Ισως επειδή δεν είναι από τα διεθνή πολυδιαφημισμένα όσο κάποιων άλλων χωρών, ίσως πάλι επειδή ο κόσμος δεν ταξιδεύει τόσο πολύ και τόσο συχνά στη Ρωσία , αν και υπάρχουν ρωσικά εστιατόρια σε πολλές μεγάλες πόλεις του κόσμου. Από το να φας σε ξένο εστιατόριο αλλοδαπής χώρας μέχρι να φας το εθνικό πιάτο στον τόπο του, μεσολαβεί κενό.
Και στο φαγητό δίνω ξεχωριστή σημασία στα ταξίδια μια και το θεωρώ όχι απλώς αναπόσπαστο κομμάτι αλλά κύριο της κουλτούρας ενός λαού. Από το φαγητό καταλαβαίνεις τις ανάγκες των συνθηκών αλλά και το τι παράγει ένας ο τόπος και πως αυτό αξιοποιείται τόσο σε επίπεδο διατροφής και συντήρησης όσο και γεύσης που έχει να κάνει με τις αισθήσεις και με τις ηδονές.
Το ρωσικό φαγητό αν και συγγενεύει ως επιρροή κουζίνας με το γαλλικό, εν τούτοις στην παρασκευή και στη γεύση πλησιάζει προς την ιταλική αντίληψη στο ότι γεύεσαι λεπτότητες από πράγματα που ήταν ανάγκη να χορτάσει ο κόσμος.
Τώρα, το αν περισσότερο «πέρασε» προς τα έξω το χαβιάρι που δεν είναι φαί του φτωχού αλλά μια πανάκριβη δοκιμή, ε, αυτό είναι μέρος της Ιστορίας μια και το χαβιάρι το καλό και το σωστό παράγεται από τον οξύρυγχο κυρίως που ζει στα μέρη εκείνα , στην Κασπία και στο Βόλγα, και σε πολλές από τις μυθικές λιμνοθάλασσες που ενυδατώνουν την αχανή χώρα κι είναι ψάρι που σπανίζει.
Βεβαίως και το δοκιμάσαμε κι είναι εκπληκτικός ο τρόπος με τον οποίο το σερβίρουν σε Μόσχα και Αγία Πετρούπολη και θα γράψω αναλυτικά παρακάτω περί αυτού όταν θα φτάσουμε στο μυθικό εστιατόριο της Πετρούπολης, το «ΠΑΛΚΙΝΓΚ». Αν και δεν διέφερε ο τρόπος με τον οποίο το γευτήκαμε και στη Μόσχα .
Να σημειώσω ότι το χαβιάρι είναι κι εκεί από τα ακριβά τους πιάτα και κατατάσσεται στα ορεκτικά.
Το φαγητό είναι «ακριβό» όπως είναι κι όλη η Ρωσία αλλά με μια ΒΑΣΙΚΗ ΕΞΗΓΗΣΗ: Αυτό που είναι ακριβό είναι το ρούβλι, επειδή ως πληθωριστικό νόμισμα χάνει τη σημασία του και φεύγουν από τα χέρια σου τα ρούβλια, έτσι για πλάκα.
Τα εστιατόρια, έχουν όλες τις διαβαθμίσεις κι απευθύνονται σε όλα τα βαλάντια αλλά είτε σε «ακριβό» πας είτε σε «φτηνό», πάλι ακριβά θα σου κοστίσει ένεκα νομίσματος.
Όμως έχουν τεράστια σημασία και οι χώροι, όπου η ατμόσφαιρα είναι δεδομένη. Κι εδώ συναντάς πάλι την έννοια «ΚΟΥΛΤΟΥΡΑ» που διέπει τους Ρώσους, όπου τα παραδοσιακά, είτε είναι «φτηνά» είτε «ακριβά», όλα ή τα περισσότερα, κουβαλούν μια Ιστορία, την ίδια την ΙΣΤΟΡΙΑ. Κι οι χώροι αποπνέουν μισοσκόταδο και πνεύμα. Πολύ μισοσκόταδο, πολύ πνεύμα.
