν αγνοία των υπολοίπων, υπάρχουν καταστάσεις ζόφου για τον καθένα, Υπάρχει η Πενσυλβάνια από την οποία έρχονται για να ξαναφύγουν, υπάρχει η Νέα Υόρκη για εκείνους που ήρθαν για να μείνουν. Υπάρχει και μια γιαγιά, που είναι ένα ιδιαίτερο στοιχεί τα παράστασης, ένα όχι απολύτως βουβό πρόσωπο, δεν είναι σαν τη γιαγιά στο έργο του Αντρέγιεφ «Ανθή» η οποία εξετάζει, κοιτάζει, καταγράφει με το βλέμμα τα όσα συμβαίνουν χωρίς να ανοίγει το στόμα της, η εδώ γιαγιά είναι διαφορετικά δοσμένη. Πάσχει από άνοια, πέφτει κάθε τόσο για ύπνο, κι όταν ανοίξει το στόμα, αυτό που μοιάζει για «άναρθρο» μπορεί να μην είναι και τόσο. Καθρεφτίζεται πάνω στους άλλους, Κυρίως στο γιό της και τη νύφη της η οποία έχει αναλάβει την περίθαλψη, όλοι αγκομαχούν, αλλά από τι να ξεφύγουν; Καταλήγουν στην αυτοτακτοποίηση διότι δεν έχουν και τα χρήματα για κάτι άλλο…
Με άλλα λόγια, αυτοί οι άνθρωποι κουβαλούν αυτό που φαίνεται ως επιφάνεια, στην πραγματικότητα είναι το βάθος που δεν φαίνεται επειδή ανήκει στο θέατρο το οποίο επίσης ανήκει στην εποχή του έργου και στο σημείωμα του σκηνοθέτη, ότι ακόμα δεν έχει γραφτεί το επόμενο κι όλοι, άνθρωποι και Τέχνη ζούμε το ενδιάμεσο. Το απόσταγμα του έργου είναι ότι ζούμε σε μια εποχή στην οποία μαζεύουμε τα κομμάτια μας. Συνυπάρχουμε. Συμβιβαζόμαστε και Περιμένουμε τη συνέχεια. Οι χαρακτήρες του έργου χαρακτηρίζονται από κοινωνικό πλαίσιο.
Εδώ, όμως, κάπου έχω μια ένσταση και θα ήθελα να τη διατυπώσω. Το έργο έχει και μια δόση χιούμορ, σαρκασμού θα έλεγα. Ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης μένει περισσότερο επικεντρωμένος στη δραματική υπόσταση, στην ανάδειξη περιεχομένου ίσως επειδή ξέρει ότι ο θεατής μπορεί να αναρωτηθεί «κι εμένα τι με ενδιαφέρουν αυτοί οι άνθρωποι χωρίς μια βαθύτερη ουσία στο δράμα;», προσπαθεί να του τονίζει τη δραματική υπόσταση. Τη σημαντικότητα. Απλώς η σημαντικότητα , βγαίνει από το υπόγειο. Σαν να χάνει κάτι από την υποβάθμιση του χιούμορ. Η περίπτωση μου φέρνει στο νου την κινηματογραφική ταινία «Το δίκτυο» όπου ο σεναριογράφος Πάντυ Τσαγιέφσκι είχε γράψει ένα σατιρικό σενάριο αλλά ο σκηνοθέτης Σίντνεϊ Λιούμετ το σκηνοθέτησε ως βαριά , κοινωνική καταγγελία. Κι ως γνώστης των ηθοποιών του άφησε να φτιάξουν και τις δικες τους χημείες και συστάσεις οπότε από όπου κι αν αντλούσαν είτε από το χιούμορ του σεναρίου είτε από το καταγγελτικό της σκηνοθεσία, θα ήταν «μέσα». Παρα όλα αυτά, το «Δίκτυο» δεν εμποδίστηκε στο να είναι μια πολύ καλή ταινία. Είναι όμως και το σημείο στο οποίο εκείνοι που έχουν κλωτσήσει δεν έχουν αντιληφθεί το γιατί ακριβως.
