Με το ύφος και το στυλ που επέβαλε οριστικά στην «Τέλεια ομορφιά» συνεχίζει και στη «Νιότη». Ένα κινηματογράφο που «πατάει» στο σινεμά του Φελίνι εκ πρώτης όψεως αλλά αυτό είναι προς τιμήν του μια κι ο Φελίνι το σινεμά του το κατέστησε πλέον ΕΙΔΟΣ- όχι ο ίδιος εκ προθέσεως όσο η Ιστορία από μόνη της. Αυτό άλλωστε μαρτυρά και τη μεγαλοφυία του Φελίνι. Πολλοί δημιουργοί κατέστησαν το προσωπικό τους σινεμά αυτόνομο είδος και δεν είναι μόνο αυτός, στις μέρες μας ένας τέτοιος πρόλαβε να γίνει κι ο Μίκαελ Χάνεκε για παράδειγμα που το καταλαβαίνει κανείς αν δει την επερχόμενη αυστριακή ταινία «GOODNIGHT MOMMY», για την οποία θα γράψω σύντομα, και τότε θα καταλάβετε τι λέω
ΑΛΙΜΟΝΟ, ΑΝ ΑΠΟ ΤΟ ΣΙΝΕΜΑ ΤΟΥ ΦΕΛΙΝΙ ΔΕΝ ΕΙΧΑΝ ΕΠΗΡΕΑΣΤΕΙ ΟΙ ΜΕΤΑΓΕΝΕΣΤΕΡΟΙ ΙΤΑΛΟΙ ΣΚΗΝΟΘΕΤΕΣ. ΑΛΙΜΟΝΟ. Κι ο Σορεντίνο κι ο Γκαρόνε μα και στα χρόνια του Φελίνι η Βερτμύλερ, που υπήρξε και βοηθός του είχε επηρεαστεί από εκείνον και στα δικά της έργα είχε εξελίξει σε στοιχείο προσωπικό το «γκροτέσκο» που το πήγε παραπέρα από εκεί που της το δίδαξε ο Φελίνι.
Πάμε λοιπόν στη «Νιότη» όπου μας ξανάρχεται ο Σορεντίνο για να συνδυάσει το σουρεαλιστικό προσωπικό του γράψιμο στο σενάριο που είναι χαρακτηριστικό του(ακόμα και το καθαρόαιμο πολιτικό «IL DIVO» ήταν γραμμένο με σουρεαλιστικό σχόλιο κι όχι με τη ρεαλιστική ακρίβεια όπως ήταν για παράδειγμα τα πολιτικά φιλμ του Φραντσέσκο Ρόζι η«Υπόθεση Ματέι», οι «Δολοφονίες διακεκριμένων» κλπ) μαζί με την τέλεια αισθητική όπου ο Σορεντίνιο εξελίσσεται σε σκηνοθέτη πρώτης γραμμής αισθητικών τόνων και με ένα αγωνιώδες υπαρξιακό ερώτημα στο θέμα του.
Το αγωνιώδες ερώτημα αφορά στην ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ- αυτό είναι το επί της ουσίας θέμα του έργου του εδώ. Αναφέρω συχνά – πυκνά πως έξω, στις μεγάλες κινηματογραφικές σχολές, υπάρχει μιά βασική άσκηση , για σεναριογράφους πρώτιστα που είναι η μονολεκτική απάντηση στην ερώτηση «What’s the story about?» ή στο «What’s the movie about?». Με τη μονολεκτική απάντηση δείχνει ο καλλιτέχνης ή ο σπουδαστής αν έχει πιάσει το επί της ουσίας νόημα του έργου ώστε να ξέρει για ποιο ΑΚΡΙΒΩΣ πράγμα θα μιλήσει σε όποιο είδος κι αν το εντάξει.