Λέγονται «Καφέ» τα περισσότερα, όπου σε άλλα προστίθεται ή λέξη «εστιατόριο», σε άλλα παραμένει το Καφέ» σκέτο, και στις δύο περιπτώσεις σερβίρεται κανονικά φαγητό. Πολλές αίθουσες, απαραίτητες κι οι βιβλιοθήκες σε πολλά από αυτά, όπως στο διάσημο «ΠΟΥΣΚΙΝ» που κρατά από τον 19ο αιώνα κι είναι από τα «πρέπει» της Μόσχας. Εκεί έγραφε ο Πούσκιν, εκεί σύχναζε ο Ντοστογιέφσκι όταν είχε μετακομίσει στη Μόσχα από την Πετρούπολη, εκεί ο ένας, εκεί ο άλλος… Κι έγινε διάσημο από τον Ζυλμπέρ Μπεκό μια κι εκεί υποτίθεται έγραψε τη «Ναταλί» και στους στίχους αναφέρει το εστιατόριο, που λειτουργεί κι ως μπαρ κι ως καφέ κι από τον Ζυλμπέρ Μπεκό και μετά λένε ότι του έγινε και ειδική ανακαίνιση .
Το «Πούσκιν» λειτουργεί όλο το 24ωρο, έχει τρεις ορόφους, χρειάζεται κράτηση για τις ώρες της αιχμής, είναι ελεύθερο κρατήσεων μετά τις 10.00 μμ αλλά… μπορεί και να μη βρεις τραπέζι.. Οχι! Βρίσκεις. Διότι είναι μεγάλο. Ένα αρχοντικό στο κέντρο της Μόσχας, κομματάκι ακριβούτσικο, έως κι αρκετά θα έλεγα, με γκαρσόνια και «μαιτρ» να θεωρούν υποχρέωση τους να σου κάνουν μάθημα Ιστορίας και Γεωγραφίας- α ρε Ρώσοι!- για κάθε πιάτο που αναγράφεται στον κατάλογο και θέλεις να μάθεις λεπτομέρειες. Ο «μαιτρ» έρχεται ακόμα και με το κινητό του που είναι εφοδιασμένο με χάρτη και σού δείχνει τους τόπους καταγωγής των διαφόρων «συνταγών». Εκεί, στο «ΠΟΥΣΚΙΝ» έμαθα και τα της… ρώσικης σαλάτας.
Η ΠΙΟ ΔΙΑΣΗΜΗ ΣΑΛΑΤΑ ΔΕΝ ΛΕΓΕΤΑΙ «ΡΩΣΙΚΗ» ΣΤΗΝ ΠΑΤΡΙΔΑ ΤΗΣ.
Κι αυτό το μάθημα το οφείλω στον μαιτρ του διάσημου μοσχοβίτικου καφέ. Διότι μέχρι να πάμε εκεί, ρώσικη σαλάτα ψάχναμε, για να τη γευτούμε ρε αδερφέ στον τόπο της, και ρώσικη σαλάτα δεν βρίσκαμε. Σε ΚΑΝΕΝΑ μενού , σε κανένα τιμοκατάλογο. «Τι διάολο» έλεγα. Ωσπου ήρθε ο αρχισερβιτόρος και μας έκανε το φροντιστηριάκι.
Η ΡΩΣΙΚΗ ΣΑΛΑΤΑ ΣΤΗ ΡΩΣΙΑ ΛΕΓΕΤΑΙ «ΣΑΛΑΤΑ ΟΛΙΒΙΕ’»
Μάλιστα:. Και δεν είναι μία αλλά πολλές. Πάνω στην ίδια βάση που είναι η βραστή πατάτα, η μαγιονέζα (σε πολύ μικρότερη δοσολογία από αυτό που γνωρίζουμε), ο αρακάς, τα καρότα κι από κει και μετά, αρχίζουν οι παραλλαγές της. Άλλος χώνει μέσα κρεατικό, άλλος ψαρικό, , υπάρχουν κι εκδοχές «κόκκινες», όπου κυριαρχούν είτε το παντζάρι είτε το κόκκινο λάχανο, που προσφέρεται εν αφθονία στη ρώσικη κουζίνα. Το όνομα της, «Ολιβιέ», το αντλεί από τον ΓΑΛΛΟ ΣΕΦ που την ανακάλυψε κι ήταν ο σεφ της ΜΕΓΑΛΗΣ ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗΣ. Τον είχε φέρει από το Παρίσι, διότι η Γερμανίδα αυτοκρατόρισσα της Ρωσίας είχε αδυναμία στη γαλλική κουζίνα κι εκείνος θέλησε να φτιάξει μια σαλάτα- «δώρο» στη βασίλισσα του. Η επιτυχία της σαλάτας του μεσιέ Ολιβιέ ξεπέρασε τα ρωσικά σύνορα, έγινε παγκόσμια, πολιτογραφήθηκε παντού ως «ρωσική σαλάτα» αλλά στη Ρωσία έμεινε με το όνομα του δημιουργού της κι ως «σαλάτα Ολιβιέ» θα τη βρεί ο επισκέπτης στους τιμοκαταλόγους.
