Θα ήταν πολύ εύκολο να πούμε ότι επειδή βγήκε ίδια χρονιά με το «BIRDMAN» επισκιάστηκε από εκείνο και δεν μπόρεσε να περπατήσει. Αυτό θα το λέγαμε αν είχαν πάει όλα ρολόι στην «Ταπείνωση» οπότε σε αυτή την περίπτωση θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε κάτι παρόμοιο.
Ω, ναι. Με τον «Birdman» οι ομοιότητες είναι αρκετές. Αρκετές όμως ως προς τη σύλληψη και τον κεντρικό ήρωα που είναι ένας θεατρίνος ο οποίος είναι έτοιμος για επάνοδο, κι ας είναι «ρατές» σε τούτη τη φάση της ζωής του. Κι επιπλέον ο ρόλος έχει ομοιότητες με την περίπτωση του πρωταγωνιστή άρα θα μπορούσε κι ο Πατσίνο να βάλει στοιχεία του εαυτού του και της προσωπικότητας του στο ρόλο όπως εκλήθη να πράξει ο Μάικλ Κίτον στην ταινία του Αλεχάντρο Γκονζάλες Ινιάριτου.
Για να μη σας πω, ότι τον κεντρικό ρόλο στο «Birdman» αν τον είχε παίξει ο Πατσίνο κι είχε βάλει στοιχεία της δικής του προσωπικότητας μια και το απαιτούσε το έργο από τον πρωταγωνιστή, ήταν δηλαδή έτσι φτιαγμένο, θα είχαμε και Οσκαρ ερμηνείας αλλά είναι φανερό ότι ο Ινιάριτου, που είναι κάπως εγωιστής κι ηγεμονικός, ήθελε ένα πρωταγωνιστή «κατώτερο» ως προσωπικότητα ώστε να μην κλέψει την παράσταση από την ταινία κι από τον σκηνοθέτη.
ΟΚ. Εχουμε όμως τον Πατσίνο, ο οποίος, φυσικά, δεν είναι στην καλύτερη του περίοδο, έχει απογοητεύσει τους ειλικρινείς θαυμαστές του που εδώ και αρκετά χρόνια τον βλέπουν να παίζει σε έργα στα οποία, όπως και τον Ρόμπερτ Ντε Νίρο συνοδεύει το σχόλιο «μα δεν λυπάται τον εαυτό του;»
Διότι ο Αλ Πατσίνο εδώ και χρόνια παίζει σε κακές ταινίες, μάλλον σε σαβούρες και σε ό, τι βρει κι επί πλέον παίζει και σε πάρα πολλές, παίζει δηλαδή πάρα πολύ κι αυτό δεν του επιτρέπει να ανανεώνεται μια κι ο ίδιος δεν δείχνει να αποζητά την ανανέωση. Εκτός αυτών υπάρχει κι η φυσική του τάση για το over-acting, που είναι κι ένας από τους λόγους που του καθυστέρησαν το Οσκαρ, κι αυτό το υπερ-παίξιμο, στα τελευταία αρκετά χρόνια το έχει αναγάγει σε καθεστώς . Οπότε σε συνδυασμό με το «παίζει ό,τι βρει» και κάνει κι ό, τι του καπνίσει, ενισχύει την φθορά.
Εδώ, όμως, στην «Ταπείνωση» έχει άλλο ρόλο. Εχει ρόλο για ρεβάνς. Το καταλαβαίνει κι ο ίδιος και κοντρολάρει τις όποιες τάσεις του για υπερβολή αν κι εδώ το υπαγορεύει κι ο ρόλος, ζητά την καλώς εννοούμενη κι ελεγχόμενη υπερβολή αφού πρόκειται για θεατρίνο που τον Σαίξπηρ τον έχει μεταβάλει σε «ντρόγκα» για τον οργανισμό του. Κι όταν μιλάει κι όταν συμπεριφέρεται κι όταν ζει την καθημερινότητα του, ένα «βασιλιά Λιρ» τον έχει κατά νου αφού είναι κι η πηγή έμπνευσης του κι η μεγάλη του απώθηση.
Τι είναι αυτό που χαλάει τη δυνατότητα του Πατσίνο για ρεβάνς;
Διότι έχει και καλό σκηνοθέτη. Σκηνοθέτη που ξέρει κι από ηθοποιούς και το έχει αποδείξει με το ποιους και σε τι ρόλους τους έχει σκηνοθετήσει (βλ Ντάστιν Χόφμαν στον «Ανθρωπο της βροχή» και Ουόρεν Μπίτι στο «Μπάγκσυ»- για να αναφέρω δύο ηχηρούς) αλλά και σκηνοθέτη με δικό του στυλ που ήξερε να φτιάχνει κλίματα κι ατμόσφαιρες για να πλαισιώσει τους ηθοποιούς και τους ήρωες του ή σκηνοθέτη σεναριογράφο που όταν τα έκανε όλα μόνος του οπωσδήποτε ξεπερνούσε τα όρια του mainstream (αναφέρω πρόχειρα – πρόχειρα το «Diner» και το «Avalon»). Μόνο που κι ο Μπάρυ Λέβινσον δεν είναι στα καλύτερα του τα τελευταία χρόνια. Δεν του προέκυψαν καλά σενάρια, δεν έγιναν εισπρακτικές επιτυχίες τα δικά του και προσωπικά του, σκλήρυναν και τα στούντιο, εμφανίστηκαν καινούργιοι, άλλαξαν κι οι κανόνες στον κινηματογράφο κι ο Λέβινσον πέρασε στην τηλεόραση. Οπωσδήποτε, με αυτό το έργο και με πρωταγωνιστή τον Πατσίνο, θα πίστευε κι αυτός σε μια δική του επαναφορά..
