Ας τα πάρουμε με τη σειρά.
Το παλιό φιλμ του 1967, το "Μακριά από το αγριεμένο πλήθος" (FAR FROM THE MADDING CROWD) είχε γίνει από αριστείς. Στη σκηνοθεσία ο Τζων Σλέσινγκερ, στους βασικούς ρόλους ένα εξαιρετικό castτης βρετανικής αλλά και διεθνούς οθόνης με μεγάλες επιφάνειες: Τζούλι Κρίστι, Αλαν Μπέητς, Πήτερ Φιντς, Τέρενς Σταμπ.
Κι όμως δεν είχε πετύχει.
Παρόλο ότι ταίριαζε με το μύθο της «Ντάρλινγκ» που είχε κάνει θεά τότε την Τζούλι Κρίστι κι είχε φέρει τον Τζον Σλέσινγκερ στην πρώτη σειρά των Βρετανών σκηνοθετών, ώστε να του ανοίξουν την πόρτα κι οι Ηνωμένες Πολιτείες με το Χόλυγουντ και να πάει να κάνει εκεί τον «Κάου-μπόυ του μεσονυκτίου» που του έδωσε και το Οσκαρ.. Το βιβλίο του Τόμας Χάρντυ είχε μια ηρωίδα ανάλογη της «Ντάρλινγκ» , μια κοπέλα ερωτικά ανερμάτιστη, που σαν να μην ξέρει τι θέλει από την ερωτική ζωή της κι από τους άντρες που βρίσκονται γύρω της.
Αυτό πρόσφερε και μια ευκολία «ανάγνωσης» προς τους κριτικούς ώστε να «κολλήσουν» σε αυτό το σημείο, ωστόσο, η πραγματικότητα είναι πως το έργο έμενε στις λαμπερές επιφάνειες των προσώπων κι έχανε στην ανάδειξη του βάθους.
Το τωρινό καταφέρνει εκείνο που δεν είχε καταφέρει το παλιό: Να εισχωρήσει στο βάθος και να το αναδείξει σε ατμόσφαιρα. Με εκλεκτούς ηθοποιούς, οι επιφάνειες των οποίων είναι λιγότερο έκτυπες από των προκατόχων αλλά λαμβάνουμε υπόψη και τη σημερινή εποχή πως δεν παράγει δηλαδή πιά μεγάλες μορφές, πως το σημερινό σινεμά, για ένα εκατομμύριο λόγους, δεν είναι σε θέση να κάνει τα πρόσωπα μυθικά και λαμπερά. Όμως αυτό δεν σημαίνει πως δεν έπιασαν τους ρόλους. Τους έπιασαν και με το παραπάνω.
Η ΚΑΡΕΙ ΜΑΛΙΓΚΑΝ ήταν τέλεια στο ρόλο της κι ας μην είναι φτιαγμένη από εκείνο το υλικό που κάνει τα μάτια του θεατή να μην ξεκολλούν από πάνω της. Ανάδειξε τον χαρακτήρα της κοπέλας και πήρε κι εμάς μαζί της στο να ζήσουμε τις αγωνίες της ή στο να εκνευριστούμε με τις αναποφασιστικότητες της.
Ο ΜΑΤΙΑΣ ΣΟΝΑΕΡΤΣ είναι η νέα αναδεικνυόμενη δύναμη στους κόλπους των Ευρωπαίων πρωταγωνιστών του σήμερα. Όπως έγραψα και σε άλλο σημείωμα (συγκεκριμένα για την ταινία «Ένα μικρό χάος»), ανεβαίνει από ρόλο σε ρόλο και τείνει να μπεί στην ίδια ευθεία(αν συνεχίσει φυσικά έτσι και δεν τον βρουν αναποδιές διότι και το σινεμά παίζει μυστήρια παιχνίδια πολλές φορές στους ανθρώπους του)με τον Μαντ Μίκελσεν και τον Μάικλ Φασμπέντερ, που εδραιώνονται. Ο Ματίας Σόναερτς διαθέτει ένα εξαιρετικά κινηματογραφικό πρόσωπο με τα οποίο μπορεί να εκφράζει συναισθήματα όπως ξέρει να τα καταγράφει ο κινηματογραφικός φακός και στο ρόλο του πλούσιου που χάνει την περιουσία του και καταλήγει βοσκός και μετά επιστάτης αγαπώντας μέχρι τέλους τη γυναίκα που δεν τον αποδέχτηκε κι έμεινε ως το τέλος πλάι της να υποστεί τις ανάλογες ταπεινώσεις, είναι παραπάνω από εξαιρετικός. Μας έκανε να ζήσουμε τα συναισθήματα του, να τον συμπονέσουμε, να του πούμε «παράτα την και φύγε», να εκτιμήσουμε την απόφαση του να μεταναστεύσει, να καταλάβουμε πόσα σήμαινε εκείνη για εκείνον ως την τελευταία σκηνή του φινάλε.
Ο ΜΑΙΚΛ ΣΙΝ στο ρόλο του καρτερικού πλούσιου, ρόλο που στο παλιό φιλμ κρατούσε ο Πήτερ Φιντς κι ήταν ο καλύτερος από εκείνη τη διανομή, ανταποκρίνεται θετικότατα αν κι ο ρόλος εδώ έρχεται πιο σβησμένος , ίσως διότι κι ο Σιν δεν έχει τη βαρύτητα του Φιντς, ίσως γιατί κι η σκηνοθεσία να μην τον ήθελε αυτό το χαρακτήρα τόσο μπροστά αλλά περισσότερο επικουρικό. Ισως και γιατί στο παλιό φιλμ ο Σλέσινγκερ να ενδιαφερόταν περισσότερο για αυτό το χαρακτήρα.
