Τα λέω αυτά επειδή έχουν μπερδευτεί πολύ τα πράγματα κι οι ταινίες καθαρώς ψυχαγωγικού χαρακτήρα λοιδορούνται κανονικότατα. Ας μας αφήσουν ήσυχους και μας και το σινεμά κι ας μάθουν να ξεχωρίζουν την ήρα από το στάρι.
Το «Spy» το είδα με μικρή καθυστέρηση, όχι στην Αθήνα αλλά στη Λεμεσό, στην Κύπρο. Βρέθηκα εκεί για την κηδεία επιστήθιου φίλου. Στα τριήμερα πήρα την οικογένεια του και τους πήγα στο «Spy» , να ανασάνουν λίγο από τις επισκέψεις και τα τηλεφωνήματα συλλυπητηρίων.
Μου αρκεί που μετά το τέλος της ταινίας η ευγνωμοσύνη που κατέθεταν ήταν μεγαλύτερη από το ότι έμεινα μαζί τους μία εβδομάδα για να είμαι κοντά τους.
Αυτά λοιπόν για το σινεμά και για το τι πληγές επουλώνει. Προς τους διάφορους και τις διάφορες που δεν το αγαπούν κι ασελγούν πάνω του για να δηλώσουν σνομπ.
Βεβαίως και κατά μία έννοια, η ταινία μπορεί να χαρακτηριστεί και «σαχλίτσα». Αυτό είναι πάντα ένα θέμα για το είδος που λέγεται «κωμωδία», ειδικά όταν την βλέπει κανείς σε ενεστώτα χρόνο. Τις περισσότερες κωμωδίες που τις έχω δει στο χρόνο αυτόν κι όχι σε μέλλοντα, τις θυμάμαι να σχολιάζονται κάπως έτσι. Από τις ελληνικές που τώρα τις προσκυνάνε ως τον Τζέρι Λιούις που παιδάκι οκτώ χρονών με μάλωναν με τη φράση «δεν ντρέπεσαι να βλέπεις αυτές τις τρίχες;» . Μετά τον ανέλαβαν κι αυτόν οι Γάλλοι θεωρητικοί και στον μέλλοντα τον παρουσίασαν για κάτι άλλο από αυτό που ήταν. Όπως έκαναν και με τον Βέγγο κλπ, κλπ
Ετσι, λοιπόν, σύμφωνα με τους κανόνες της σοβαροφάνειας, το «Spy» ανήκει στη συνομοταξία. Τίποτα δεν είναι πιστευτό και πώς να είναι αφού το ίδιο το είδος επιβάλει την διόγκωση ώστε να πετύχει τη διακωμώδηση. Πόσο μάλλον όταν παρωδεί τα κατασκοπικά φιλμ, τις μυστικές υπηρεσίες, τη διεθνή κατασκοπεία κλπ όχι ως σάτιρα (οπου οι λογής ηλίθιοι θα πάνε να το συγκρίνουν φερειπείν με το «SOS Πεντάγωνο Καλεί Μόσχα» οπότε αυτομάτως απορρίπτονται ως «εκτός θέματος» διότι δεν είναι σε θέση να συγκρίνουν αφού δεν καταλαβαίνουν τις διαφορές, άρα πώς να κρίνουν;) αλλά ως κωμωδία ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΑ. Το ζητούμενο της κωμωδίας (κι επαναλαμβάνω να μην την μπερδεύουν με τη σάτιρα) είναι να κάνει το θεατή να γελάσει. Απαξ και το πετύχει…Θα μου πείτε «ναι, αλλά με τι γελάει ο καθένας;». Αυτό αφορά πλέον στον κάθε θεατή, όπως έχω ακούσει άτομα με υπόταση να κατηγορούν το κοκορέτσι ως ανάλατο. Δεν έφταιγε το κοκορέτσι αλλά η δική τους έλλειψη νατρίου.
Στην κωμωδία, λοιπόν, που παρωδεί πολλά κι αν με κάτι συγγενεύει (περισσότερο όμως για κατατοπιστικούς λόγους κι όχι ουσιαστικούς) είναι με το «Αληθινά ψέματα» του Τζέημς Κάμερον, χωρίς να είναι τόσο καλό όσο εκείνο.
Η ηρωίδα είναι μια κακομοιρούλα υπάλληλος της CIA, που την έχουν σε δουλειά ρουτίνας ενώ αυτή ονειρευόταν να γίνει…Τζέιμς Μποντ. Φυσικά και θα της δοθεί η ευκαιρία και βεβαίως και θα ακολουθηθεί κι η κοσμοπολίτικη διαδικασία με Παρίσι, Ρώμη και Βουδαπέστη αρχής γενομένης από Βάρνα Βουλγαρίας από όπου ξεκινά η υπόθεση.