Τι έφταιξε και σε αυτόν; Διότι ο Λέβινσον σε αυτό το φιλμ δεν πήγαινε κουτουράδα. Είχε ως βάση βιβλίο του Φίλιπ Ροθ. Βιβλίο- ψυχολογικό πορτραίτο γύρω από ένα χαρακτήρα που υπερβάλει, καθώς μεταφέρει την Τέχνη του στην προσωπική του καθημερινότητα και συνθλίβεται με όλο αυτό τριγύρω του. Μόνο που ο Φίλιπ Ρόθ δεν είναι από τους ευκολότερους για μεταφορά στον κινηματογράφου συγγραφείς. Θα έλεγα ότι είναι κι εντελώς αντικινηματογραφικός. Οι περιγραφές του, η ανάλυση των πλαισίων του, πραγματικά σου φτιάχνουν κινηματογραφικές εικόνες καθώς τον διαβάζεις αλλά…. αλλά..από τα βιβλία του, είτε μυθιστορήματα είτε και διηγήματα, λείπει παντελώς η δράση. Όταν λοιπόν ένας συγγραφέας περιγράφει κατά κόρον ΣΚΕΨΕΙΣ ηρώων ενώ το κινηματογραφικό σενάριο καλείται να μετατρέψει τις σκέψεις αυτές σε ΠΡΑΞΕΙΣ πως βαδίζεις;
Το περίεργο έρχεται όταν βλέπεις ποιος ανέλαβε τη διασκευή, τη μετατροπή του βιβλίου σε σενάριο. Ο ΜΠΑΚ ΧΕΝΡΥ, ένας ακόμα άξιος συντελεστής που ενεπλάκη σε αυτή την ταινία κι ο οποίος, επίσης, εδώ κι αρκετά χρόνια, μοιάζει παροπλισμένος, τουλάχιστον σε πρώτης σειράς εγχειρήματα. Μόνο που ο Μπακ Χένρυ, ηθοποιός στα πρώτα νιάτα του, άρα ξέρει ακόμα καλύτερα τον κεντρικό ήρωα του βιβλίου του Ροθ που θα τον κάνουν ταινία, διακρίθηκε ως σεναριογράφος και σκηνοθέτης στις κομεντί. Συνεργάστηκε με την Ιλέιν Μέι, συν-υπέγραψε το σενάριο του «Πρωτάρη», πήρε credit συν-σκηνοθέτη από τον Ουόρεν Μπίτι στο «Ας περιμένει ο Παράδεισος» διότι προφανώς ήταν μεγάλη η συνεισφορά του… Αρα; Μήπως ο Μπακ Χένρυ , αν δεν το ξεκίνησε μόνος του, ή εκείνοι που τον κάλεσαν, σκέφτηκε πως ένας τόσο υπερβολικός ήρωας σαν το θεατρίνο της «Ταπείνωσης», μέσα στην γελοιότητα του κρύβει και χιούμορ ή μπορεί να ενισχυθεί από αυτή την παράμετρο; Αν ίσχυε αυτό, τότε η μετατροπή του ήρωα του Ροθ σε χαρακτήρα κομεντί με το πλαίσιο να παραμένει ως είχε χωρίς να δουλεύεται αναλόγως κι η δράση αφού έτσι κι αλλιώς δεν υπήρχε και στη συνέχεια η σκηνοθεσία του Λέβινσον να ισορροπήσει με τα δύο πόδια σε δύο βάρκες και με τον Πατσίνο να αντιλαμβάνεται πλήρως την κατάσταση και να προσφέρει νότες εξαίρετα κωμικές στην ερμηνεία του αλλά ενός ρόλου τραγικού από τη φτιάξη του… μήπως φταίει αυτό που όλα τούτα δεν συνταιριάστηκαν μεταξύ τους, δεν εναρμονίστηκαν, δεν έδεσαν κι έτσι το φαγητό , ακόμα κι αν δεν ήταν για πέταμα, ακόμα κι αν δεν ίσχυε, ή θα ήταν υπερβολικό, το «δεν τρωγόταν», πάντως σίγουρα δεν άνοιγε την όρεξη, δεν έστελνε μυρωδιά στις γειτονιές του κοινού ώστε να φτάσουν ως το ταμείο του κινηματογράφου και να το δοκιμάσουν;
ΥΓ.Και κάτι για την Γκρέτα Τζέργουιγκ. Την υπερεκτίμησαν κάποιοι θαυμαστές του «ανεξάρτητου» στην «FrancesHa». Δεν το έχει. Δίπλα στον Πατσίνο κιόλας… Δεν είναι ατάλαντη. Αλλά είναι από τις ηθοποιούς εκείνες που τους λείπει το «κάτι», που δεν ηλεκτρίζουν.