Στην περίπτωση του Γούντυ Αλλεν με αφορμή ΚΑΙ την τελευταία του ταινία, τον «ΠΑΡΑΛΟΓΟ ΑΝΘΡΩΠΟ», γίνεται εμφανές. Όχι πως δεν γινόταν και πέρσυ και πρόπερσυ κι αντιπρόπερσυ. Εδώ και χρόνια, σε κάθε ταινία του Γούντυ Αλλεν ακούγεται ως moto«δεν είναι σαν τις προηγούμενες του».
Διότι ο Γούντυ Αλλεν εδώ και 47 περίπου χρόνια βγάζει κάθε χρόνο και ταινία. Κι οι κριτικοί κάποια στιγμή βαριούνται κάθε χρόνο, επί τόσα χρόνια, ακόμα κι εκείνοι που δεν ξεκίνησαν να γράφουν πριν από 47 χρόνια, να δουν ένα ακόμα Γούντυ Αλλεν.
Ο Γούντυ Αλλεν με τη σειρά του, επειδή ως ανήσυχος καλλιτέχνης και σκεπτόμενος άνθρωπος πάλλεται, ΔΕΝ ΒΑΡΕΘΗΚΕ να κάνει κάθε χρόνο ταινία και να έχει πάντα κάτι να πει.
Το σημείο ενοχής των κριτικών που φανερώνει πως το κίνητρο λέγεται βαρεμάρα, είναι πως τον κατηγορούν για όσα υποτίθεται ότι θεωρούν στοιχεία auter-ισμού του οποίου είναι οπαδοί. Τη θεματολογία του, τις εμμονές του και άλλα ηχηρά παρόμοια.
Ναι, διότι ξεκινούν από τα να μιλήσουν για τον Γούντυ Αλλεν και για το τι θέλει να πει στην εκάστοτε ταινία. Κι επειδή ο Γούντυ Αλλεν, όπως οι περισσότεροι δημιουργοί, έχει τη δική του θεματολογία, καταντά πολύ βαρετό να πρέπει κάθε χρόνο να λένε τα ίδια και τα ίδια. Τα είπαν και πέρσυ, τα είπαν και πρόπερσυ αφού η εντρύφηση του δεν αλλάζει.
Αν, όμως, αντί να μιλούν για τον Γούντυ Αλλεν προσωπικά, μιλούσαν για την ταινία τη συγκεκριμένη που βλέπουν τότε θα είχαν άλλη γνώμη, δεν θα βαριούνταν διότι η κάθε ταινία του έχει το κατιτίς της.
Στην «Παράλογο άνθρωπο» για παράδειγμα βλέπουμε την ιστορία ενός καθηγητή πανεπιστημιακού, εντελώς «ρατέ», που έχει χάσει κάθε ενδιαφέρον για τη ζωή και για τις θεωρίες. Βαριέται κι αυτός όπως οι κριτικοί ως καθηγητής φιλοσοφίας να μιλά για τις φιλοσοφικές σκέψεις των άλλων. Τα προσωπικά του δεν κατάφερε να τα λύσει, δεν ήταν και λίγα αυτά που του συνέβησαν, άφησε να τον πάρουν από κάτω, το έριξε στο πιοτό και δεν έχει και στύση ενώ του αρέσει πολύ η γυναικεία συντροφιά.
Και να που προσλαμβάνεται σε ένα θερινό τμήμα πανεπιστημίου, όπου τον ορέγονται αφενός μια καθηγήτρια που δεν τα πάει καλά με τον άντρα της και μια φοιτήτρια η οποία τα πάει καλά με το αγόρι της . Μόνο που στην τελευταία αφυπνίζει τα μητρικά ένστικτα ή και τα καθαρώς γυναικεία η οποία έλκεται από τον άντρα τον ταλαιπωρημένο που οι ταλαιπωρίες της ζωής προσέδωσαν μια σεξουαλική επιπλέον διάσταση στη σεξουαλική παρουσία του και τον ερωτεύεται τρελλά, πρόθυμη να εγκαταλείψει και το αγόρι της.
