«Ο άνθρωπος από τη Μασσαλία»(LaFrench) είναι κλασικό δείγμα παλιάς γαλλικής κινηματογραφικής σχολής, η οποία έχει αφήσει πίσω της έργα πολλά κι υπέροχα τα οποία πάντα θα βλέπονται ακόμα κι αν οι τίτλοι τους έχουν ξεχαστεί αφού οι θεωρητικοί δεν ασχολούνται μαζί τους. Διότι και με τα έργα ισχύει, πάνω-κάτω, ό, τι ισχύει και με τους ανθρώπους: Όταν «φύγουν», πρέπει να υπάρχει πίσω κάποιος που να τους υπενθυμίζει στον κόσμο διαρκώς ειδάλλως ξεχνιούνται. Η λησμοσύνη δεν έχει να κάνει πάντα με την αξία αλλά με το αν είχαν κάποιους που να αναλάβουν τη σταυροφορία.
Το ίδιο γίνεται και με τα έργα. Ο γαλλικός κινηματογράφος έβγαλε πολλά αστυνομικα φιλμ, τα οποία ανανέωνε ως εμφάνιση στο πέρασμα των χρόνων, αλλά φυσικά οι σκηνοθέτες τους δεν τιμώνταν ιδιαιτέρως , οι δε πρωταγωνιστές τύπου Αλαίν Ντελόν ή Ζαν Πολ Μπελμοντό λοιδορούνταν. Τα έχουμε πεί όμως αυτά πολλές φορές.
Σήμερα που η Γαλλία ζητά βιομηχανική παρουσία επαναφέρει τα είδη της σε συμπαραγωγές με άλλες χώρες, όπως το έκανε και τότε. «Ο άνθρωπος από τη Μασσαλία» του Σέντρικ Χιμένεζ είναι μια καλή τέτοια περίπτωση , είναι συμπαραγωγή με το Βέλγιο, και θυμίζει αρκετά τον «Ανθρωπο από τη Γαλλία» του Γουίλιαμ Φρίντκιν, ως θέμα, τόπο κι εποχή. Διότι ως κινηματογράφος… καμμία σχέση, για να ξέρουμε και τι λέμε.
Η ταινία του Χιμένεζ δεν φέρνει κάποια αλλαγή στο τοπίο, ούτε ανανεώνει το είδος, όπως διέπραξε καθοριστικά ο Φρίντκιν τότε στο ανανεωμένο και βλοσυρό αμερικανικό σινεμά των 70ς. Ο «άνθρωπος από τη Μασσαλία» του Χιμένεζ προσφέρει ένα ωραίο φιλμ για να περάσει το δίωρο. Γύρω από τον αγώνα ενός δικαστικού (που ήταν κι υπαρκτό πρόσωπο αλλά δραματουργικά ουδόλως αυτό ενδιαφέρει) να ξεσκεπάσει ένα δίκτυο διακίνησης ναρκωτικών με πρωτεύουσα τη Μασσαλία.
Ο θεατής ευχαριστιέται τη μονομαχία των δύο ανδρών, του δικαστή με τον μαφιόζο, απολαμβάνει τη δράση, γοητεύεται από την ηλιόλουστη φωτογραφία του γαλλικού λιμανιού, όπως απολαμβάνει πάντα την κοσμοπολίτικη εικόνα όταν του προσφέρεται. Απολαμβάνει και το καινούργιο γαλλικό δίδυμο, τον ΖΑΝ ΝΤΥΖΑΡΝΤΕΝ και τον ΖΙΛ ΛΕΛΟΥΣ, που τους έχουμε ξαναδεί μαζί κι είναι πιθανόν ότι θα τους ξαναδούμε αν και βέβαια ο κράχτης είναι ο Ντυζαρντέν ο οποίος επιβάλει κάθε φορά την προσωπική του τσαχπινιά σε ό, τι ρόλο κι αν παίζει. Εκείνο που του εκτιμώ είναι ότι δεν προβάλει και το σώμα, το εργαλείο που του χάρισε το Οσκαρ σε βουβό ρόλο, στο «Theartist». Και με αυτό τον τρόπο δεν «καίει» τον εαυτό του κι εκείνη την ερμηνεία.
Το πρόβλημα με την ταινία για το είδος στο οποίο ανήκει, είναι ότι της λείπουν οι κομβικές σκηνές. Δεν υπάρχουν οι δύο ή τρεις απαραίτητες σκηνές που θα μπορούσαν να εμπεριέχουν την έμπνευση του σκηνοθέτη και να τις περιμένεις να τις ξαναδεις. Όταν δεν συμβαίνει αυτό, τότε το έργο, ενώ άρεσε καθώς το έβλεπες, κινδυνεύει να ξεχαστεί σύντομα μέσα στον ορυμαγδό των τόσων πολλών ταινιών που εναλλάσσονται στις οθόνες , είτε μικρές είτε μεγάλες είτε και….. μικρούτσικες.
Με τον «Ανθρωπο από τη Μασσαλία» πειραματίστηκα προσωπικά επειδή λόγω πείρας διέβλεψα κάτι τέτοιο. Για αυτό κι επέλεξα να μην γράψω το χειμώνα. Ηθελα να δω τι θα μου έχει μείνει. Δεν θυμόμουν τίποτα μετά από κάποιο καιρό. Για να γράψω αυτό το σημείωμα πήγα και τη νοίκιασα.