Στο «Πούσκιν» μάθαμε επίσης και για τα πιροσκί και τα μέρη από τα οποία προέρχεται το καθένα, μια και υπάρχουν συνολικά ΕΦΤΑ διαφορετικοί τύποι πιροσκί εκεί μέσα , που το ζυμάρι του μοιάζει με σφολιάτα κι όχι έτσι όπως το ξέρουμε στην Ελλάδα. Με πατάτα και μανιτάρια, με ψάρι, με κιμά μοσχαρίσιο, με κιμά αρνίσιο από τα νότια της χώρας, με λάχανο- είναι τα πιο προτιμητέα (αναφέρω μερικά) και φαντάζομαι ότι οι παραλλαγές δεν θα έχουν σταματημό.
Ένα άλλο «καφέ», το «ΤΣΑΙΚΟΦΣΚΙ»,στο Κέντρο της Μόσχας, στο άγαλμα του Μαγιακόβσκι, στην Πλατεία με τα Θέατρα που είναι κι ο διάσημος σταθμός του μετρό «Μαγιακόβσκαγια», είχε τη δική του υποβολή. Κι εκεί, όπως και στο «Πούσκιν», μόνο που είναι αισθητά οικονομικότερο, μπορείς να πας για καφέ και γλυκό ή για ποτό ή φυσικά και για φαί, κι εκεί υποβάλει η ατμόσφαιρα, κι εκεί ο αρχισερβιτόρος αρχίζει τα μαθήματα Ιστορίας και Γεωγραφίας σε ό, τι τον ρωτήσεις- το «Κοτόπουλο Κιέβου» που σου έρχεται μέσα σε κρούστα και μόλις ακουμπήσεις μαχαίρι η πιρούνι στο νοστιμότατο περιτύλιγμα, χύνεται ποτάμι το σκορδάτο , λιωμένο βούτυρο που κρυβόταν καλά φυλαγμένο από τον μάγειρα. Κι εδώ, όπως και στο «Πούσκιν», το μοσχάρι στρογγανώφ ήταν σε εξαίσια κι αντιπροσωπευτική ρωσική σφραγίδα.
Οι σούπες είναι μια άλλη πανδαισία κι ειδικά η «Μπορς» κινδύνεψε να γίνει καθημερινό φαγητό και να μη δοκιμάσουμε τίποτε άλλο. Κατακόκκινη, από το παντζάρι και το σχετικό λάχανο, με άφθονο κρέας για να σε δυναμώσει και με εκείνη την απίθανη ξινή κρέμα που τη χρησιμοποιούν σε πολλά εδέσματα… τι να λες. Όπως επίσης και μιά άλλη σούπα που αυτή τη δοκίμασα στην Πετρούπολη , η «ψαρόσουπα του Τσάρου» όπου μέσα στο παχύ ζουμί της που θριαμβεύει ο άνηθος εμφανίζονται κομμάτια ολόκληρα από φρέσκο σολομό- ζήτω η επανάσταση!
Κι αν πείς για τα «μπελμένι», κάτι σαν «νιόκι» ή μάλλον σαν ραβιόλια, που τα γεμίζουν με κρέας ή με ψάρι… Πολύ χαρακτηριστικό
Και βέβαια, τα ρώσικα σουβλάκια, που εκεί όλοι τα ξέρουν ως «σασλίκ» και τα οποία συνιστώνται κυρίως στα γεωργιανά εστιατόρια, τα οποία γεωργιανά εστιατόρια συνιστώνται έτσι κι αλλιώς για αυτού του είδους τις συνταγές τους που τις έχουν σχεδόν αποκλειστικότητα.
Υπάρχουν και τα «μπλίνις» που θα τα αναφέρω σε λίγο, καθώς πλησιάζουμε στο «ΠΑΛΚΙΝΓΚ» της Πετρούπολης.
