Κι επειδή, η κύρια αξία αυτής της ταινίας είναι η απουσία κάθε περιττού πράγματος, για αυτό και ξεκινώ την έκθεση των κριτικών απόψεων από αυτό το σημείο επειδή παρακάτω θα χρησιμοποιήσω και τον όρο «λιτός» ώστε να μην επαναλαμβάνομαι.
Το ΑΠΕΡΙΤΤΟ λοιπόν είναι που κυριαρχεί σε αυτή την ταινία από την ΕΣΘΟΝΙΑ, κι έφερε για πρώτη φορά τη χώρα της Βαλτικής υποψήφια στην πεντάδα του Οσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας. Βέβαια, ο σκηνοθέτης , ο Ζάζα Ουρουσάτζε είναι Γεωργιανός κι η ταινία στην ουσία της είναι συμπαραγωγή των δύο χωρών – κι όχι μόνο- όπως άλλωστε συμβαίνει με τις περισσότερες ευρωπαικές (κι εδώ θα ξαναπώ το «κι όχι μόνο») ταινίες που είναι συμπαραγωγές δύο και τριών χωρών, όπως συμβαίνει και με ταινίες εκτός Ευρώπης, και με παλαιστινιακές και με ιρανικές και με πολλές άλλες όπου συμφωνούν οι συμπαραγωγοί στο τέλος και για τη σημαία με την οποία θα ταξιδεύει η ταινία στα διάφορα Φεστιβάλ και στις Ακαδημίες. Μην ξεχνάμε ότι και το «Ζ» του Κώστα Γαβρά έχει διακριθεί με τη σημαία της… Αλγερίας. Ετσι κι εδώ λοιπόν τα «Μανταρίνια» ταξίδεψαν ως Εσθονία.
Εσθονός είναι ο ήρωας του δράματος, ο οποίος ζεί σε μια αγροτική περιοχή της Γεωργίας, όπου καλλιεργεί μανταρίνια. Βρισκόμαστε, όμως, στο 1992 όπου έχει ξεσπάσει ο πόλεμος της Αμπχαζίας με τη διάλυση της Σοβιετικής Ενωσης κι η εσθονική κοινότητα έχει εγκαταλείψει την περιοχή κι έχουν μετακομίσει σε άλλα μέρη. Εχει μείνει μόνο ο ήρωας ο Ιβο ο οποίος περιμένει να τελειώσει με τη σοδειά του και μετά να αποχωριστεί τα αγαπημένα του μανταρίνια και να φύγει κι αυτός.
Και μία μέρα στο κτήμα, καθώς ακούγονται κάτι ντουφεκιές από τα γύρω μέρη, ο Ιβο θα περιθάλψει δύο βαριά χτυπημένους τραυματίες. Για να συνειδητοποιήσει στο συνέχεια πως ανήκουν στις δύο εχθρικές ομάδες, ο ένας στους Γεωργιανούς κι ο άλλος στους Τσετσένους. Και στη μέση ο Ιβο ο Εσθονός, ο ξένος, ο τρίτος, που μπορεί κάλλιστα να λογιστεί κι αυτός κάποια στιγμή ως «εχθρός» για κάποιον από τους αντιμαχόμενους.
Ο πόλεμος μεταφέρεται στο αγροτικό σπιτάκι του Εσθονού κι ο σκηνοθέτης – σεναριογράφος Ζάζα Ουρουσάτζε καταφέρνει μέσα από τις εντάσεις στις σχέσεις των ανθρώπων καθώς κι από τα ανθρώπινα διαλλείματα ειρήνης να δείξει τη φρίκη και τον παραλογισμό του πολέμου χωρίς να χρειαστεί να μας μεταφέρει στα πεδία των μαχών ή να μας δείξει τη βία και τον παραλογισμό με τους ακρωτηριασμούς, τα αίματα και τις ανατινάξεις, Συγχρόνως, όμως, προβάλει και την αγωνία του τρίτου, εκείνου που έζησε σε ένα μέρος το οποίο αγάπησε σαν δικό του και τώρα σκοτώνονται δύο άλλοι για την επικυριαρχία ενώ αυτός καταλαβαίνει ότι είναι ο ξένος των ξένων.
Εργο περιεχομένου εκατό τοις εκατό, έργο ουσίας και βάθους, χωρίς σημαίες , κατήχηση ή κηρύγματα . Κι επειδή ακριβώς είναι έργο περιεχομένου κι ο σκηνοθέτης –σεναριογράφος δείχνει ότι αυτό που τον ενδιέφερε ήταν η προβολή του περιεχομένου, επέλεξε τον πιο «λιτό» (όχι στερημένο , πάντως) τρόπο για να το αναδείξει: Την κάμερα στους ανθρώπους, το ντεκουπάζ σε συνεχή δράση ώστε να δοθεί κινηματογραφικότητα στους περιορισμένους χώρους του αγροτόσπιτου όπου βρίσκονται οι τραυματίες σε μεγάλο κομμάτι της ταινίας. Κι αν όχι στο μεγαλύτερο μα σίγουρα σε εκείνο που διαθέτει τις πιο δυνατές σκηνές. Αυτό σχετικά με το τι είναι σκηνοθεσία, με την πιο παρεξηγημένη και παρερμηνευμένη λέξη που άλλοι την μπερδεύουν με τη φωτογραφία άλλοι με τα χρώματα άλλοι με το «στυλ» κι όχι με το απλό και συγκεκριμένο, με το τι επιλέγει ο κάθε σκηνοθέτης ως ύφος στο έργο που κάνει. Αλλωστε η σκηνοθεσία είναι ένα μάθημα που στις μεγάλες κινηματογραφικές , πανεπιστημιακές σχολές δεν διδάσκεται ως κάτι αυτόνομο αλλά διδάσκονται αντ΄’ αυτής, και περί αυτής, όλα τα άλλα. Ο Ζαζα Ουρουσάτζε επέλεξε το ΛΙΤΟ ύφος κι έφτιαξε ένα έργο ΑΠΕΡΙΤΤΟ.