Δεν ήρθε το φιλμ με καλή φήμη από το εξωτερικό, κυρίως από το Φεστιβάλ του Βερολίνου. Το γιατί , δεν το ξέρουν ακριβώς ούτε οι κομιστές . Η μάλλον ξέρουν. Η ταινία δεν κρίθηκε ως ταινία ούτε κοιτάχτηκε ποτέ ως ταινία. Κοιτάχτηκε ως «Βέντερς». Ως το τι κάνει σήμερα ο Βιμ Βέντερς, κι αν είναι ο ίδιος με τον παλιό. Εδώ και χρόνια γίνεται αυτό μολονότι στην τελευταία δεκαετία διακρίθηκε στην κατηγορία του ντοκυμαντέρ με εκπληκτικά φιλμ του είδους. Όμως στις ταινίες με υπόθεση κοιτάζουν τον Βέντερς κι όχι τα έργα του. Ετσι, ο,τιδήποτε δεν μπορεί να εννοηθεί και να εξηγηθεί με βάση τη θεωρία του auteur από την οποία ο Βέντερς κάποτε ευνοήθηκε έως και προκλητικά ορισμένες φορές και , κακά τα ψέματα, υπήρξε γνήσιο τέκνο της, τώρα πληρώνει αυτή την αυτό- παγίδευση. Ο ίδιος, βέβαια, δεν παραπονιέται. Φανερά τουλάχιστον. Διότι είναι ένας αξιοπρεπής άνθρωπος, ένας γενναιόδωρος άνθρωπος, γενικά είναι ένας καλός άνθρωπος. Όμως έτσι αδικούνται και τα έργα του. Κάποια έργα του.
Το «ΟΛΑ ΘΑ ΠΑΝΕ ΚΑΛΑ» αδικήθηκε φανερά από αυτή τη στενή αντίληψη ενώ της άξιζε μια καλύτερη τύχη.
Η ταινία συγγενεύει αρκετά με την «Παγοθύελλα» του Ανγκ Λι. Και ως πλαίσιο κι ως περιεχόμενο. Ο ήρωας είναι συγγραφέας με εσωτερικές αγωνίες να τον απασχολούν και μία μέρα, ύστερα από ένα καυγά με τη φίλη του, προκαλεί ατύχημα εις βάρος μικρού παιδιού. Γίνεται υπαίτιος ενός δράματος κι αυτό πέρα από το ότι τυλίγει τον ίδιο απλώνεται και στους γύρω του και σε όλους τους «εμπλεκόμενους» και φυσικά τον επηρεάζει ακόμα και στο γράψιμο.
Αυτός είναι ο καμβάς κι ο σεναριογράφος ΜΠΙΟΡΝ ΟΛΑΦ ΓΙΟΧΑΝΣΕΝ σημειώνει κι εμβαθύνει κι ο Βιμ βέντερς σκηνοθετεί το δράμα με την ικανότητα ενός film-maker. Η αφήγηση είναι στρωτή, η δραματικότητα είναι παρούσα, η δουλειά του με τους ηθοποιούς έως κι εξαιρετική με τον Τζέημς Φράνκο να έχει μπει στο κλίμα του ρόλου και να δίνει μια σοβαρή ερμηνεία, χωρίς ψευτίσματα, χωρίς υπογραμμίσεις. Είναι κι αυτό ένα στοιχείο για να πάρει creditένας σκηνοθέτης, είναι το ίδιο ακριβώς που πετυχαίνει ο Γιώργος Λάνθιμος στον «Αστακό» με τον Κόλιν Φάρελ που τον μεταμορφώνει.
Αν θέλουμε να κάνουμε κριτική στην ταινία υπάρχει ένα σημείο στο οποίο μπορούμε να «πατήσουμε» αν και νομίζω ότι αυτό το σημείο περισσότερο αφορά στην εμπορικότητα της ταινίας και λιγότερο στην καλλιτεχνική της αξία . Το σημείο αυτό είναι η συνύπαρξη δύο τάσεων, δύο σχολών. Ο Βέντερς σκηνοθετεί την ταινία σαν να ήταν αμερικάνικη με ανάλογο περιβάλλον, cast κλπ ενώ το περιεχόμενο του σεναρίου διαπνέεται από αγωνίες και τρόπους γραφής που εμφανίζονται στον ευρωπαικό- όχι υποχρεωτικώς τον φεστιβαλικό. Εδώ πράγματι κάτι δεν λειτουργεί στην εντέλεια, η συνύφανση δεν αποφεύγει τους κόμπους. Οπότε, επηρεάζεται ΚΑΙ το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα. Όμως δεν είναι και τόσο καθοριστικό ώστε να βγάλει για την ταινία κακή φήμη. Ο θεατής που την είχε αποφύγει επειδή αυγουστιάτικα είχε διαβάσει όσα διάβασε, θα μετανιώσει που παρασύρθηκε και δεν πήγε να τη δεί τότε καθώς θα την ανακαλύπτει τώρα είτε με την κυκλοφορία της σε dvd είτε επειδή μπορεί στην Ακαδημία να τη δουν διαφορετικά κάποιοι .
Φωτογραφία άριστη: Ατμοσφαιρική και ομοιογενής