Πριν πάμε εκεί, να σας και το άλλο που με εντυπωσίασε και μου άρεσε τρελά ως ατμόσφαιρα κι ως φαγητό κι αυτά ήταν και τα πιο οικονομικά: Τα «ΣΟΒΙΕΤΙΚΑ». Μάλιστα, σωστά διαβάσατε. Υπάρχουν εν αφθονία και στη Μόσχα και στην Αγία Πετρούπολη και τα λεγόμενα «σοβιετικά καφέ». Προσωπικά, τρελάθηκα με αυτά επειδή μου αρέσουν τα παραδοσιακά, τα «μικρά», τα ατμοσφαιρικά, τα ιστορικά, τα παλαιά. Υπόγεια ή ημι-υπόγεια, πραγματικά σε μεταφέρουν σε άλλη εποχή, κυρίως στις δεκαετίες 50 και 60, λόγω ποιότητας το κάνουν με ένα τρόπο που δεν φαίνεται σαν να σε υποδέχονται σε κομμουνιστική Ντίσνευλαντ αλλά σε κάτι κανονικό, σε μια ατμόσφαιρα, σε ένα παλαιό καιρό που όμως έχει συνέχεια. Ο διάκοσμος περιλαμβάνει καρό τραπεζομάντηλα, ένα παλιό ραδιόφωνο, τραπέζια κομμένα αλά ’50, δίσκους γραμμοφώνου και πικ-απ των χρόνων του ’60 ενώ υπάρχουν και φωτογραφίες ηθοποιών του σοβιετικού κινηματογράφου αλλά και της Μαίριλυν και της Βίβιαν Λι. Με διαβεβαίωσε κάποιος ότι οι δύο αυτές σταρ υπήρχαν στα καφέ κι επί σοβιετικής περιόδου, η Μαίριλυν μετά θάνατον ως θύμα, προφανώς, της «κακιάς Αμερικής» αλλά κι ως σύζυγος του αριστερών φρονημάτων Αρθουρ Μίλερ (και γκόμενα του επίσης αριστερού Υβ Μοντάν- λέω εγώ!...χιχιχι), η δε Βίβιαν ως αναγνωρισμένης αξίας κι από τους Σοβιετικούς(ίσως και για κόντρα στον Λόρεν Ολίβιε που κοντράριζε πάντοτε τη ρώσικη σχολή θεάτρου και τη μέθοδο Στανισλάφσκι). Και βέβαια, φωτό του Γκαγκάριν αλλά και του Μπρέζνιεφ και κάποιων ακόμα ισχυρών του τότε «πολίτ-μπιρό» κλπ,.κλπ. Το δε φαγητό θαυμάσιο. ΤΑ ΣΟΒΙΕΤΙΚΑ ΚΑΦΕ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΤΑ ΠΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ. Μιλάμε για πολύ….. συμβολισμό . Κι οι ξένοι που τα επισκέπτονται είναι στην πλειοψηφία τους Αμερικάνοι….
Η ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΤΟΥ «ΠΑΛΚΙΝΓΚ»
Το «Πάλικινγκ» βρίσκεται κι αυτό στην πολύ-αναφερμένη πιά κεντρικότατη λεωφόρο Νιέφσκι της Αγίας Πετρούπολης. Χτίστηκε τον 19ο αιώνα. Κι ήταν το εστιατόριο των Τσάρων και των Ευγενών που τους συνόδευαν. Αλλωστε, στα παρακάτω τετράγωνα συναντάμε τα διάφροα «παλάτια» (έτσι τα αποκαλούν και σήμερα) των ευγενών ενώ δεν απέχουν πολύ και τα Χειμερινά Ανάκτορα.
Το «Πάλκινγκ» ουδέποτε σταμάτησε, ούτε επί σοβιετικού καθεστώτος όπου εκεί πήγαιναν τους επίσημους αλλά κι οι ίδιοι, όταν πλέον «διαφέντευε» το Κόμμα. Διαφημίζεται ΕΠΙΣΗΜΩΣ ως το «εστιατόριο της ρωσικής ΑΡΙΣΤΟΚΡΑΤΙΚΗΣ κουζίνας». Αυτή είναι η «στάμπα» του. Μόνο που εδώ το εννοούν και δεν πρόκειται ούτε για «νουβέλ κουζίν» ούτε για σουσουδισμούς και «αστεράκια» και μισελινάκια και σκουφάκια και άλλες λοιπές αηδίες που θα έλεγε κι η αείμνηστη Ελένη Βλάχου.
