Αλλωστε, αγγλική παραγωγή ήταν κι ο «Ρωμαίος κι Ιουλιέτα» του Ιταλού Φράνκο Τζεφιρέλι κι ας είχε γυριστεί στην Ιταλία. Και τούτο εδώ, σε μεγάλο μέρος του στην Ιταλία είναι γυρισμένο αλλά την κάνει αγνώριστη διότι η Ιταλία σύμφωνα με το μύθο, με την υπόθεση, δεν πρέπει να φαίνεται.
Ωστόσο, ό, τι αξίζει από το έργο είναι το «ιταλικό» μέρος, δηλαδή οι Ιταλοί συντελεστές οι οποίοι στη σκηνογραφική διεύθυνση και στα κοστούμια μεγαλουργούν και δίνουν ιδέες και στον διευθυντή φωτογραφίας (που δεν είναι Ιταλός) να φωτίσει το θαύμα κι ακολουθούν κι οι επίλοιποι του τεχνικού μέρους, Ιταλοί και «ξένοι» καθώς κι ο Αλεξάντρ Ντεσπλά που φέτος έχω χάσει το μέτρημα σε πόσες ταινίες της ευρωπαικής παραγωγής έχει γράψει τη μουσική (κυρίως τις εξ Αγγλίας ορμώμενες- ουσιαστικά, εκεί είναι η «έδρα» του κι από κει κλείνει τις μεγάλες του δουλειές οι οποίες τον έχουν καταστήσει ίσως και νούμερο 1 της κινηματογραφικής μουσικής των ημερών μας)
Διότι στο έργο, ό,τι έχει να δηλώσει λόγο και ποιότητα, είναι η αισθητική. Κι από αυτή την άποψη κι ο Ματέο Γκαρόνε παίρνει τα εύσημα του διότι έχει σκηνοθετήσει αυτή την αισθητική με τον ιδιαίτερο τρόπο που ήθελε να τη δείξει, με ένα συνδυασμό του «γοτθικού» και του γκροτέσκο. Δεν βρίσκω άλλο λόγο να τον ώθησε στο να μπει σε αυτή την περιπέτεια η οποία θα του στερήσει ή θα του πικράνει αρκετούς θαυμαστές που τον είχαν ακολουθήσει στα «Γόμορα» και δείχνει να παίρνει άλλο δρόμο. Βέβαια και στην επόμενη ταινία, την αμέσως μετά τα «Γόμορα» , στο «Reality»,είχε δείξει ότι ο δρόμος του δεν είναι καλά και ντε ένα πράγμα, ωστόσο είχε αφήσει να διαφανεί ότι κάτι τον ελκύει από τη μεριά του γκροτέσκο που έτσι κι αλλιώς είναι κι αυτό μια ιταλική παράδοση.
Λέω θα χάσει θαυμαστές διότι το έργο βασίζεται σε ιστορίες του Ιταλού παραμυθά των χρόνων της Αναγέννησης Τζανμπατίστα Μπαζίλε, οι οποίες δεν είναι παραμύθια για μικρά παιδάκια, είναι ιστορίες μέσα στις οποίες χάνεται ηθελημένα ο σκηνοθέτης για να τους αναδείξει αυτό το στοιχείο που ο ίδιος επέλεξε ως κινηματογραφικό. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα ως ιστορίες να μην τραβούν τον θεατή, με ευθύνη σε ένα βαθμό και των τεσσάρων Ιταλών σεναριογράφων, οι οποίοι μπορεί να υπάκουσαν (το πιθανότερο) στις εντολές του Γκαρόνε περί του τι είδους σενάριο ήθελε να του γράψουν, ένα σενάριο δηλαδή που να αναδεικνύει το γκροτέσκο, και αυτό είχε ως φυσικό αποτέλεσμα να μην προκαλεί ρίγη η ταινία, να μην ηλεκτρίζει, να μη διασκεδάζει.
Την ταινία θα μπορέσει να την απολαύσει μόνο ο θεατής εκείνος που θα τη δει σαν ένα κομμάτι αισθητικής ομορφιάς και δεν θα ενδιαφερθεί για την υπόθεση. Πόσοι όμως θα είναι αυτοί; Οσοι όμως κι αν θα είναι, είναι βέβαιο πως είναι αυτοί που θα την απολαύσουν.
Συνεπώς, αν τα καταφέρει και περάσει από τα προκριματικά, την βλέπω με εξασφαλισμένα τα βραβεία αισθητικής φύσεως που της ανήκουν. Εκτός αν δεν περάσει οπότε, πάμε για άλλα. Ωστόσο, παραγωγός της είναι ο ΤΖΕΡΕΜΥ ΤΟΜΑΣ, ο Βρετανός που έκανε τις διεθνείς παραγωγές του Μπερνάρντο Μπερτολούτσι, ανάμεσα στις πολλές και τον «Τελευταιο αυτοκράτορα», ο οποίος δεν διαλέγει τυχαία τα έργα που θέλει να στήσει. Έχει πάντα στραμμένο το βλέμμα του προς τους Ιταλούς και σε αυτό έχει παίξει ρόλο η στενή σχέση του με τον Μπερτολούτσι κι είναι ολοφάνερο ότι ο Γκαρόνε πήρε όλο το projectμε τους Ιταλούς και το πήγε στην Αγγλία, στον Τζέρεμι Τόμας για να το τρέξει και πιο… διεθνώς.
Το διεθνές «καστ» δείχνει ετερόκλητο (με Σάλμα Χάγιεκ, Βενσάν Κασέλ, Τόμπι Τζόουνς και Τζον Ράιλι) αλλά δεν προσφέρει και πολλές δυνατότητες για ερμηνείες λόγω συνολικότερου concept.
Γενικώς, είναι μια ταινία που θαυμάζεται για το αισθητικό της αλλά δεν ικανοποιεί διότι δεν παρασύρει η ιστορία, δεν ταυτίζεσαι με κανένα χαρακτήρα του παραμυθιού.
ΥΓ Θα κλείσω με μια συνολικότερη παρατήρηση σχετικά με αυτό που έχω πει για τον Φεντερίκο Φελίνι όταν τον αντιπαραβάλλουν με τον Πάολο Σορεντίνο και λοιδορούν τον τελευταίο. Θα πω λοιπόν ότι κι ο Γκαρόνε στα ίδια νερά τσαλαβουτά κι αυτό έχει να κάνει με το ότι ο Φελίνι έχει πλέον μεταβληθεί σε ΕΙΔΟΣ (κι είναι κι αυτό μια απόδειξη της μεγαλοφυίας του) που το συνεχίζουν μεταγενέστεροι , ο καθένας με τη δική του προσωπικότητα. Δεν μιμούνται το πρόσωπο, παρά ακολουθούν το είδος.