Διότι- αυτό είναι που με φέρνει κι αντιμέτωπο με αυτή την αντιμετώπιση-στους κατασκευασμένους από τα Φεστιβάλ ή από θεωρητικούς κύκλους ή δεν ξέρω από τι άλλο auteurs, πιπιλίζουν το μυαλό του κόσμου γύρω από το πρόσωπο που κάνει μια ταινία. Στο μυαλό του κόσμου το πρόσωπο αυτό παίρνει διογκωμένες διαστάσεις. Το έργο υποχωρεί κι ασχολούμαστε με το τι ήθελε να πει αυτός που το έκανε. Οπότε , ασχολούνται με το τι ήθελε να πεί, ερμηνεύουν τις προθέσεις του με τον πιο αυθαίρετο τρόπο και δεν κοιτάζουν τι γίνεται στην οθόνη όπου σε πολλές περιπτώσεις αυτό που συμβαίνει εκεί πάνω, αν κοίταζαν προς τα εκεί και δεν είχαν στραμμένο το πρόσωπο προς τον auteur, θα διαπίστωναν ότι ως έργο μπορεί να μη στέκει στα πόδια του επ’ ουδενί. Παραβιάζοντας έτσι ΚΑΘΕ ΚΑΝΟΝΑ, ΚΑΘΕ ΑΡΧΗ, περί του τι λέει το έργο που αυτό είναι το ζητούμενο. Ο ποιητής μπορεί να θέλει να πει, το έργο όμως λέει; Και μεγαλύτερη απάτη κι αντικαλλιτεχνική στάση από το να μιλάς για τις «προθέσεις» του δημιουργού, δεν υπάρχει. Διότι τις προθέσεις δεν τις ξέρει κανένας. Είναι όλο αυθαίρετο. Μόνο από το έργο κρίνεται κανείς και πάλι εκείνο που πρώτο κρίνεται είναι το ίδιο το έργο. Κι από την άλλη όλο αυτό μαρτυρά αδυναμία προσέγγισης κι ανάλυσης έργου αφού είναι πιο εύκολο να ανακαλύπτεις είτε να παπαγαλίζεις τις ανακαλύψεις των άλλων περί «προθέσεων δημιουργού»
Ο ΝΑΝΙ ΜΟΡΕΤΙ είναι μια τέτοια περίπτωση. Κι είναι λυπηρό που από την Ιταλία μας έχουν αποκόψει τελείως κι από το σινεμά της φυσικά αλλά τα έργα του Μορέτι δεν τα χάνουμε με τίποτα. Για τον απλούστατο λόγο ότι κινούνται από τα Φεστιβάλ και τις περί αυτά «συμμορίες», οι κριτικοί θα γράψουν υπέρ αφού ο συγκεκριμένος ανήκει σε αυτή την κατηγορία και θα υμνήσουν τον ωθούμενο ποιητή προσπαθώντας να πείσουν και τον κόσμο ότι θέλει να πει κάτι μεγάλο.
Πιθανόν και να θέλει να πει κάτι μεγάλο, δεν έχω κανένα λόγο να αμφισβητήσω την όποια ιδεολογική του καθαρότητα ή την αριστερή του συνέπεια. Τα έργα, όμως, ως έργα, υστερούν τρομακτικά. Σε πολλές περιπτώσεις.
Το «MIA MADRE» είναι μια τέτοια περίπτωση. Εκτός των άλλων δείχνει να έρχεται κι από μια εποχή που έχει περάσει. Τα διλήμματα του σκηνοθέτη αυτού του τύπου ή οι «σινεφίλ» αναφορές είναι τόσο παλιωμένες με τον τρόπο που γίνονται.
Το πρόβλημα του έργου είναι ότι παραπαίει, δεν κεντράρει. Το πρόβλημα της ηρωίδας ποτέ δεν ξεκαθαρίζεται. Η ηρωίδα είναι σκηνοθέτης του κινηματογράφου. Κι εδώ ο Μορέτι αδυνατεί να πλάσει γυναικείο χαρακτήρα αφού κρατά μόνο το περίβλημα και προσπαθεί να φορτώσει τον χαρακτήρα με δοξασίες που είναι δικές του και δεν εναρμονίζονται με το story ή με τη δράση. Ποιο είναι το πρόβλημα της ώστε αξίζει να γίνει ταινία; Αυτό που βλέπουμε εμείς οι θεατές είναι μία σκηνοθέτης, μονίμως μουτρωμένη, που κάνει ταινία με Αμερικάνο ηθοποιό στην Ιταλία ο οποίος έχει τις ιδιοτροπίες του. Εξω από τα κινηματογραφικά πλατό η εν λόγω ηρωίδα (που την παίζει μια καλή ηθοποιός της σύγχρονης Ιταλίας, η ΜΑΡΓΚΕΡΙΤΑ ΜΠΟΥΙ), έχει μητέρα προχωρημένης ηλικίας κι επισφαλούς υγείας και μία κόρη με τα δικά της. Κι ένα αδελφό, που τον παίζει ο ίδιος ο Μορέτι, με τον οποίο έχουν καλή σχέση και από κοινού αντιμετωπίζουν το γήρας της μητέρας τους. Αυτό είναι το έργο. Τα υπόλοιπα αναλαμβάνουν να τα ανακαλύψουν οι υποστηρικτές και να μας πουν τι θέλει να πει ο ποιητής Μορέτι.
Δεν υπάρχουν συγκρούσεις ουσίας, δεν έχουμε δραματικές κορυφώσεις, δεν έχουμε ούτε κινηματογραφοφιλική ηδονή από παρασκήνια γυρισμάτων κλπ διότι κι η προσέγγιση του σινεμά είναι μίζερη. Καθότι κι ο auteur.
Μία μόνο σκηνή πήρα μαζί μου, εκεί που γιορτάζουν το τέλος των γυρισμάτων της ταινίας και είδα τον ΤΖΟΝ ΤΟΡΤΟΥΡΟ, που όσα χρόνια τον βλέπω τον βρίσκω σταθερά μονοσήμαντο, να έχει μια ωραία στιγμή χορού, με πολύ καλό λίκνισμα και κίνηση και να κάνει υπέροχο χορευτικό ζευγάρι με μια ευτραφή γυναίκα που υποτίθεται πως είναι η ενδυματολόγος του φιλμ που γύρισαν κι η οποία ευτραφής έχει μια ΕΚΠΛΗΚΤΙΚΗ κίνηση στο χορό, παρά τα περίσσεια κιλά της, ουσιαστικά καθοδηγεί χορευτικά τον Τορτούρο κι εκ του τίποτα φτιάχνεται μια όμορφη κινηματογραφική στιγμή. Μετά είδα πάλι την Μαργκερίτα Μπούι μουτρωμένη.
Ως ΕΡΓΟΚΕΝΤΡΙΚΟΣ, έχω κάθε λόγο να ενίσταμαι.