Και στο συγκεκριμένο φιμ, για να μη μακρηγορήσω, υπάρχει σενάριο αλλά και σπουδή πάνω και γύρω από το σενάριο με ένα τρόπο που θα τον χαρακτήριζα ΕΥΦΥΗ. Και το queer movie, πάει παραπέρα από αυτό που θα φαντάζονταν πολλοί για τα ελληνικά δεδομένα. Γίνεται κομεντί, που μπορεί και κρατά τις ισορροπίες, γίνεται και ρομαντική ιστορία, μεταξύ ανδρών, μπορεί και διαχειρίζεται τις καταστάσεις, γίνεται καταγραφή περιβάλλοντος, εμψύχου κι άψυχου, με όσα υπαγορεύουν οι σεναριακοί κανόνες. Υπάρχει και τόπος, υπάρχει και Χρόνος, υπάρχουν κι οι άνθρωποι , υπάρχει και ιστορία. Το πρώτιστο για να γίνει ένα έργο…., τουλάχιστον για να ξεκινήσει, μετά ανιχνεύουμε και τοποθετούμε το χαρακτήρες και τους κάνουμε μέρος και γρανάζια της υπόθεσης, της αφήγησης-καλύτερα, με στόχο το ευχάριστο συναίσθημα του θεατή που θα δει μια ταινία . Η οποία περιεκτικά μπορεί να του φανεί διαφορετική αλλά ο τρόπος της είναι τόσο κινηματογραφικός ώστε να του γίνει οικεία. Και μαζι με αυτήν, και το θέμα της κι οι άνθρωποι της.
Δύο φίλοι, γκεϊ αμφότεροι, «ξεκαλοκαιριάζουν» στα λιμανάκια, κάπου εκεί μεταξύ Βουλιαγμένης και Βάρκιζας, ο ένας έχει χωρίσει από τη σχέση του, ο άλλος παιδεύεται με ένα σεναριο , στο οποίο εμπλέκεται κι ο πρωτος….κι υπάρχει κι η «κάρμεν» του τίτλου (δεν θα πω λεπτομέρειες για αυτήν, άλλωστε είναι και κλειδί» στην υπόθεση, εξου κι ο τίτλος, έξυπνος κι αυτός…) θα συμβούν διαφορά στον καθένα, που θα είναι σαν να συμβαίνουν και στους δυο μαζί, αυτά που συμβαίνουν θα δίνουν την αφορμή κι ευκαιρία για ανάπτυξη ρόλων , όπως ας πούμε της μητέρας, όπου εδώ μπαίνει το σκηνοθετικό του Μαυροειδή, στο πως αναγιγνώσκει το σεναριακό του ίδιου και του συνεργάτη του ΞΕΝΟΦΩΝΤΑ ΧΑΛΑΤΣΗ, κι αναφέρομαι στους ρόλους που αναπηδουν γύρω τους .Ως κύριο παραδειγμα εννοώ το ρόλο της μητέρας που πραγματικά τον κεντα η ΡΟΥΜΠΙΝΗ ΒΑΣΙΛΑΚΟΠΟΥΛΟΥ κι είναι τοσο σωστα γραμμένος και τοποθετημένο supporting ρόλος μέσα σε σενάριο ,στη θέση που πρέπει να κατέχει, στη στιγμη που τον εμφανίζουν στη δράση.
Μιλώ από το ξεκίνημα της κριτικής για ένα ευφυές σεναριακό εύρημα, για μια πανέξυπνη κίνηση κλπ.. Που εντοπίζεται;
Στο σεναριο αλλά και στην εξυπνάδα να πάρουν ένα βιβλίο , που περιέχει τις βασικές αρχές περί σεναρίου, του ΣΥΝΤ ΦΙΛΝΤ συγκεκριμμένα, να το εντάξουν στη δράση , να περνά στον κόσμο μηνύματα-μαθήματα περί σεναρίου και δομής και συγχρόνως να το έχει κι ο ίδιος ως μπούσουλα για το πως πρέπει να οικοδομήσει την αφήγηση του. Το εύρημα αυτό με ξετρέλανε. Κάτι που σε άλλα σενάρια, όχι μόνο της φετινής σοδειάς, δεν είδα.
Το σεναριο-σκηνοθεσία (κι ας υπογράφεται το πρώτο από δυο άτομα κι όχι μόνο από το σκηνοθέτη) είναι τόσο στέρεο ώστε να εμπνέει σκηνοθεσία, να υπαγορεύει σκηνοθεσία, να περνά και στους άλλους συντελεστές όπως στη φωτογραφία του ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΜΙΧΟΠΟΥΛΟΥ, ή στη μουσική που υπογράφει ο ΤΕΝΤ ΡΕΓΚΛΙΣ κι είναι τόσο μέσα στο πνεύμα και στη χαλαρή διάθεση, επίσης το μοντάζ (ΛΙΒΙΑ ΝΑΡΟΥΤΣΟΠΟΥΛΟΥ) , το μοντάζ που δεν φαίνεται, κι όπως μου έχουν διδάξει άπειροι ειδικοί είναι πως η Μουσική και το Μοντάζ είναι τα πιο δύσκολα για το είδος κομεντί….Επίσης να αναφέρω και τα ντεκόρ(ΑΛΙΚΗ ΚΟΥΒΑΚΑ) που είναι ακριβώς χώροι για να κινούνται οι χαρατήρες, τα εκάστοτε διαμερίσματα, η διακόσμηση τους, οι αντιθεσεις χαρακτήρων και σκηνικων που πάνε ταιριαστα, και τελικα φτιάχνουν μια ταινία καλοκαιρινής διάθεσης κι ατμοσφαίρας που έχει και το κάτι περισσότερο, κι είναι και συγχρονη και φέρνει κοντα τους ανθρώπους , εκείνους που θέλουν να έρθουν κοντά.
Οι δυο βασικοί ερμηνευτές, ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΤΣΙΑΝΤΟΥΛΑΣ κι ο ΑΝΔΡΕΑΣ ΛΑΜΠΡΟΠΟΥΛΟΣ έχουν τόση αλήθεια, τόση φυσικότητα, ο Λαμπρόπουλος βάζει κι ένα στοιχείο δεξιοτεχνίας, που το ζητά κι ο ρόλος του.
Είναι υποψηφιο στα βραβεία της Ελληνικής Ακαδημίας, τα ΙΡΙΣ, σε 12 κατηγορίες.