Το «Μικρό νησί» του Σεβιλιάνου σκηνοθέτη Αλμπέρτο Ροντρίγκεζ είναι ένα ατμοσφαιρικό, αστυνομικό έργο, με κοινωνικο-πολιτικό προσανατολισμό που μπορεί και συνυφαίνει αποτελεσματικά την πλοκή με το γεωγραφικό και ιστορικό περίγραμμα.
Το περίγραμμα είναι η φάση μετάβασης της Ισπανίας από τον φρανκισμό στη Δημοκρατία, η εποχή δράσης είναι το έτος 1980, τόπος δράσης ο ισπανικός Νότος κι η υπόθεση του έργου έχει ως αφορμή την εξαφάνιση δύο κοριτσιών μετά από μια τοπική γιορτή όπου στη συνέχεια βρίσκονται κρεουργημένες ενώ το κυριότερο είναι πως πριν από αυτές σημειώθηκαν κι άλλα παρόμοια κρούσματα στην περιοχή. Κι έρχονται δύο αστυνομικοί του τμήματος Ανθρωποκτονιών από τη Μαδρίτη για να διεξαγάγουν τις έρευνες, οι οποίοι βρίσκονται διαρκώς προ εκπλήξεων καθώς πέφτουν κάθε τόσο και σε κάποιο «τείχος σιωπής». Και βέβαια, εξελίσσονται κι αυτοί ως χαρακτήρες κατά τη διάρκεια των εξελίξεων στην πλοκή του έργου και παίρνουν κι αυτοί μερτικό από τις αποκαλύψεις που φτάνουν στο φινάλε…
Συνεπώς: Εχουμε γνώση και μαεστρία από τον Αλμπέρτο Ροντρίγκεζ. Αυτό είναι το πρώτο συμπέρασμα. Αν ο κριτικός το μεταφράζει έτσι αυτό που βλέπει, ο θεατής το εισπράττει με το ότι μπαίνει σε μία ατμόσφαιρα από την οποία δεν θέλει να βγεί διότι τον έχει υποβάλει στη μυστηριώδη μαγεία της κι από την άλλη ως σωστό αστυνομικό του κινεί την περιέργεια την οποία, όσο εξελίσσεται η υπόθεση, διψάει να την ικανοποιήσει ενώ ταυτόχρονα του δίνει την εικόνα της εποχής και του τόπου που ξετυλίγεται ο μύθος. Ξέρετε, είναι πολύ σημαντικό αυτό να συμβαίνει διότι τα έργα, το έχω γράψει πολλές φορές, έχουν και τόπο και χρόνο, άρα ρίζες κι ακόμα και στις πιο ανάλαφρες εκδοχές τους οι ρίζες πρέπει να υπάρχουν. Αυτή είναι κι η διαφορά, για να μεταφέρω το μήνυμα στα καθ’ ημάς, μεταξύ παλιού και νέου ελληνικού κινηματογράφου. Ο παλιός εξηγεί το μυστικό της αναδρομικής διάρκειας του με το ότι έχει τόπο και χρόνο, έχει ρίζες. Κάτι που για τον σύγχρονο δεν ισχύει πάντοτε.
Στην περίπτωση του «μικρού νησιού» οι ρίζες είναι βασικό στοιχείο για να νιώσει ο θεατής ικανοποίηση, και μάλιστα όταν αυτό περνά κόσμια μέσα από την υπόθεση, δεν αλλοιώνει το είδος κι ούτε παραδίδει μαθήματα Γεωγραφίας ή Ιστορίας κι ούτε φυσικά κάνει και κήρυγμα.
Ωστόσο, ας μου επιτραπεί να επισημάνω και κάποιες αδυναμίες που παρατήρησα στο σενάριο κυρίως ότι κατά την εξέλιξη της ιστορίας αισθανόμαστε κάποιες φορές να επαναλαμβάνονται πράγματα, να ξαναλέγονται τα ίδια και τα ίδια όπως είχαν ειπωθεί και προηγουμένως κι ενώ θα έπρεπε να είμαστε με την προσοχή τεταμένη, μια και το έργο προυποθέτει την ένταση κι ο σκηνοθέτης επενδύει σε αυτήν, εμείς αστραπιαία, για κάποια ελάχιστα λεπτά, να ανιούμε. Αυτό διαρκεί ελάχιστα αλλά συμβαίνει αρκετές φορές. Τούτο σημαίνει ότι ο θεατής το ξανάκουσε αυτό που επαναλαμβάνεται και φταίει ο διάλογος που ως τεχνική, μια και λείπει η ισχυρή παράλληλη ή δευτερεύουσα πλοκή, δεν βρίσκει τρόπο να πει με λόγια πιο επεξεργασμένα, αυτό που θα ξαναπεί.
Από την άλλη, έχουμε εξαιρετική φόρμα από μεριάς σκηνοθέτη στην περιτύλιξη αυτής της υπόθεσης με πλάνα δουλεμένα , κίνηση κάμερας, τεχνική εξαιρετική, κι αναφορές ύφους περισσότερο στο ισπανικό σινεμά του είδους αυτού που στις δύο προηγούμενες δεκαετίες άνθισε, παρά στα αμερικάνικα της κλασικής σχολής, ειδικά με το «Chinatown» είτε ως ύφος είτε ως πλοκή είτε -κυρίως ΑΥΤΟ!!!- ως σενάριο όπου εδώ οι διαφορές μεγέθους κι αξίας είναι θεμελιώδεις.
Οι δύο πρωταγωνιστές, Χαβιέ Γκουτιέρεζ και Ραούλ Αλέβαρο, είναι παραπάνω από αρκετοί. Επίσης ωραία «γράφει» κι η μουσική ειδικά όπου υπογραμμίζει ένα «ωραίο» πλάνο.