Στη «Νιότη» το θέμα είναι η «ταυτότητα». Οι ήρωες, είτε βασικοί ρόλοι είναι είτε συμπληρωματικοί, από αυτό βασανίζονται. Οι ίδιοι προσωπικά και κατεπέκταση τα θέματα που αγγίζουν. Όχι, δεν είναι τα γηρατιά το θέμα του έργου επειδή ξαφνικά βλέπουμε ηλικιωμένους ήρωες σε ένα ξενοδοχείο των Αλπεων που μοιάζει με ησυχαστήριο. Και σε τούτο πάνω ο σεναριογράφος Σορεντίνο δεν ξεστρατίζει ποτέ από την πλεύση του και τον προσανατολισμό του, το ακολουθεί και το σχεδιάζει με δύσκολες ισορροπίες αλλά με επιτυχή έκβαση στον πόντο. Οι δύο κεντρικοί χαρακτήρες είναι ένας μουσουργός, διευθυντής ορχήστρας που έχει χάσει την όρεξη να διευθύνει, ο άλλος είναι ένας σκηνοθέτης του κινηματογράφου που επιμένει στη δράση. Αμφότεροι, όμως, βρίσκονται στην ίδια φάση αναζήτησης αλλά τη λειτουργούν με διαφορετικό τρόπο. Ο μουσουργός με τη χαλαρότητα του που δηλώνεται ως παραίτηση έχει τους δικούς του ανοιχτούς λογαριασμούς με το παρελθόν του, ο σκηνοθέτης έχει λογαριασμούς με το μέλλον και με το περιβάλλον των νέων ηλικιών αλλά και με την ίδια του την τέχνη που κι η τέχνη του με τη σειρά της έχει θέμα με την ταυτότητα της στο σήμερα. Μια από τις μεγάλες σκηνές του έργου από πλευράς δραματικής ουσίας είναι η εμφάνιση- έκπληξη-δώρο από τον Σορεντίνο της ΤΖΕΙΝ ΦΟΝΤΑ, στο ρόλο μιας σταρ αλα Τζέιν Φόντα που έχει ένα μονόλογο στον οποίο θέτει το ζήτημα «ταυτότητας» στην Τέχνη τη συγκεκριμένη αλλά και στην ίδια τη σχέση της με τον σκηνοθέτη της ιστορίας.
Αχ! Η ΤΖΕΙΝ ΦΟΝΤΑ. Από την επανεμφάνιση της με την «Κακιά πεθερά», ύστερα από 15χρονη απόσυρση , ίσαμε σήμερα, κάνει την ΚΑΛΥΤΕΡΗ κινηματογραφική ερμηνεία της τρίτης περιόδου της (της «τρίτης πράξης του βίου» όπως το ορίζει η ίδια χαρακτηριστικά στην αυτοβιογραφία της) και δείχνει τη μεστότητα της και την κλάση της. Μη τη δούμε κι υποψήφια στην κατηγορία της supporting αν κι ο ρόλος είναι απελπιστικά σύντομος αλλά και τόσο καθοριστικός.
Τους δύο βασικούς ερμηνεύουν ο ΜΑΙΚΛ ΚΕΙΝ σε μία από τις καλύτερες ερμηνευτικές εμφανίσεις των τελευταίων ετών ως μουσικός κι ο ΧΑΡΒΙ ΚΑΙΤΕΛ ως κινηματογραφιστής ενώ ξεχωριστά αξίζει να αναφέρουμε την ΡΕΙΤΣΕΛ ΒΑΙΣ, που και σε αυτήν ο Σορεντίνο δωρίζει ένα υπέροχο ,ψυχαναλυτικό , λυτρωτικό μονόλογο καθώς και τον ΠΟΛ ΝΤΑΝΟ, παρόλο ότι ακόμα δεν έχει ξεπεράσει τον κίνδυνο της τυποποίησης σε ρόλους προβληματικών νεαρών, εν τούτοις απέχει αρκετά από εκείνα που του δίνουν να παίζει στις αμερικανικές ταινίες.
Όλα αυτά λοιπόν ο Σορεντίνο τα συνθέτει πότε με σουρεαλισμό άλλοτε με ειρωνεία, συχνά με μελαγχολία σε μιά πανδαισία αισθητικής όπου εδώ κι αν δεν μπορούμε να μην παραδεχτούμε ή να μην αναγνωρίσουμε ότι η αισθητική του είναι από τις καλύτερες σημερινές. ΕΙΝΑΙ σκηνοθέτης ΣΚΗΝΟΓΡΑΦΙΚΩΝ ΔΙΕΥΘΥΝΣΕΩΝ από τις οποίες αναβλύζουν ποίηση και μαγεία, συνυφασμένες απόλυτα με το περιεχόμενο του έργου και με το ύφος της αφήγησης ενώ αγγίζει τα όρια του άθλου το ότι μετέτρεψε σε «Ρώμη» της «Τέλειας ομορφιάς» το ησυχαστήριο των Αλπεων όπου το σκηνοθετεί ως κληρονόμος της μεγάλης ιταλικής αισθητικής σχολής χωρίς να του λείπουν ούτε ο νους ούτε το συναίσθημα.
Είναι έργο που βγαίνε να απευθυνθεί με όπλο τη μαγεία του.