Ο Τζώνυ Ντεπ πράγματι κάνει στο ρόλο του γκάνγκστερ Γουίτυ Μπέλτζερ σοβαρή κι αξιοπρόσεκτη δουλειά γύρω από τον εαυτό του, την καλύτερη θα έλεγα που έχει κάνει μετά τον Τζακ Σπάροου, τον πειρατή της Καραιβικής. Οπου σε εκείνο τον πειρατή είχε επινοήσει τη ροκ εκδοχή κι αυτό ήταν πράγματι κάτι ιδιαίτερο, κάτι ξεχωριστό το οποίο ταίριαζε με την ιδιοσυγκρασία του και με το μύθο που έφτιαχνε ως σταρ και ως στοιχείο για ρόλο παρωδίας είχε λειτουργήσει απόλυτα.
Ο Ντεπ δεν είναι ηθοποιός με την πλήρη έννοια του όρου, δεν είναι κάποιος που ενσαρκώνεται μέσα στους ρόλους που υποδύεται, δεν χάνεται μέσα στον χαρακτήρα, δεν αφομοιώνεται από αυτόν. Ο Ντεπ είναι σταρ και σε όλη τη διάρκεια της πορείας του, σε όλα αυτά τα χρόνια, τα οποία είναι πράγματι αρκετά και δείχνουν την αντοχή του στη συμπάθεια που τρέφει το κοινό για αυτόν ,φτιάχνει τον σταρ εαυτό του και με τον κάθε ρόλο προσθέτει ένα στοιχείο σε αυτόν τον σταρ κι όταν το βρει το επαναλαμβάνει κι επαναλαμβάνεται κι ο ίδιος.
Τον Τζώνυ Ντεπ πάνε και βλέπουν οι θεατές έτσι όπως τον διαμόρφωσαν οι πρώτες συνεργασίες του με τον Τιμ Μπάρτον που στη συνέχεια περιέπεσαν στην επανάληψη αν κι αρκετές φορές ο Τζώνυ Ντεπ του Μπάρτον βγήκε ενισχυμένος από τις προσθήκες , όπως για παράδειγμα στο «SweenyTodd» όπου έδειξε και τα τραγουδιστικά του προσόντα.
Στην «Ανίερη συμμαχία» ο 50άρης- και κάτι- πιά Ντεπ , ύστερα από σωρεία επαναλήψεων του εαυτού του που δεν κατέληξαν σε επιτυχία, αποπειράται και πετυχαίνει ένα διαφορετικό εμπλουτισμό: Με τη βοήθεια του μακιγιάζ επιχειρεί το μεγάλωμα του και την επισήμανση ότι μπορεί αυτό το ροκ με το οποίο πλασάρεται να το κάνει και πιο μεστό, να το ωριμάσει, να το ντύσει με ρούχα μεγαλύτερης ηλικίας. Και να το δηλώσει και διαφορετικά, ισορροπώντας τη φωνή του σε χαμηλές νότες, υιοθετώντας μια σιγανή εκφορά λόγου μέσα από την οποία θα είναι ο Ντεπ σε εμφάνιση ήρεμου γκάνγκστερ, όπου το μακιγιάζ που του αλλάζει αισθητά το πρόσωπο χωρίς να το παραμορφώνει κι οι φακοί επαφής που θα βοηθούν το βλέμμα να γίνεται πιο παγερό άρα και πιο διαπεραστικό στο φακό ώστε να καταλήγει απειλητικό μέσα από τη φαινομενική ηρεμία , φέρνουν τα ποθούμενα αποτελέσματα.