Ο ΤΟΜ ΣΤΕΡΙΤΖ στο ρόλο του λοχία (ρόλο που έπαιζε στο παλιό ο Τέρενς Σταμπ) ήταν επίσης μία αποκάλυψη. Αποκάλυψη γοητείας , πάθους και ποικίλων αποχρώσεων όπου συνδύασε τον αδίστακτο αλήτη της εποχής εκείνης με τις βαριές ενοχές που απέρρεαν από μια απωθημένη τρυφερότητα.
Για όλους αυτούς, στην αντίληψη μου, παίρνει μεγάλο μερτικό κι ο σκηνοθέτης. Οπου κάποιοι μπορεί και να ξαφνιαστούν με το ότι υπογράφει το φιλμ ο Τόμας Βίντενμπεργκ, τον οποίο στη συνείδηση τους να έχουν ταυτίσει με την «Οικογενειακή γιορτή» κι ας έχει μεσολαβήσει το εξαιρετικό «Κυνήγι» που τον πήγε πολύ παραπέρα.
Μήπως το ίδιο δεν συνέβη και με τον Ρομάν Πολάνσκι όταν έκανε την «Τες», επίσης του Τόμας Χάρντυ; Κι όμως ο Πολάνσκι σε εκείνο το φιλμ έκανε μια από τις καλύτερες δουλειές του κι αποκάλυψε την ευρύτερη σκάλα του ως σκηνοθέτης , πρόβαλε τον Τόμας Χάρντυ και του έδωσε και δική του υπογραφή. Τι εννοούμε, όμως, με τη λέξη «υπογραφή»; Όχι την ευκολία των θεωρητικών που ως υπογραφή σκηνοθέτη θεωρούν την επανάληψη του ίδιου μοτίβου ή την πολλοστή εκδοχή του ίδιου έργου, μα την ΥΠΟΓΡΑΦΗ ΠΟΙΟΤΗΤΑΣ σε ό, τι κι αν καταπιαστεί.
Τα ανάλογα ισχύουν και για τον ΤΟΜΑΣ ΒΙΝΤΕΝΜΠΕΡΓΚ. Ο οποίος κάνει τον δεύτερο καλύτερο κινηματογραφικό Τόμας Χάρντυ μετά τον Πολάνσκι. Με τον ανάλογο τρόπο. Δείχνει κι αυτός πως η σκάλα του έχει ανοίγματα κι ότι είναι πολύ πιο πλατιά από εκείνο που μπορεί να νομίζουμε.
Φαίνεται πως ο Τόμας Χάρντυ είναι πολύ καθοριστικός, τελικά, συγγραφέας της ρομαντικής λογοτεχνίας, για να δοκιμαστούν πάνω του οι σκηνοθέτες του κινηματογράφου.
ΚΙ εδώ έρχεται μια αντίφαση από εκείνους που βάζουν τις ταμπέλες: Όταν θέλουν να υμνήσουν ένα ηθοποιό για ερμηνεία κι όχι για σταριλίκι επικαλούνται το ότι «χάθηκε» μέσα στο ρόλο, ότι έγινε ο ρόλος, ότι ενσαρκώθηκε πλήρως στο πρόσωπο που ερμήνευε και δεν ήταν ο εαυτός του περιφερόμενος.
Μάλιστα! Στους σκηνοθέτες όμως δεν λένε τα ίδια. Όταν ο σκηνοθέτης αποφασίζει ή επιλέγει να ακολουθήσει το σενάριο ή την ατμόσφαιρα του βιβλίου για παράδειγμα, κι όχι του εαυτού του, καταλαβαίνει τι είναι αυτό που πρέπει να αναδείξει κι όχι να επαναλάβει τα κλισέ που τον έκαναν στους κριτικούς αναγνωρίσιμο, τότε τον κατηγορούν για έλλειψη «προσωπικότητας».
Ο Τόμας Βίντενμπεργκ δείχνει πως έχει φύγει από τον «ερασιτεχνισμό» της εικόνας που επέλεξε να δείξει στην «Οικογενειακή γιορτή» υιοθετώντας μια κακοφορμισμένη εικόνα που να μοιάζει με οικογενειακό βίντεο (το οποίο ήταν εξαιρετικό ως σκηνοθετική αντίληψη αλλά δεν είχε ωριμάσει ακόμα η τεχνική του ) κι ότι αυτό που ξέρει καλά είναι το ΔΡΑΜΑ. Το είδαμε και στο «Κυνήγι» άλλωστε όπου επέδειξε απίστευτη κι απίθανη ωριμότητα ως σκηνοθέτης. Την ωριμότητα αυτή τη δείχνει στο ακέραιο στο «Μακριά από το πλήθος» όπου δεν πάει να κάνει τις φιγούρες και τις πιρουέτες που θα περίμεναν οι πάλαι ποτέ αναλυτές του «δόγματος», από το οποίο ξεκίνησε αυτός ο Σουηδός της Δανίας, αλλά ότι είναι ώριμος και για μεγάλα έργα. Κι οι ηθοποιοί κι η ατμόσφαιρα κι ο ρυθμός εναρμονίζονται με θαυμάσιο τρόπο υπό την μπαγκέτα του.
Είναι από τα ελάχιστα καλά του καλοκαιριού αλλά δεν του δόθηκε η δέουσα προσοχή και σημασία . Θα ειπωθεί ίσως ότι δεν είναι για καλοκαίρι. Θα απαντήσω κι εγώ ότι αυτός ο μύθος κάπου να σταματήσει διότι καλοκαίρι τρέχαμε για να δούμε τα έργα του χειμώνα που δεν είχαμε προλάβει, καλοκαίρι τρέχαμε να δούμε τις μεγάλες, μικρές ή μεσαίες επαναλήψεις.