Θα ξεκινούσα από αυτό και θα έλεγα ότι ναι, η ταινία του ΛΟΥΚΑ ΓΚΟΥΑΝΤΑΝΙΝΟ έχει μεγάλη ψυχαγωγική αξία κι αυτό δεν είναι ξεκομμένο από την καλλιτεχνική.
Προχωράμε στις επιμέρους αξίες και στο πως συνθέτονται και καταλήγουν στο ΟΛΟΝ
Βάζω πρώτο το εκ του περιεχομένου. Ως Εργοκεντρικός διότι χωρίς έργο, χωρίς θέμα, χωρίς υπόθεση, καλλιτεχνία δεν γίνεται. Και το «ΟΙ ΑΝΤΙΠΑΛΟΙ» είναι μια από τις ωραιότερες ,τις πιο φρέσκες και τις πιο πρωτότυπες ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΕΡΩΤΙΚΟΥ ΤΡΙΓΩΝΟΥ που έχουμε δει, κυρίως τα τελευταία χρόνια που κυριαρχεί μια συναισθηματική στέγνα. Προτάσσω το «ταινία τριγώνου’ κι ας είναι ρεκλαμαρισμένο το «τένις» ότι είναι ταινία για το τένις ,άρα αθλητική, αρα κάποιοι βαριούνται ενώ θα έπρεπε να εχουν καταδικάσει την παραπληροφόρηση.
Ναι, το τένις, είναι επίφαση. Είναι υπόστρωμα, είναι αφορμή. Η ταινία όμως είναι ερωτική ακόμα κι όταν μιλά και για το τένις, ακόμα κι όταν μιλά για φίλους, ακόμα κι όταν μιλά για ένθεν κακείθεν, ακόμα κι όταν μιλά για το τρίγωνο, ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον τρίγωνο, στο οποίο συμμετέχει απολύτως το τένις. Μια γυναίκα ,δύο άντρες και το τένις ενώνει ερωτικά και τους τρεις.
Το δεύτερο σπουδαίο είναι η αφήγηση. Μια εκπληκτική αφήγηση μέσω του μοντάζ. Μια ιστορία που πάει διαρκώς μπρος και πίσω, ανάμεσα στο σήμερα, στις απαρχές και στα ενδιάμεσα , δυο τενίστες και μια τενίστρια κι η μέσω του μοντάζ αφήγηση κάνει το όλο πράγμα εξαιρετικά συναρπαστικό.
Επιτρέψτε μου εδώ να κάνω μια παρένθεση σχετικά με το τένις, κι ότι από τη φύση του, μπορεί να πει κάποιος, ότι είναι γεννημένο για… μοντάζ. Ισχύει σε μεγάλο βαθμό, εφόσον περιοριστούμε ή επικεντρωθούμε στις φάσεις του παιχνιδιού, ωστόσο υπάρχει μια εξαίρεση , είναι ¨Ο άγνωστος του εξπρες» του Χίτσκοκ, όπου τη μεγάλη σεκάνς του τένις, την πέτυχε με την κάμερα. Με το πως κοιτούσε η κάμερα τους παίκτες και τη φάση κι έβγαινε από εκεί η αγωνία.. Διότι ο Χίτσκοκ επειδή ο ίδιος ως σκηνοθέτης, δούλευε με το μοντάζ στο μυαλό του, δεν άφηνε πολλά περιθώρια πρωτοβουλιών στους μοντέρ, τα είχε όλα έτοιμα εκείνος.
Ο Λουκα Γκουαντανίνο δείχνει και πάλι πόσο μελετημένος είναι, δουλεύει , δια των εντολών του , πολύ καλά και την κάμερα στις φάσεις αυτές, μόνο που εδώ το μοντάζ δεν έχει να πλασάρει τόσο το τένις όσο την ίδια την ιστορία και τους χρόνους εξέλιξης, τα σεναριακά επεισόδια που είναι εξαιρετικά γραμμένα από τον σεναριογράφο ΤΖΑΣΤΙΝ ΚΟΥΡΙΤΖΚΙΣ, και μέσω αυτών κάνει δια του μοντάζ την αφήγηση. Κάθε τόσο κάποια πτυχή φωτίζεται, κάτι ήταν κρυμμένο κι έρχεται να συναρπάσει, γενικά σου αποσπά την προσοχή με τον τρόπο της.