Οι ηθοποιοί, εξαιρετικά συντονισμένοι, έχουν φτιάξει θαυμάσιο κλίμα μεταξύ τους μια ΑΡΜΟΝΙΑ. Είναι κι οι έξη υπέροχοι και παρεμπιπτόντως κι η δουλειά των κοστουμιών όπου η ενδυματολόγος ΚΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΟΠΟΥΛΟΥ καλείται να βρε το στοιχείο του κάθε ρόλου και το ταίριασμα στον κάθε ερμηνευτή διότι το ίδιο το έργο κάθε ρόλος κι ένα μόνο κοστούμι. Θα ξεκινήσω από τη νεότερη γενιά , την υπέροχη ΜΑΡΙΑ ΠΕΤΕΒΗ που παίζει την κόρη τη «Νεουορκέζα» και χρωματίζει με άφθονα εναλλασσόμενα υλικά τη στοιχειοθεσία αυτής της κοπέλας. Προχωρώ στο αρραβωνιαστικό, τον ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟ ΑΣΠΙΩΤΗ ο οποίος με εξαιρετικά λιτά μέσα βγάζει την τρυφερότητα του χαρακτήρα αλλά και το τραύμα που αχνοφαίνεται και το κρατά ακριβώς εκεί, στον αχνό. Κλείνω τη γενιά αυτή με τη θαυμάσια ΕΙΡΗΝΗ ΜΑΚΡΗ, την έτερη κόρη, που βρίσκει τη δύναμη από εκεί που κανείς δεν θα ήθελε να βρίσκεται στη δική της θέση. Το πρόβαλε η ηθοποιός.
Πάω στη μέση γενιά. ΘΕΜΙΣ ΜΠΑΖΑΚΑ . Η μητέρα (και σύζυγος και νυφη) Της πάει πάρα πολύ ο ρεαλισμός διότι την αμεσότητα τη φέρει εντός της, ποτέ δεν την θυμάμαι να «έπαιζε», η Μπαζάκα πάντα «ΗΤΑΝ». Εδώ ο ρόλος έχει μικρότερες φαινομενικά εξάρσεις από των υπολοίπων αλλά είναι πλάνη. Είναι η Μπαζάκα που το κάνει να φαίνεται έτσι, αν αντιληφθεί κανείς την παραδοχή ότι έχει αναλάβει τη γιαγιά κι είναι πεθερά της, όχι μάνα της, κι όλο αυτό που για τη ζωή της και το συμβιβασμό της, τα εκπροσωπεί. Η απόλυτη ερμηνευτική αλήθεια. Ο ΛΑΖΑΡΟΣ ΓΕΩΡΓΑΚΟΠΟΥΛΟΣ. Το κάνει το «θέατρο» του και ΚΑΛΑ ΚΑΝΕΙ!!!Πρπει να υπάρχουν αποχρώσεις στην ερμηνευτική ορχήστρα για να λειτουργήσει ως σύνθεση. Το φινάλε με το αδιέξοδο του, μια σκηνή χωρίς κείμενο αλλά με κίνηση και φωτισμό (πρωταγωνιστεί ο ΣΙΜΟΣ ΣΑΡΚΕΤΖΗΣ, υπεύθυνος φωτισμών) δείχνει ότι κι αυτό υπαγορεύεται από το κείμενο του συγγραφέα και τα συμβολικά στοιχία επί του συγκεκριμένου χαρακτήρα του πατέρα και των φόβων του. Όπως επίσης, για το συγγραφέα να επισημαίνω κι αυτό το «καβάλημα» της ατάκας του ενός ηθοποιού πάνω στον άλλο σε αρκετές περιπτώσεις που δείχνει και τρόπο γραφής.
Και κλείνουμε με την Τρίτη γενιά, με την ΞΕΝΙΑ ΚΑΛΟΓΕΡΟΠΟΥΛΟΥ, στον ιδιαίτερο ρόλο της γιαγιάς με την άνοια, και στο πως η Καλογεροπούλου τον στηρίζει και τον υποστηρίζει, καθώς και στον αυτοέλεγχο, να είσαι στη Σκηνή κοντά δυο ώρες και να συμπεριφέρεσαι στο μεγαλύτερο μέρος ως βουβό πρόσωπο, να πέφτεις και στο ντιβανάκι για ύπνο.
Είναι ένα πολύ σύγχρονο πράγμα, σύγχρονο στη ουσία του που ερευνά το ρεαλισμό κι όχι τις ψευδαισθήσεις. Χωρίς να χάνει από μαγεία.