Ο οποίος, για να το γυρίσω στον πρώτο ενικό και να μη γράφω σε τρίτο πρόσωπο , απόλαυσα την ταινία σχεδόν στην ολότητα της. Ειδικά για την πρώτη σκηνή, την καταδίωξη στα δρομάκια του Ανατολικού Βερολίνου εν έτει 1963, έχω να πω ότι θα πάω να το ξαναδώ για την πάρτη της. Είναι εκπληκτική «σεκάνς» και αισθάνθηκα ότι μας έχουν λείψει τέτοιες γλυκές εξάρσεις στο εμπορικό (για κάποιους) ή στο ψυχαγωγικό (για κάποιους άλλους στους οποίους ανήκω κι εγώ) σινεμά.
Τη σειρά αυτή με τίτλο «Ο άνθρωπος της UNCLE» την έβλεπα πιτσιρικάς του δημοτικού σχολείου, στη μαυρόασπρη εποχή της τηλεόρασης κι ήταν από τις αγαπημένες μου. Με το κατασκοπικό και το αστυνομικό είδος είχα από τότε μια ιδιαίτερη σχέση, ασκούσε πάνω μου έλξη ξεχωριστή. Επαιζαν ο Ρόμπερτ Βον κι ο Ντέηιβιντ ΜακΚάλουμ .
Για σπάνια φορά, σε παλιά τηλεοπτική σειρά που μεταφέρεται στη μεγάλη οθόνη αισθάνθηκα ανάλογα συναισθήματα, ένιωσα μια ανάκληση μνήμης η οποία όμως να προσαρμόζεται στο σήμερα.
Δεν πρόκειται φυσικά για κατασκοπική ταινία με την βαριά έννοια, πρόκειται περισσότερο για κατασκοπικό παιχνίδι. Αλλά τι όμορφα στημένο, πόσο διασκεδαστικό, με άπειρα γοητευτικά στοιχεία που δίνουν την εντύπωση ότι ο σκηνοθέτης που την έκανε τη γούσταρε πάνω από όλα ως θεατής της ο ίδιος. Μου άφησε την εντύπωση ότι έκανε την ταινία όπως θα ήθελε ο ίδιος να τη δει στο σινεμά.
Μιλώ για ΕΝΤΥΠΩΣΗ και το τονίζω ώστε να μην παρεξηγηθούμε. Δεν ερμηνεύω τις «προθέσεις» του δημιουργού που πάντα το αντιστρατεύομαι ως θέση διότι τη βρίσκω εξαιρετικά ανόητη μια και κανείς μας δεν ξέρει ποιες ήταν οι προθέσεις, δεν είμαστε ούτε στο μυαλό ούτε στην ψυχή των δημιουργών, μιλώ για εντύπωση. Για την εντύπωση που μας μένει από τα ίδια τα έργα, τα οποία είναι εκείνα που έχουν τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο.
Κι αυτό που παρατήρησα, επειδή δεν υπήρξα θαυμαστής του Γκάι Ρίτσι τότε που πήγαιναν να τον παρουσιάσουν κι αυτόν ως auteur, είναι πως τώρα βρίσκει τον δρόμο του ως σκηνοθέτης, πως τώρα αρχίζουν να ωριμάζουν και να μορφοποιούνται μέσα του οι παιχνιδιάρικες διαθέσεις που έχει για έργα περιπέτειας ή δράσης ή για τα αστυνομικά κλπ, κλπ, και βρίσκουν εφαρμογή σε αυτό το είδος.
Τα «ατάκτως ερριμμένα» του, που γρήγορα απέδειξαν ότι δεν ήταν κάποιο ξεχωριστό κεφάλαιο, δεν ήταν κάτι ως Ταραντίνο, έφερνε όμως μια προσωπική διάθεση που ακόμα δεν είχε ωριμάσει ώστε να γίνει «υπογραφή», έρχονται και μπαίνουν σε τάξη.
Είδα την παιχνιδιάρικη διάθεση, τη φαντασία και το καλό γούστο για το είδος στον «Σέρλοκ Χολμς» που τον μετέβαλε σε blockbusterτο οποίο πρόσφερε διασκέδαση κι όχι ενόχληση, αντίθετα καινοτομούσε αποδεσμευόμενος από το πρότυπο με εκπληκτική αίσθηση στα ντεκόρ που η μεγάλη παραγωγή του επέτρεπε να δείξει. Το παρατήρησα και στον δεύτερο «Σέρλοκ Χολμς» που απομακρυνόταν κι άλλο αλλά στο ζητούμενο που ήταν η ψυχαγωγία μπορούσαμε να του πούμε κι ένα «ευχαριστώ.
