Hταινία αυτή με τον ΛΙΑΜ ΝΙΣΟΝ είναι χαρακτηριστική περίπτωση έργου που οι νοσταλγοί θα αφήναμε για να δούμε στα θερινά. Σήμερα βέβαια αυτό έχει αντικατασταθεί από το dvd, ωστόσο, υπάρχουν κι υπαίθριοι κινηματογράφοι κυρίως των εξοχικών σημείων της Αττικής που θα τα δείξουν και στη μεγάλη οθόνη τους.
Θα το αφήναμε για τα θερινά το εν λόγω «μονοπάτι…» διότι ανήκει σε είδος που προσφέρεται για τη θερινή ψυχαγωγία με το τσιγαράκι, την μπυρίτσα, το τσάκα- τσούκα των nachos ή και το σουβλάκι για πιο… ακραίες, πολυτελείς καταστάσεις..
Επειδή ακριβώς είναι μια περιπέτεια δράσης που προυποθέτει τη χαλαρότητα αλλά κι εκτός θερινών στη β’ προβολή θα ταίριαζε στην εντολή «πάμε κανένα σινεμαδάκι» χωρίς υπερβάλλουσες απαιτήσεις. Κι ακριβώς γι αυτό, πολλές μα πάρα πολλές φορές το αποτέλεσμα ξεπερνούσε τον χαμηλό πήχη που οι ίδιοι είχαμε ορίσει.
Στα πλαίσια του χαμηλού πήχη, η ταινία μας ευχαριστεί. Όμως δεν ανεβάζει τον πήχη τόσο όσο θα νομίζαμε είτε επειδή ακούσαμε κάποια κολακευτικά σχόλια παραπάνω από ό, τι για τη σειρά «Taken», είτε επειδή η παρουσία του Σκοτ Φρανκ, πετυχημένου σεναριογράφου, υποψήφιου για Οσκαρ στο «Εκτός ελέγχου’ (Outofsight) του Στίβεν Σόντερνμπεργκ , σε σενάριο και τώρα και σκηνοθεσία, μπορεί να γεννούσε ελπίδες για κάτι καλύτερο.
Το «καλύτερο» εξαντλείται περίπου στο πρώτο ημίωρο και κάτι της ταινίας. Ο Λίαμ Νίσον παίζει και πάλι ένα τύπο αλα «Taken», με ζόρικη προιστορία, σημαδεμένο παρελθόν κλπ που καλείται να τακτοποιείσει τις εκκρεμότητες του.Τα πάει καλά μέχρι κάποιου σημείου, μετά, όμως, σαν να του είπαν του Σκοτ Φρανκ «ως εδώ τα καλλιτεχνικά σου, τώρα προχώρα στη δράση». Κι από κει και μετά είδαμε ένα για το οποίο καθόλου προσωπικά δεν μετάνιωσα που το άφησα για να το δω στη «β’ προβολή».
Υπάρχουν, όμως, κάποια σημεία που αξίζουν ιδιαίτερης μνείας. Το ένα είναι η πετυχημένη προσπάθεια του Σκοτ Φρανκ να αναπαραστήσει λιγάκι τον κινηματογράφο των 70ς με τη σκοτεινή φωτογραφία αλα Γκόρντον Γουίλις (το διευθυντή φωτογραφίας που ταυτίστηκε με το σκοτάδι στη δεκαετία εκείνη σε συνεργασίες με τον Πάκουλα και με τον Κόπολα με έμφαση στην «Εξαφάνιση» ή στους «Νονούς») παρόλο ότι η υποθεση διαδραματίζεται στα 90ς. Το άλλο είναι η απόπειρα, που μένει στα μισά, να κάνει τον ήρωα να μοιάζει με ντέτεκτιβ της αμερικανικής αστυνομικής λογοτεχνίας- κάτι σαν Μάρλοου. Το τρίτο και καλύτερο βέβαια είναι ο ίδιος ο Λίαμ Νίσον με την παρουσία του που πραγματικά ηλεκτρίζει, που επιβεβαιώνει ότι αυτή την εποχή μπορεί να σηκώσει στους δυνατούς ώμους του αυτό το είδος όσο κανένας άλλος διότι έχει και τη γοητεία και το δυναμισμό και το εκτόπισμα για να το πετύχει αν και κάπου τον συμπονείς για τη λάθος εποχή που έχει γεννηθεί, όπου αυτό το είδος στο οποίο μπορεί να διαπρέψει, δεν διάγει (στην εποχή του Νίσον) τις καλύτερες του ώρες.