Εδώ πρόκειται και πάλι για ΜΑΘΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ. Δεν υπήρχε περίπτωση να μη το επισκεφθώ κι ας ήξερα ότι η τιμή του ήταν τσουχτερή. Όπως, όμως, αποδείχτηκε , μας στοίχισε λιγότερα από το «Πούσκιν», μια κι υπάρχει διαφορά στις τιμές ανάμεσα σε Μόσχα και Αγία Πετρούπολη.
Το «Πάλκινγκ» εργάζεται πάνω στο τελετουργικό, όπως γινόταν τότε, τα πιάτα του είναι τα ίδια με του Τότε, οι δε σερβιτόροι του είναι δάσκαλοι της Ιστορίας και της Γεωγραφίας θα έλεγα, σε συνδυασμό πάντα με τη ρώσικη, χριστιανική ευγένεια.
Μεγάλες σκάλες μας οδηγούν στον δεύτερο όροφο όπου βρίσκεται το εστιατόριο κι επικρατεί κι εδώ το ημίφως σε μπλέ , όμως, τόνους. Περνάμε από τις υποχρεωτικές γκαρνταρόμπες, όπως το έχουμε πει που είναι υποχρεωτικές σε όλη τη Ρωσία, μας υποδέχονται οι σερβιτόροι με τις κρεμάστρες για τα σακάκια και τις ζακέτες, ώστε να τα κρεμάσουμε στο πλάι του τραπεζιού μας αν ζεσταθούμε, κι αρχίζει το τελετουργικό μάθημα. Απεριτίφ η βότκα. «Ναι μόνο που αυτή η βότκα παράγεται από το ίδιο το «Πάλκινγκ» κι είναι μόνο για το «Πάλκινγ» διότι αυτή η βότκα είναι η ίδια που έπιναν κι οι Τσάροι με τους ευγενείς». Κι επεξηγεί ο πρόθυμος σερβιτόρος, που εκτελεί και χρέη ιστορικού, ότι η βότκα παραγόταν με διαφορετικό τρόπο στον 19ο αιώνα αλλά με την είσοδο του 20ού , άλλαξαν τον τρόπο απόσταξης που ευθυγραμμίστηκε με τον τρόπο του κονιάκ και του ουίσκυ. Τη δοκίμασα μονοκοπανιά κι ήταν μια άλλη βότκα (που, σημειωτέον, δεν είναι και το ποτό μου). Με ένα ανάλογο μεζεδάκι , που περιλάμβανε μόνο ρέγκα και τουρσί για να της τονίζει τη γεύση. Κι εφόσον, πάρω ως πρώτο πιάτο το συνιστώμενο χαβιάρι, όφειλα να συνεχίσω με αυτήν. Κι ύστερα να αλλάξω σε κρασί , ενώ σε ένα άλλο εστιατόριο ένας άλλος «καθηγητής» σερβιτόρος μου σύστησε για ολοκλήρωση και καλό ύπνο «κι από πάνω μπύρα όπως κάνουν οι Ρώσοι». Εδώ όμως είμαστε στο «Πάλκινγκ».
Κι ως πρώτο έρχεται το χαβιάρι το οποίο συνοδεύεται, όπως και το πρώτο βράδυ στη Μόσχα, όπως και τις υπόλοιπες φορές , από «ΜΠΛΙΝΙΣ»(νάτα και τα «μπλίνις», τα ονομαστά «μπλίνις) που είναι σαν τηγανίτα, πολύ μαλακή, αλάδωτη, όπως το χαβιάρι, που είναι ένα άλλο χαβιάρι και δεν μυρίζει «ψαρίλα». Το χαβιάρι εκεί πηγαίνει πάνω στα μπλίνις και συνοδεύεται από την ξινή κρέμα, ψιλοκομμένο αυγό, ξεχωριστά ο κρόκος, ξεχωριστά το ασπράδι, και ψιλοκομμένο κρεμμυδάκι φρέσκο (αλλού φέρνουν κι άνηθο που τον συνηθίζουν πολύ στη Ρωσία, όπως κι όλα τα μυρωδικά «ο, τιδήποτε βγαίνει από τη γη πρέπει να το χρησιμοποιούμε άφοβα, είναι ευλογία» διατείνονται οι Ρώσοι)- όχι όμως και βούτυρο, που συνηθίζουν οι Δυτικοί.
