Όπως οι Ιταλοί είναι «κολλημένοι» με τη Μαφία και με το μουσολινικό φασισμό, έτσι κι η Γερμανία, στα τελευταία χρόνια , εμφανίζει κάθε τόσο κι ένα έργο με το οποίο επιθυμεί να ξορκίσει το ναζιστικό σύμπλεγμα. Κανονικά, αυτά τα έργα θα έπρεπε να τα είχαμε πιά βαρεθεί αφού έχουμε δει τόσα και τόσα . Όμως αφενός οι ιστορίες είναι ατέλειωτες κι έχουν πάντα δραματικό ενδιαφέρον (όπως συμβαίνει και με τα έργα γύρω από το Ολοκαύτωμα εις βάρος των Εβραίων που τελειωμό δεν έχουν αλλά κάθε φορά έχουν και μια δυνατή ιστορία να αφηγηθούν) κι αφετέρου το γεγονός πως έρχονται από τη Γερμανία, τα κάνει ακόμα πιο ενδιαφέροντα.
Όπως λοιπόν οι Ιταλοί με τα δικά τους «κολλήματα», έτσι κι οι Γερμανοί με τα ανάλογα τους, με τα οποία έχουν καταπιαστεί τα τελευταία χρόνια (στο παρελθόν το έκαναν αραιά κι απέξω – απέξω), τα κάνουν καλά.
Το «τα κάνουν καλά» αφορά στον θεατή που θα πάει να τα δει και στεκόμαστε σε τούτο το συγκεκριμένο. Θα πάει να το δει, θα πάρει κάτι μαζί του φεύγοντας, θα απολαύσει ένα δράμα. Θα δει την ιστορία ενός ανθρώπου, ενός απλού, καθημερινού ανθρώπου, ο οποίος δηλώνεται κι ως υπαρκτό πρόσωπο αλλά για το τελευταίο έχω πει πολλές φορές ότι την Τέχνη λίγο την νοιάζει αν μια ιστορία είναι αληθινή ή επινοημένη. Την Τέχνη την νοιάζει να γίνεται το έργο με τους όρους της και να πείθει ότι είναι αληθινό όση ώρα αυτό διαρκεί. Το υπαρκτό λοιπόν πρόσωπο του μύθου είναι ένας μαραγκός ο οποίος ανέλαβε να δολοφονήσει το 1939 τον Αδόλφο Χίτλερ μα για 13 ΛΕΠΤΑ καθυστέρησης (εξού κι ο ελληνικός τίτλος που βγαίνει από τον αγγλικό ο οποίος είναι «13 minutes»), πρόλαβε ο Χίτλερ να ειδοποιηθεί και να φύγει από εκεί που είχε τοποθετηθεί η βόμβα η οποία σκότωσε άλλους ανθρώπους αλλά όχι αυτόν. Και το έργο, μέσω του ήρωα, επαναφέρει συχνά το ερώτημα του πως αλλιώς θα είχε γραφτεί η Ιστορία αν δεν μεσολαβούσαν τα 13 καταραμένα λεπτά. Πως δηλαδή ένα συμπτωματικό γεγονός μπορεί να ανατρέψει τα πάντα.
Φυσικά, το τυχαίο δεν είναι πάντα τόσο τυχαίο. Ο ήρωας ήταν ανοργάνωτος, ήταν μόνος του, δεν ανήκε σε κόμμα, δεν ήταν μέλος καμίας οργάνωσης. Εξού και θα περάσει των παθών του τον τάραχο, θα ανακριθεί, θα βασανιστεί, θα κακοποιηθεί, με κύριο αιτούμενο την αποκάλυψη των συνεργών του και της οργάνωσης του. Ο ήρωας λέγεται Γκέοργκ ΕΛΣΕΡ (το επώνυμο του είναι ο original τίτλος) και τον παρακολουθούμε με διαρκή πήγαινε-έλα του Χρόνου, όπου το παρελθόν γίνεται κάθε τόσο τμήμα του παρόντος και προσλαμβάνουμε ολοκληρωμένα τα στοιχεία που συνθέτουν το πορτραίτο του και την ίδια την ιστορία.