Και τώρα, στο «Κωδικό όνομα U.N.C.L.E» μας φτιάχνει ένα ψυχαγωγικό παιχνίδι ψυχρού πολέμου και μας ταξιδεύει στη χαρά.
Κι εδώ απολαμβάνουμε την σκηνογραφική του αίσθηση, ξεκινώντας από το Ανατολικό Βερολίνο όπου το έχουν αναπαραστήσει μοναδικά μέσα σε πλατό, όπου μέσα σε αυτό το ντεκόρ που περικλείει δρόμους, στενάκια, checkpointCharlie, Τείχος, ουδέτερη ζώνη, εσωτερικούς χώρους διαμερισμάτων στην απαγορευμένη «μεθόριο» κλπ παρεισφρέουν κάμερες και γίνεται όργιο , όργιο κεφιού, και μετά που μας πάει στη Ρώμη, την οποία δεν χρειάζεται να αναπαραστήσει σε πλατό διότι η Ρώμη είναι ένα πλατό από μόνη της. Και στη Ρώμη η φαντασία συνεχίζεται, αφού προηγείται μια σκηνή εξαιρετικά καλόγουστης κατασκοπικής φαντασίας στο Δυτικό Βερολίνο, και στη Ρώμη παρακολουθούμε επίσης εμπνευσμένες σκηνές με κορυφαία εκείνη του ναυαγίου που ξεχειλίζει από χιούμορ , όπως άλλωστε κι όλη η ταινία, ακόμα και στις σκηνές καταδιώξεων και διασώσεων, όπου βάζει κι ένα belcantoγια υπόκρουση και τελικά ο τύπος φτιάχνει μια πραγματική σύνθεση.
Το castingείναι θαυμάσιο και μυρίζει φρεσκάδα. Ειδικά ο Αρμι Χάμερ, που παίζει τον Ρώσο κατάσκοπο Ιλυα (ρόλο που έπαιζε στην TV ο Ντέηβιντ ΜακΚάλουμ) είναι συμπαθής κι υπόγεια κωμικός αλλά και σταθερά δυναμικός όταν χρειάζεται να ρίξει ξύλο μα κι αισθαντικός όταν επιβάλλεται να δηλώσει σιωπηλά συναισθήματα προς την κοπέλα. Στα πλαίσια μιάς ανάλαφρης ταινίας όλα αυτά. Ο άλλος, ο Χένρυ Καβίλ, που παίζει τον Αμερικανό πράκτορα Σόλο που συνεργάζεται με τον ανταγωνιστή Ιλυα για το καλό της Ανθρωπότητας, το ρόλο του Ρόμπερτ Βων στην TV, είναι πιο ωραίος μα και πιο ανέκφραστος, αλλά διαπιστώνεις ότι έστω και με αυτό τον τρόπο, το χιούμορ το περνάει. Η Αλίσια Βικάντερ, που τη γνωρίσαμε στην υποψήφια για ξενόγλωσσο Οσκαρ δανέζικη ταινία «Ο έρωτας της βασίλισσας», η οποία είναι Σουηδή, φέρνει κι αυτή τη δική της φρεσκάδα στο άνοιγμα της προς το Χόλυγουντ, όπου τη βλέπω να την έχουν προγραμματίσει σε ταινίες ..ων ουκ εστιν αριθμός κι εύχομαι να μην αποβεί εις βάρος της.
Πάντως , επειδή η διανομή είναι απρόβλεπτη και φρέσκια και το διαπιστώνουμε όχι μόνο στους τρεις πρωταγωνιστές αλλά και σε όλους που έχουν επωμιστεί μικρούς η μεγάλους ρόλους ( η « φασίστρια κόμισσα», ο «Ιταλός σύζυγος», ο «πατέρας», ο «θείος» ακόμα κι η “recepcionist” του ιταλικού ξενοδοχείου είναι θαυμάσιοι σε αυτό που έχουν κληθεί να κάνουν κι ο κοινός ερμηνευτικός παρονομαστής που ονομάζεται χιούμορ είναι σαφώς επιτυχία του σκηνοθέτη) δείχνει ότι οι casting directors έπαιξαν πρωτεύοντα ρόλο στο στήσιμο της ταινίας κι αυτό δείχνει ότι είχαν πάρει στα σοβαρά τη δουλειά κι οι executives υπάλληλοι του στούντιο, που έδωσαν το πράσινο φως.
Για τα επιμέρους τεχνικά επιτεύγματα είναι κοινός τόπος η παραδοχή της λέξης «επιτεύγματα».