Τώρα, αν αυτό το έργο δεν το πίστεψαν για χειμώνα και το κράτησαν για να το ξεπετάξουν το καλοκαίρι, βάζει ένα θέμα αλλά όμοιο του είχαμε και πέρσυ με το «Σε λάθος χρόνο».
Ξεκίνησα , για τους παραπάνω λόγους, να το βλέπω με προκατάληψη και περισυλλογή. Πολύ σύντομα όμως έδωσα της προκατάληψης ένα χαρτζιλίκι να φύγει και να πάει μια βόλτα και να με αφήσει να δω το έργο ανεμπόδιστα. Διότι το έργο από τα πρώτα πλάνα του με κέρδιζε συνεχώς. Κι αν με χάλασε στο τέλος, που το είδα να ολοκληρώνεται σε λιγότερο από 80 λεπτά, συνειδητοποίησα πως πάλι είχε να κάνει με την προκατάληψη η οποία κάθε τόσο καραδοκούσε να δικαιωθεί και βρήκε αυτό να τρυπώσει. Κι ήταν έτοιμη να μου υπαγορέψει και κείμενο πως «ουσιαστικά είναι μικρού μήκους που το τραβάνε για να γίνει μεγαλύτερο σε διάρκεια….» και διάφορα τέτοια. Ευτυχώς υπερίσχυσε το μάθημα περί «δραματουργικής οικονομίας», που του είχα εκτιμήσει από τις πρώτες σκηνές και με το ίδιο απάντησα και στο τέλος.
Πρόκειται για ποιητικό γουέστερν, που καταφέρνει να προβάλει τον λυρισμό σε πρώτο πλάνο και ποτέ να μην ξεχνά ότι είναι γουέστερν. Σαφώς επηρεασμένο, ως ένα βαθμό, από το «Αληθινό θράσος», κυρίως της εκδοχής αδελφών Κοέν και λιγότερο της παλιάς του Χένρυ Χαθαγουέι για το ποίο είχε πάρει το Οσκαρ ο Τζον Γουέιν, με ένα Μάικλ Φασμπέντερ να αποκαλύπτει και ευρύτητα γκάμας (διότι εδώ που τα λέμε οι Βρετανοί ηθοποιοί δεν διακρίνονται με ευκολία στο είδος που λέγεται γουέστερν) και συγχρόνως να μην κάνει κανενός είδους επανάληψη «τρυκ» που τον κάνουν αγαπητό κι αρεστό ή και σέξυ. Δεν ναρκισσεύτηκε καθόλου κι έδωσε στο ρόλο του φαινομενικά κακού όλα τα στοιχεία που σε δύο ατάκες στη μέση της ταινίας εξηγεί για τον χαρακτήρα του. Κι ενώ παρακολουθούμε την ιστορία ενός ρομαντικού 16χρονου αγοριού που έφυγε από «το πιο παγωμένο μέρος της Σκωτίας για να βρεθεί στο πιο ζεστό τμήμα της Αμερικής» προκειμένου να βρεί την αγαπημένη του, τελικά γύρω από τον σκληροτράχηλο χαρακτήρα που υποδύεται ο Φασμπέντερ παρακολουθείται η εξέλιξη κι αποκτά έτσι το έργο, προπάντων χάρη στον ηθοποιό, τον Φασμπέντερ δηλαδή, ενδιαφέρον και βάρος.
Και να σκεφτεί κανείς ότι πρόκειται για πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του σκηνοθέτη Τζον Μακλίν . Κι όμως δεν μοιάζει καθόλου με πρωτόλειο. Κι ας έχει να κάνει με ένα είδος σαν το γουέστερν που έχει ειδικούς κανόνες και δεν είναι για τον καθένα, ιδίως αν μιλάμε για αμερικάνικο γουέστερν. Ο Τζον Μακλιν έχει όλα τα προσόντα , καταρχάς του καλοσπουδαγμένου που έχει μάθει πολλά γύρω από το είδος αλλά έχει και δικές του ικανότητες όπως αυτή περι δραματουργικής οικονομίας που ανέφερα προηγουμένως.
Όλα είναι φρέσκα εδώ μέσα, ο νεαρός πρωταγωνιστής Κόντι Σμιτ-Μακφή, εμφανώς μεν άπειρος αλλά μη στερούμενος εκφραστικών προσόντων για το φακό ή η Κάρεν Πιστόριους που παίζει την αγαπημένη του τη Ρόζι.
Τώρα, αν ένα πεπειραμένο μάτι δεν πειστεί για τη μεταμόρφωση του νεοζηλανδικού τοπίου σε Κολοράντο, το έργο δεν χάνει.
Ο Μάικλ Φασμπέντερ από τη μια κι η έκπληξη ότι δεν περίμενες κάτι τόσο ολοκληρωμένο κι ανήσυχο, σε έχουν αποζημιώσει. Με τη συνδρομή του πρωτοεμφανιζόμενου σκηνοθέτη. Ειδική μνεία στη μουσική. Είναι κι αυτή από τα ανανεωτικά στοιχεία του φιλμ