Όλα αυτά τα ωραία και καλά είναι για τον θεατή. Είναι όμως ίδιο το ζητούμενο και στην Ακαδημία; Ηδη η Γερμανία έχει επιλέξει άλλο έργο για να υποβάλει στα Οσκαρ, που το έχουμε και στην Ακαδημία την Ευρωπαική, το «LABYRINTH OF LIES» στο οποίο αναφέρθηκα και πριν. Το πρόβλημα στην περίπτωση λέγεται ΜΕΓΕΘΟΣ. Το αριστοτελικό «μέγεθος» με τις ποικίλες μεταφράσεις κι εκδοχές που έχει δεχτεί στους αιώνες που έχουν μεσολαβήσει. Όχι μόνο το μέγεθος της διάρκειας αλλά το ΜΕΓΕΘΟΣ της ίδιας της ιστορίας ώστε να έχει λόγους να γίνει ένα έργο ξεχωριστό.
Θα τα εξηγήσω . Σκηνοθέτης του φιλμ είναι ο ΟΛΙΒΕΡ ΧΙΡΣΜΠΙΓΚΕΛ. Τον γνωρίζουμε. Δεν θα αναφερθώ στις ταινίες που πήγε να κάνει στο Χόλυγουντ όταν έγινα ονομαστός στη Γερμανία, στην οποία και ξαναγύρισε. Μα θα αναφερθώ στο έργο που τον έκανε διάσημο στη Γερμανία και τον έστειλε πακέτο στον έξω κόσμο. Ηταν η «ΠΤΩΣΗ». Πάλι με τον Χίτλερ. Μόνο που εκεί είχαμε τον ίδιο τον Χίτλερ στις τελευταίες του ώρες, σε μια δραματοποίηση είτε επινόησης είτε συνδυασμού γεγονότων των τελευταίων του στιγμών καθώς οι Ρώσοι προελαύνουν κι οι Δυτικοί Σύμμαχοι βομβαρδίζουν, όχι μόνο του ίδιου αλλά και του ιστορικού περιβάλλοντος. Ηταν κάτι διαφορετικό, μας έφερνε στα μύχια των ιστορικών παρασκηνίων και στο πως έζησαν οι εγκληματίες πρωταγωνιστές της Ιστορίας αυτά που συνέβησαν. Ηταν κάτι ξεχωριστό.
Εδώ έχουμε την ιστορία ενός ανθρώπου που θέλησε να σκοτώσει τον Χίτλερ και δεν τα κατάφερε λόγω των 13 λεπτών διαφοράς.. Από την ίδια του τη φύση αυτό δεν μπορεί να βγάλει μεγάλο έργο εκτός αν ήθελε να επιχειρήσει να του δώσει άλλες διαστάσεις μα και τότε πάλι θα βλέπαμε . Αν θα μπορούσε να αποκτήσει μέγεθος από κάπου αλλού. Εδώ, ο Ολιβερ Χιρσμπίγκελ έρχεται με θέμα παρεμφερές αλλά και κατώτερο της «Πτώσης». Εχουμε μια καλοφτιαγμένη αντιναζιστική ταινία , που δεν διαφέρει από άλλες καλοφτιαγμένες. Η ατομικότητα του ήρωα μένει ως έχει, ποτέ δεν αποκτά καθολικότητα. Μένει στην ατομική περίπτωση. Οπότε κι ως αντιναζιστικό της Γερμανίας περνά απαλά, αφού είναι τόσο ατομικό το δράμα. Ενώ στο άλλο, ναι, ναι το «LABYRINTH OF LIES», για το οποίο σας κεντρίζω συνέχεια, θα καταλάβετε τι σημαίνει ατομικό και καθολικό εξού και σοκάρει.
ΥΓ. Εννοείται πως ο ηθοποιός που παίζει τον ηρωα, ο ΚΡΙΣΤΙΑΝ ΦΡΙΝΤΕΛ, είναι παραπάνω από ικανοποιητικός. Τον είχαμε δει και στη «Λευκή κορδέλα»
ΥΓ2: Ως θεατής, το ευχαριστήθηκα για αυτό που είναι.