Η υπόθεση ακριβώς στήνεται ώστε να περιλάβει ευρήματα κωμικών καταστάσεων που θα φέρουν στο θεατή την ευφορία και την ιλαρότητα. Το σενάριο είναι μελετημένο στην αξιολόγηση, την τοποθέτηση και τη χρήση των ευρημάτων ακολουθώντας πότε λογική 007 κι άλλοτε σεναριακές λύσεις «καρτούν». Το σπουδαιότερο στην ταινία και στο σκηνοθέτη Πολ Φέιγκ, που την υπογράφει, είναι πως το cast, η διανομή των ρόλων αποκτά βαρύνουσα σημασία, ότι δηλαδή χωρίς αυτούς τους ηθοποιούς η ταινία δεν θα γινόταν
Και ξεκινώ από την ΜΕΛΙΣΑ ΜΑΚΑΡΘΥ, η οποία είναι εξαιρετικά μετρημένη κωμικός, παίζει εντελώς αβίαστα τον κωμικό της ρόλο στον οποίο δίνει και τα ανθρώπινα του στοιχεία στο μέτρο του εφικτού και του επιτρεπομένου, προσέχει να παίζει με εκφράσεις κι όχι με γκριμάτσες. Κι ο σκηνοθέτης φυσικά της προβάλει το0 προσόν με τα διαρκή κοντινά πλάνα. Θα έπρεπε να είναι πολύ ηλίθιος ώστε βλέποντας μια ηθοποιό που παίζει με αυτό τον τρόπο την κωμωδία, να της έκανε γενικά πλάνα.
Μα την πλαισιώνει και με εξαιρετικό επιτελείο. Και πρώτος από όλους ο ΤΖΕΙΣΟΝ ΣΤΕΙΘΑΜ, ο οποίος παρωδεί Ο,ΤΙ έχει κάνει ως τώρα, ό,τι έχει ΧΤΙΣΕΙ. Σε αυτό που έφτιαξε για την καριέρα του actionhero, τώρα τραβά τη φωνή λίγο παραπάνω, κάνει μια ελαφριά γκριμάτσα κι ο σκηνοθέτης του την αφήνει λίγο παραπάνω ώστε ο μοντέρ με τη σειρά του να την «κρατήσει», να μην την κόψει απότομα, να φανεί η κωμικότητα.
Προχωράμε στους μικρότερους ρόλους.Η ΡΟΟΥΖ ΜΠΕΡΝ που παίζει τη Βουλγάρα bitch, κι η οποία είναι ωραία γυναίκα, δεν ναρκισσεύεται, υπογραμμίζει με ανάλαφρο, αφού πρόκειται για κωμωδία, τρόπο τα αρνητικά χαρακτηριστικά του ρόλου.
Ο ΜΠΟΜΠΥ ΚΑΝΑΒΑΛΕ, που μας τον γνώρισε ο Γούντυ Αλεν στην «Θλιμμένη Τζάσμιν» ως παρωδία Κοβάλσκι, είναι ένα από τα εξαιρετικά στοιχεία της διανομής ενώ Οσκαρ στον casting director αξίζει για τις εισηγήσεις της ΜΙΡΑΝΤΑ ΧΑΡΤ, που παίζει τη φιλενάδα της ηρωίδας και για τον φοβερό τύπο που επέλεξαν για το ρόλο του Αλντο, του Ιταλού κορτάκια, κι ο οποίος ονομάζεται ΠΗΤΕΡ ΣΕΡΑΦΙΝΟΒΙΤΣ.
Ο μόνος που δεν μου άρεσε ήταν ο ΤΖΟΥΝΤ ΛΟ. Δεν έδωσε απολύτως τίποτε στο ρόλο, ήταν το ακριβώς αντίθετο (από πλευράς προσωπικής δουλειάς εννοώ) του Τζέισον Στέιθαμ. Ως ωραίος νάρκισσος κυκλοφόρησε και τίποτε μα τίποτε περισσότερο. Δεν μου άρεσε και μία ακόμα ηθοποιός την οποία εν γένει εκτιμώ πολύ, η ΑΛΙΣΟΝ ΤΖΕΙΝΥ. Ηταν αχρωμάτιστη, δεν έδωσε κανένα κωμικό ημιτόνιο στο ρόλο της αυστηρής προισταμένης της μυστικής υπηρεσίας. Η ηθοποιός αυτή, και σε μικρούς ρόλους, πρόβαλε πάντα επινοήσεις όπως για παράδειγμα το παγωμένο βλέμμα της ως μητέρα στο «Americanbeauty» ή της πανικοβλημένης υπαλλήλου της προεκλογικής καμπάνιας στο «Ολες οι γυναίκες του Προέδρου» του Μάικ Νίκολς με εκείνο το μπέρδεμα της στη σκάλα όπως την κατέβαινε. Εδώ τι έγινε και δεν επινόησε τίποτε, δεν μπόρεσα να το εξηγήσω.
Οι ηθοποιοί , πλην των δύο εξαιρέσεων, που δεν είχαν και καθοριστικούς ρόλους ώστε να μας χαλάσουν την ταινία, ήταν αυτοί που πρόσφεραν τη χαρά στους θεατές που είδαν την ταινία.Και στους δικούς «μου» θεατές, οι οποίοι ξεχάστηκαν για λίγο πραγματικά, που δεν θα είχαν ξεχαστεί στο «μπαρ» σύμφωνα με την αποκλειστική οπαδό του «καλού» σινεμά. Η οικογένεια τους ευγνωμονεί. Κι αυτούς και τον σκηνοθέτη τους και το όλο team.