Κι όλα αυτά έχουν να κάνουν με τον ΛΟΥΚΑ ΓΚΟΥΑΝΤΑΝΙΝΟ διότι αυτά είναι Σκηνοθεσία, είναι ο τρόπος με τον οποίο δουλεύει ο διεθνοποιημένος Ιταλός κι είναι που μπερδεύει όλους εκείνους που δεν ξέρουν που ακριβως να τον εντάξουν, ακριβως λόγω δικού τους Εργοκεντρικού ελλείμματος . Ο Γκουαντανίνο εμπνέεται μέσα από τις εικόνες, τις ιστορίες ποκ έχει να αφηγηθεί ως σκηνοθέτης (μην μπερδεύουμε σεναριογράφους με σκηνοθέτες, σενάρια με σκηνοθεσίες) είναι στο πως να τα κάνει εικόνα. Η εικόνα τον ενδιαφέρει κι όπως εχει δηλώσει ο ίδιος απεχθάνεται το «στυλ», μια λέξη που πάνε να του προσδώσουν, η οποία είναι αποτέλεσμα και προϊον αμηχανίας. Ο Σύντνεϋ Λιούμετ είχε μιλήσει ανοιχτά πάνω στο περι «στυλ», επειδή τον κατηγορούσαν πως δεν έχει στυλ, λέγοντας ότι «ΣΤΥΛ ΕΧΟΥΝ ΟΛΟΙ ΟΙ ΣΚΗΝΟΘΕΤΕΣ, Ο ΚΑΘΕΝΑΣ ΔΟΥΛΕΥΕΙ ΜΕ ΤΟ ΔΙΚΟ ΤΟΥ. ΣΤΥΛ ΕΙΝΑΙ ΑΚΟΜΑ ΚΙ Η ΚΑΜΕΡΑ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΕ ΕΝΑΝ ΗΘΟΠΟΙΟ ΠΟΥ ΤΟΝ ΞΕΓΥΜΝΩΝΕΙ». Ο Γκουαντανίνο, σε αυτό το φίλμ, όπως και στα άλλα σκηνοθετεί με «στυλ» όπως λένε, σκηνοθετεί όμως παραγωγή εικόνων οι οποίες βγάζουν το συναίσθημα της ιστορίας και την αγωνία με τον ίλιγγο μαζί, του αντικειμένου στο οποίο εντάσσεται η ιστορία και μαζί με αυτήν κι ι άνθρωποι της.
Επόμενος λόγος , για να τη δει κάποιος, είναι κι οι άνθρωποι της. Τα δυο παλικάρια είναι εξαιρετικά, ο ΜΑΪΚ ΦΑΙΣΤ που έπαιξε τον «Ριφ» στο κατά Σπήλμπεργκ «West Side Story» κι ο ΤΖΟΣ Ο’ΚΟΝΟΡ , o oποίος διακρίθηκε ως διάδοχος Κάρολος της Αγγλίας, με υποψηφιότητα για «Εμυ» στο «Στέμμα» με Ελισάβετ την Ολίβια Κόλμαν, και τον είδαμε και πρόσφατα στη «Χίμαιρα» της Αλις Ρορβάχερ, κάνουν ένα εκπληκτικό παιχνίδι μεταξύ τους, η χαρά του σκηνοθέτη να έχει να τους απολαμβάνει κι ανάμεσα τους η ΖΕΝΤΑΓΙΑ. Η Ζεντάγια όλο κι ανεβαίνει κι εδώ πλέον δείχνει ότι είναι ηθοποιός που πρέπει να αντιληφθούν τις σοβαρές προδιαγραφές της, εδώ στο ρόλο δίνει το άριστα της.
Το φιλμ διαθέτει την ωραιότερη ερωτική σκηνή τριγώνου, σκηνή φιλιού συγκεκριμένα, ανάμεσα σε τρεις, πως γίνεται; Γίνεται, πραγματικά σκηνή φιλιού τριγώνου, μέχρι τωρα το περι τριγώνου ερωτικό το κατείχε ο Μπερτολούτσι στον «Τελευταιο αυτοκράτορα» αλλά κάτω από σκεπάσματα..
Όπως επίσης , το κέφι του Γκουαντανίνο, μας δίνει και μια εμπνευσμένη σκηνή με ιδρώτα που στάζει από το πρόσωπο.
Φαίνεται ότι την έκανε κέφι την ταινία κι ότι την έκανε με κέφι μπόλικο.
Σε όλη αυτή τη διαδρομή, εμπνευσμένους συμπαραστάτες είχε ο Γκουαντανίνο τους δυο φοβερούς και τρομερούς ΤΡΕΝΤ ΡΕΖΝΟΡ κι ΑΤΤΙΚΟΥΣ ΡΟΣ, συνθετικό ντουέτο βραβευμένο με δύο Oscar (για το «Social network» και το «Soul»-σε αυτό υπήρχε και τρίτος, ο ΤΖΩΝ ΜΠΑΠΤΙΣΤ) και στη μουσική τους που συνοδεύει την ταινία, της οφείλουν ευγνωμοσύνη, ο σκηνοθέτης κι ο μοντέρ ΜΑΡΚΟ ΚΟΣΤΑ.