Κι αυτό γιατί; Διότι , αυτές οι «σειρές» πετυχαίνουν τη διάρκεια μόνο με την ανανέωση. Περίτρανο παράδειγμα των ημερών μας, ο Τζέημς Μποντ του «SKYFALL», που πρέπει να χρησίμευσε σαν παράδειγμα για εξεύρεση λύσης στο πρόβλημα ανανέωσης. Στον Τζέημς Μποντ, ανέλαβε την αποστολή ΣΚΗΝΟΘΕΤΗΣ ώστε να δώσει μια άλλη διάσταση στον υπερ-ήρωα μέσω ύφους και να τον κάνει πιο «ρεαλιστικό».
Στο «MISSION IMPOSSIBLE: ROGUE NATION», ανέλαβε την ευθύνη σεναριογράφος. Ώστε το παιχνίδισμα να γίνει και λίγο πιο πνευματικό.
Και στις δύο περιπτώσεις, είτε μιλάμε για τον Μποντ, είτε για τις «Επικίνδυνες αποστολές», κάποιοι δυσαρεστούνται. Θα ήθελαν τα πράγματα πιο «καθαρόαιμα». Στην περίπτωση των «Επικίνδυνων αποστολών» θα δυσαρεστηθούν με τα περιορισμένα αριθμητικώς ευρήματα δράσης. Από εκεί που στο «Νο 4», αλλά και στα τρία προηγούμενα, τα ευρήματα δράσης ήταν εκείνα που μας συνάρπαζαν κι είχαν τον ατέλειωτο, τώρα στο Νο 5 περιοριζόμαστε ουσιαστικά σε δύο: Στη μεγάλη σεκάνς της Οπερας της Βιέννης και στη σκηνή καταδίωξης στον αυτοκινητόδρομο στο Μαρόκο. Τη σκηνή που καταβυθίζεται στην «άβυσσο» του χημικού εργοστασίου δεν τη λογαριάζω διότι τη βρήκα γρήγορη και σύντομη, σχεδόν ανέμπνευστη, μια και είναι σαφές ότι περισσότερο τη χρησιμοποίησαν σαν insert, σαν μια αναγκαία παρεμβολή του να μην μένουμε χωρίς δράση παρά σαν μια σκηνή μεγάλης πνοής στο είδος.
Αλλα κι η σκηνή της καταδίωξης στο Μαρόκο δεν θα έλεγα ότι είναι κάτι ιδιαίτερο , αν και καλοσκηνοθετημένη και συναρπαστική, διότι έχουμε δει πολύ καλύτερες σε ανάλογα έργα και ειδικά στο «Τελεσίγραφο του Μπορν».
Η Οπερα της Βιέννης, όμως, είναι εξαιρετική. Πατά σε γερά πρότυπα που ξεκινούν από τον Χίτσκοκ στο «Ο άνθρωπος που γνώριζε πολλά» του 1956 με το AlbertHall και αποθεώνονται , παίρνοντας τον τίτλο του ΑΞΕΠΕΡΑΣΤΟΥ στο «Νονό μέρο τρίτο» του Κόπολα, σε εκείνη τη μνημειώδη 45λεπτη σεκάνς στην Οπερα του Παλέρμο που είναι κινηματογραφικό προσκύνημα, προπάντων για τους εραστές του μοντάζ, όπως ο υποφαινόμενος.
Όμως κι εδώ, η σκηνή της Οπερας στη Βιέννη είναι μεγάλη σκηνή δράσης για το είδος. Εδώ, περισσότερο κι από τον μοντέρ, έχει μεγαλουργήσει ο διευθυντής φωτογραφίας ΡΟΜΠΕΡΤ ΕΛΣΟΥΙΤ με τους απίθανους συνδυαστικούς φωτισμούς του μέσα στο σκοτάδι.