Μα αυτό που δεν του έδωσαν του καθηγητή το Πανεπιστήμιο, η φιλοσοφία κι οι γυναίκες, του το δίνει η αφορμή για να κάνει φόνο ώστε να απαλλάξει μια κακοποιημένη γυναίκα από τις καταδικαστικές αποφάσεις εις βάρος της που της ετοιμάζει διαπλεκόμενος δικαστής. Αποφασίζει τότε να δολοφονήσει τον δικαστή. Θεωρώντας έτσι ότι αφενός προσφέρει κοινωνική υπηρεσία σώζοντας την άτυχη γυναίκα κι απαλλάσσοντας την κοινωνία από ένα βδέλυγμα που καταχράται εξουσίας κι αφετέρου από ένα προσωπικό στοίχημα με τον εαυτό του και την ευφυή του πλευρά ότι έτσι όπως το οργάνωσε, έφτιαξε το τέλειο έγκλημα
Ο Γούντυ Αλλεν το έχει φτιάξει με τους κανόνες της γουντιαλλενικής κωμωδίας και με βαθύτατη γνώση του αντικειμένου. Εχει φτιάξει τέλεια τον ήρωα. Οι δοξασίες κι οι κριτικές για τους φιλοσόφους και τη φιλοσοφία βγαίνουν από τα χείλη καθηγητή της φιλοσοφίας κι όχι από ένα οποιοδήποτε, όπως θα συνέβαινε σε κάτι άλλες που οι ηθοποιοί αμολούν ατάκες που εκφράζουν τον σκηνοθέτη αλλά δεν έχουν σχέση με τον ήρωα του έργου. Είναι, επίσης, πιο «οικονομική» σε σχέση με άλλες, διότι περιλαμβάνει ελάχιστα κεντρικά πρόσωπα, που πλαισιώνονται από εξίσου ελάχιστα δορυφορικά. Το αστυνομικό στοιχείο που είναι νέα , καλλιτεχνική εμμονή του, από όταν έκανε στην Αγγλία το «matchpoint» όπου άρχισε να παίρνει σάρκα και οστά παρόλο ότι το είχε ξεκινήσει από την Αμερική στο «Μυστηριώδεις φόνοι στο Μανχάταν», παίρνει πολύ ωραία τη θέση του και με πολύ ευφυή τρόπο μας οδηγεί στην κάθαρση της τραγωδίας, με δάνειο από τη φάρσα και την κωμική ειρωνεία.
Οι ηθοποιοί είναι και πάλι θαυμάσιοι. Ο ΓΙΟΑΚΙΝ ΦΙΝΙΞ, από τα μεγαλύτερα φυσικά (λέω «φυσικά» επειδή είναι ηθοποιός που λειτουργεί με το ένστικτο κι όχι με μαθήματα υποκριτικής και συγκεκριμένες σχολές) ταλέντα στο σημερινό αμερικανικό σινεμά κι από τις πιο σεξουαλικές παρουσίες χωρίς να ξεφτιλίζεται σε φωτογραφήσεις περιοδικών και σε ενσταντανέ από διακοπές κοσμοπολίτικες με δίμετρες γκόμενες, κάνει δικό του το alterego Γούντυ Αλλεν. Πήρε και παραπανίσια κιλά, κυκλοφορεί και με κάτι «μπάκες» που δηλώνουν την ενασχόληση του με το …πιοτό, και χρωματίζει λεπταίσθητα τον ρόλο του. Επίσης κι οι κοπέλες εξαιρετικές, η Πάρκερ Πόζυ ως καθηγήτρια που παίζει με διακριτικό τρόπο τη σύνθεση της κι η Εμα Στόουν στην οποία ο Γούντυ Αλλεν αναγνωρίζει ως δικαιωματικό προσωπικό τικ αυτό που εμείς θα αποκαλούσαμε «πρόωρες μανιέρες» και την αφήνει ελεύθερη να παίξει με δικό της τρόπο το ρόλο.
Από τις μούρες των κομπάρσων μπορεί να καταλάβει κανείς τι εστί Γούντυ Αλλεν ως σκηνοθέτης και στο πως μεταβάλει σε ύφος σκηνοθετικό το πνεύμα του και τις ατάκες του.Πχ ένα παιδάκι κοκκινομάλλικο με γυαλάκια μυωπίας που κάπως του μοιάζει στην ηλικία εκείνη και το έχει πρώτη σειρά όταν ο Γιοακίν Φίνιξ διδάσκει Κίρκεγκορ ή άλλους, είναι ένα τέτοιο στίγμα.
Τώρα, γιατι όλο αυτό το παραπάνω δεν θεωρείται καλή ταινία, μάλλον το ξέρουν εκείνοι που βαριούνται. ‘Η εκείνοι που πιάνουν το σινεμά από λάθος αφετηρία. Όχι από το δημιούργημα αλλά από το δημιουργό κατά παράβαση κάθε αριστοτελικού νόμου. Κι η παράβαση του νόμου τιμωρεί τον παραβάτη με ΑΝΙΑ.