Στην αλλαγή από πρώτο πιάτο σε κύριο έρχεται και σορμπέ. Για να αλλάξει τη γεύση. Μόνο που σε λίγο καταφθάνουν και μεγάλα δοχεία, ένα για τον κάθε εστιαζόμενο , που οι σερβιτόροι τα ανοίγουν ταυτόχρονα κι αναδύονται από μέσα «καπνοί» αχνισμένου πάγου, σαν να είμαστε σε show. Γιατί αυτό; Χμ! Διότι δεν πρέπει να αλλάξει μόνο η γεύση αλλά να καθαρίσει και η όσφρηση!
Και αμέσως μετά, ανοίγουν ταυτοχρόνως για τον κάθε συνδαιτυμόνα , τους δίσκους με τα κυρίως. Ώστε να βγούν ταυτοχρόνως οι μυρωδιές για τον καθένα στον οποίο απευθύνονται.
Κύριο πιάτο, οξύρυγχος της Κασπίας στον ατμό- πολύ αντιπροσωπευτικό για τους «ευγενείς» εκείνους που τους πήρε και τους σήκωσε-πάντως έτρωγαν καλά- αλίμονο. Το ψάρι από το οποίο βγαίνει το χαβιάρι. Για να υπάρχει μια «αλληλουχία» στο δείπνο..
Και στο γλυκό… Μπαμπάς με ρούμι. Από την ασιατική πλευρά της Ρωσίας. Μας τα εξηγούν όλα οι του «NationalGeographic» σερβιτόροι. Και το φτιάχνουν μπροστά μας. Ο πελάτης ρυθμίζει την ποσότητα του λικέρ, εκείνοι περιμένουν να τους πεις «φτάνει» για να το στολίσουν με κάτι μικροσκοπικά, ξινά ως επί το πλείστον φρούτα, που κάνουν πιο σύνθετη τη γεύση.
Μετά, τσάι. Τεράστιες ποικιλίες. Αυτή τη φορά δεν ζήτησα τη συμβουλή του Σεργκέι , του σερβιτόρου μας, που μας λάτρευε τους Ελληνες και μας έλεγε «ότι είστε οι μόνοι φίλοι που έχουμε στην Ευρώπη», ο οποίος ήταν έτοιμος να μου πει μυρωδικές παραλλαγές τσαγιού που θα ταίριαζαν με το μενού αλλά του ζήτησα «γνήσιο ρώσικο τσάι». Μου απάντησε «υγιεινότατο». Σε μικρό σαμοβάρι, έφερε το μαύρο τσάι, το οποίο από μυρωδικό είχε μόνο ένα πράγμα: Ένα κλωνάρι ΘΥΜΑΡΙ. Εμ, παίρνει τα κρυώματα. Το κάθε μέρος επιλέγει σοφά τις γεύσεις του με βάση τις συνθήκες- το ξαναλέω.
Κι ύστερα, το «δώρο» του «καταστήματος» : Ένα «χωνευτικό», που το παράγουν οι ίδιοι του ιστορικού εστιατορίου, από αποσταγμένα φρούτα και αρωματικά λουλούδια, με βάση την βότκα. Δεν έχω πιεί τέτοιο πράγμα στη ζωή μου. Χωρίς να ντραπώ ζήτησα τρεις φορές. Και την άλλη μέρα, το κεφάλι ήταν ΜΟΝΟ ΠΕΝΤΑΚΑΘΑΡΟ! Φοβερό; Κι όμως; Κι όμως..!
Και κατά την έξοδο, μας καληνύχτισαν με ένα δώρο , ένα κουτί με τέσσερα σοκολατάκια με λικέρ, φτιαγμένα από τους ίδιους, ως ευχαριστήριο για την τιμή. Με διαβεβαίωσαν ότι αυτό δεν περιλαμβανόταν στο τσαρικό μενού αλλά προερχόταν από την καρδιά τους. ΡΩΣΟΙ!!!!
Ωστόσο, την άλλη μέρα, πήγα σε σοβιετικό εστιατόριο. Τη γεύση τη γνήσια τσαρική μόνο ένα κομμουνιστικό ρεστοράν θα μπορούσε να την υπογραμμίσει αλλά και να την αλλάξει. Και να την προσγειώσει. Σωστά;