Οπότε, για ποιά ευδοκίμηση είδους και κουλτούρας χωρών θα μιλούσαμε αν όλοι αυτοί κι όλα αυτά ήταν αντίγραφα του Ταραντίνο και των Κοέν.
Κάτι δεν πάει καλά με τις ευκολίες στις αναφορές των κριτικών που πατούν προφανώς στις εταιρείες προώθησης του εξωτερικού και στις ειδήσεις που διοχετεύονται μέσω της σημερινής ευκολίας των ηλεκτρονικών-ψηφιακών μέσων,
Διότι το συγκεκριμένο σκανδιναβικό φιλμ (νορβηγικό στη βάση του), σύμφωνα με τα όσα προηγήθηκαν και διοχέτευσαν στους ενδιαφερόμενους οι ενδιαφερόμενοι, πλασαριζόταν κι ως «κωμωδία» επειδή κάπως έτσι πλασάρουν το δικό τους μαύρο χιούμορ οι αδελφοί Κοέν.
Ποια κωμωδία ρε παιδιά; Ο ήρωας είναι ένα τραγικό πρόσωπο, δουλεύει με τον εκσκαφέα του στις εκκαθαρίσεις των χιονιών που αποκλείουν κάθε τόσο περιοχές στη Νορβηγία, του σκοτώνουν το γιό, και μάλιστα κατά λάθος, η γυναίκα του πέφτει σε μαύρο μαράζι, αυτός αποφασίζει να γίνει εκδικητής –τιμωρός, να βρεί άκρη ποιοι είναι αυτοί που του έφαγαν το παλικάρι του και να αρχίσει να τους σκοτώνει έναν- έναν.
Αν αυτό είναι «κωμωδία», έστω και «μαύρη», τότε κάτι δεν καταλαβαίνουν πλέον κι αυτό είναι θέμα σοβαρό. Ξέρουν τι περιμένει ο θεατής όταν του πεις ότι θα δει «κωμωδία»;
Από την άλλη, θα αναγκαστώ να επανέλθω στην αρχή του κειμένου και να πω το εξής: Αν ο Ταραντίνο κι οι Κοέν είναι τα πρότυπα των σημερινών Σκανδιναβών κινηματογραφιστών τότε δεν μιλούμε για διακονία είδους αλλά για επιλογή προτύπου προς μίμηση. Δεν συμβαίνει όμως κάτι τέτοιο. Η σκανδιναβική αστυνομική λογοτεχνία που τρανεύει στα τελευταία χρόνια και τροφοδοτεί κινηματογράφο και τηλεόραση, εμπνέεται από τον ίδιο τον εαυτό της. Είτε από τις σκοτεινές πόλεις της όπου η ζωή σταματά νωρίς το βράδυ και πίσω από τα ήσυχα σπίτια και κτίρια ζει και κινείται ένας άλλος κόσμος κι αυτός είναι ο κόσμος της νύχτας που επιδίδεται σε ενέργειες της νύχτας…Είτε από τους ανθρώπους που καταφεύγουν στο έγκλημα ως απόρροια των σκοτεινιασμένων και παγωμένων δικών τους ψυχών και προτεσταντικών ανατροφών, που ήρθε ή ώρα να αξιοποιηθεί «αστυνομικά» και να διευρύνει τους ορίζοντες της σκανδιναβικής τέχνης, έστω και της πιο «ελαφράς», αν υποθέσουμε ότι το αστυνομικό είδος παραμένει υπόθεση «ελαφράς» λογοτεχνίας- κάτι με το ποίο διαφωνούσα κι εξακολουθώ να διαφωνώ ΚΑΘΕΤΑ… Είτε από την ίδια την ανθρωπογεωγραφία των χωρών αυτών και τις κοινωνικές αλλαγές που έχουν συντελεστεί με το μεταναστευτικό που είναι και για εκείνους ένα πρόβλημα, όχι, όμως, όμοιο με αυτό που συμβαίνει στο Νότο στον οποίο έχουν φορτώσει οι Κεντρο-Ευρωπαίοι κι οι Βορειο-Ευρωπαίοι τους ανεπιθύμητους ενώ για αυτούς που μπορούν και μπαίνουν στις χώρες τους , οι οποίοι είναι ως επί το πλείστον Βαλκάνιοι, κάνουν έργα με τα οποία δηλώνουν την αντι-μεταναστευτική ταραχή τους. Όπως επίσης – κι αυτό το τολμούν περισσότερο οι Σουηδοί επειδή παραδιαφημίστηκε η «ουδετερότητα» τους στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο- η αποκάλυψη των κρυμμένων ενοχών για τις ναζιστικές διασυνδέσεις στο «ουδέτερο» παρελθόν τους.
Όλα αυτά είναι που συντέλεσαν στην άνοδο αυτής της λογοτεχνίας και κατεπέκταση του κινηματογράφου και της τηλεόρασης κι από κει και πέρα εκείνο που εξετάζεται είναι η καλλιτεχνική του διαχείριση.
Το συγκεκριμένο φιλμ (σκηνοθεσία Χανς Πέτερ Μόλαντ, σενάριο Κιμ Αακεσον) με τον εξαίρετο Στέλαν Σκάρσγκαρντ και ωραίες εικόνες παγωμένου Βορρά με την αντίθεση των «ζεστών» σπιτιών , δεν μας δείχνει κάτι που δεν έχουμε ξαναδεί. Από πλευράς υπόθεσης έχουμε δει πολλά παρόμοια. Όχι μόνο των Κοέν-Ταραντίνο αλλά και σέρβικα και καταναλώσιμα αμερικάνικα. Το αποδεχόμαστε ως νορβηγική εκδοχή του φαινομένου αλλά αποφεύγουμε τους υπερθετικούς και τις κορόνες.