Φτάνουν, όμως; Θεωρητικά είναι λίγες. Βλέπεις, ωστόσο, προς του που στρέφονται και με τι πάνε να το αναπληρώσουν. Και το πετυχαίνουν. Κι εδώ είναι που αναλαμβάνει ο Κρίστοφερ Μακ Κουάιρ,ως σκηνοθέτης προερχόμενος από το χώρο της σεναριογραφίας. Πλέκει με έξυπνο τρόπο τα στοιχεία συνωμοσίας, που αφθονούν στην υπόθεση, αλλά δεν το κάνει τόσο με τις παραδόσεις του αστυνομικού ή κατασκοπικού έργου όσο με κανόνες ενός «επιτραπέζιου» παιχνιδιού που στις μέρες μας μετατρέπεται σε ηλεκτρονικό και τα στοιχεία αυτά τα ανασυνθέτει μέσω γραψίματος. Ειδικά στο δεύτερο μέρος, από ένα σημείο και μετά όλο το ενδιαφέρον είναι στραμμένο εκεί, εξού κι υπάρχει κίνδυνος κάποιοι οπαδοί της παραδοσιακής συνταγής ελαφρώς να υποχωρήσουν, έως και να πλήξουν. Η αρχή και το τέλος, με την καθοριστική παρουσία ενός θαλάμου απομόνωσης που στην πρώτη περίπτωση δίνει την αφορμή και στο τέλος τη λύση, άρα και την κάθαρση, στα πλαίσια του είδους της περιπέτειας, δείχνει, όπως και να το κάνουμε, σεναριακή προέλευση.
Οσο για τον ίδιο τον ΤΟΜ ΚΡΟΥΖ, δεν θα έλεγα με τίποτε ότι τον βρήκα ανανεωμένο, τον βρήκα, όμως, εξαιρετικά σταθεροποιημένο. Πως πατά στα σίγουρα σε αυτό που κάνει και σε αυτό που χτίζει. Ως ηθοποιός σταρ και μαζί παραγωγός. Τα τελευταία χρόνια του έχω ασκήσει πολλές φορές κριτική για τις επιλογές του, που στρέφονται στο χώρο των blockbusters ενώ , επειδή τον εκτιμώ και για το ταλέντο του, κι επειδή το είχε δείξει, θα τον ήθελα να προσανατολιζόταν προς τη γραμμή της «Μανόλια» ώστε να δικαιωθεί και ως ηθοποιός και να πάρει κάποια στιγμή κι ένα Οσκαρ, αποδεικνύοντας την ωρίμανση του υπαρκτού ταλέντου του. Δεν το κάνει! Τον ενδιαφέρει περισσότερο να κρατήσει την πρωτιά στο box-officeκαι μέσα από εκεί να εξαντλήσει αλλά και ασφαλώς, να ενισχύει τη δύναμη που αυτό του δίνει. Τον έχω παρομοιάσει πολλές φορές με την Αλίκη Βουγιουκλάκη, που ούτε εκείνη θέλησε να προσανατολιστεί προς το «Ταξίδι», το οποίο μπορεί να την οδηγούσε σε άλλα μονοπάτια, επειδή φοβήθηκε την απώλεια της πρωτιάς στα ταμεία. Από αυτή την άποψη κι οι δύο δικαιώνονται για τις επιλογές τους διότι μιλάμε και για μεγάλη διάρκεια αυτής της δύναμης. Κι όπως η Βουγιουκλάκη έλεγε ότι «ήξερα πως ήμουν ένα πολύ καλό χαρτί κι αυτό χαρτί έπρεπε να το υπερασπιστώ μόνη μου», έτσι κι ο Τομ Κρουζ , σε ακόμη μεγαλύτερη εμβέλεια πολλαπλάσιων εκατομμυρίων δολαρίων αλλά και κοινού από εκείνους της Αλίκης, υποχρεώνει τον εαυτό του στην υπεράσπιση αυτού του χαρτιού.
Διότι οι απέξω μπορεί να λέμε πολλά, όμως, εκείνο που έχω μάθει κι εγώ στην πράξη, είναι αυτό που λέει ο λαός μας «βάρδα και μη σου έρθει η μεγάλη επιτυχία». Στη μεγάλη επιτυχία, πολλές φορές το «όχι» λειτουργεί ως απόλυτη αυτοκαταστροφή. Οπότε, αυτό που είναι ζητούμενο σε ηθοποιό, στο να κάνει την επιτυχία, έτσι και την κάνει μετά η επιτυχία τον κυνηγά κι άντε να της ξεφύγεις. Κι ας μην το περιορίζουμε μόνο στους ηθοποιούς που στο κάτω – κάτω γίνονται σταρ από την αγάπη και την αποδοχή του κοινού.
Οπότε, η κριτική μου στον Τομ Κρουζ, τώρα στο «Επικίνδυνη Αποστολή Νο 5» δεν αλλάζει αλλά θα αρχίσει να γίνεται «πληροφορία επαναλαμβανόμενη ίσον άκυρη»- δεν θα φέρνει ως κριτική τίποτε το καινούργιο παρα θα επαναλαμβάνεται κι αυτή όπως ο Τομ Κρουζ. Ας μείνουμε στο ότι αυτό που κάνει το κάνει καλά έστω κι αν από πλευράς ερμηνευτικών απαιτήσεων, είναι λίγο.