Είναι τόσο πλήρης ο εμπλουτισμός της προσωπικότητας του με τα νέα στοιχεία ώστε να απολήγουμε στο ότι μέσα από το starperformance καταλήγει να πιάνει και στοιχεία ηθοποιού. Αυτό που ορίζει το star performance, δηλαδή την ερμηνεία των σταρ είναι ότι κυρίως φέρουν τις προσωπικότητες τους και μέσα από τον τρόπο που παίζουν δηλώνουν ότι δεν βυθίζονται μέσα στο ρόλο όπως κάνουν οι ηθοποιοί των μεγάλων σχολών αλλά αντίθετα φέρνουν το ρόλο στα μέτρα τους και μέσα από αυτό εμπλουτίζουν τις σταρ προσωπικότητες τους. Ωστε κάποτε, σε μια ολοκλήρωση της σταρ προσωπικότητας, με αφορμή ένα ρόλο, να πάρουν και το Οσκαρ με τη συνηθισμένη καθυστέρηση που το παίρνουν οι ηθοποιοί αυτού του είδους, αφού χρειάζονται πολλούς ρόλους ώστε να το ολοκληρώσουν και να το αναδείξουν. ΟΤζώνυ Ντεπ στο ρόλο του γκάνγκστερ, με βάση όλα τα παραπάνω, έχει κάνει αλματώδη εξέλιξη της προσωπικότητας του. Κι αυτό δεν είναι λίγο για τον ίδιο. Καθόλου μάλιστα.
Το πρόβλημα είναι πως αυτά συμβαίνουν σε ένα φιλμ που ξεκίναγε για καλό και κατέληξε «καλούτσικο» καθώς και στο γεγονός ότι το έργο δεν είναι επικεντρωμένο πάνω του μολονότι είναι ο κεντρικός ήρωας αφού τη δική του ιστορία παρακολουθούμε. Όμως στο έργο εμπλέκονται πολλά πρόσωπα, ο γερουσιαστής αδελφός του που τον παίζει ο ΜΠΕΝΕΝΤΙΚΤ ΚΑΜΠΕΡΜΠΑΤΣ σε ένα ρόλο που οι απαιτήσεις του ερμηνευτικά δεν τον πάνε παραπέρα, ο πράκτορας του FBI που θα φτάσει να γίνει συνεργός ώστε να συλλέγει πληροφορίες από πρώτο χέρι (αξίζει εδώ να σημειωθεί ο ΤΖΟΕΛ ΕΝΤΖΕΡΤΟΝ), γκάνγκστερς ανταγωνιστές, προιστάμενοι υπηρεσιών κλπ κι η ταινία καταλήγει να γίνεται συνόλου χωρίς όμως να κεντράρει σε ένα σημείο. Κι οι χαρακτήρες πλην πράκτορα FBI που είναι ο μόνος με αντικρουόμενες καταστάσεις, δεν βαθύνονται. Οπότε για τον Τζόνυ Ντεπ η ταινία δεν μοιάζει με δώρο 100 ο/ο που θα του προωθούσε τη δουλειά που έκανε πάνω στον εαυτό του, χάνεται μέσα στο σύνολο. Η ευθύνη όμως δεν είναι δική του, είναι κατά βάση του σκηνοθέτη ΣΚΟΤ ΚΟΥΠΕΡ που δεν τα ζύγισε καλά και μολονότι έρχεται με εισιτήριο σκηνοθέτη που δίνει Οσκαρ σε ερμηνευτή (Τζεφ Μπρίτζες στο «Crazy heart») εδώ λίγο χάθηκε μέσα στο υλικό του. Κι επειδή θυμίζει έντονα, ακόμα και λόγω τοποθεσίας, λόγω υποκόσμου Μασαχουσέτης, τον «Πληροφοριοδότη» του Μάρτιν Σκορσέζε, οι συγκρίσεις και τα σημεία απώλειας γίνονται περισσότερο αισθητά.
Αυτά στη βάση ότι πήγαινε για καλό κι ότι βγήκε «καλούτσικο» όπως αναφέρω και πιο πάνω. Όχι ότι βγήκε μια αποτυχία. Θα είναι άδικο να ειπωθεί κάτι τέτοιο.
Όπως θα είναι άδικο να μη σημειωθεί στα credits του Τζώνυ Ντεπ η δουλειά που έκανε πάνω στην εξέλιξη του εαυτού του με αφορμή το συγκεκριμένο ρόλο από την οποία δουλειά βγαίνει κι αρκετά ώριμος ηθοποιός. Περισσότερο από κάθε άλλη ως τώρα! Στην περίπτωση του, αν φτάσει μέχρι τα Οσκαρ, αυτό το στοιχείο είναι που θα ζυγιστεί, θα αξιολογηθεί και θα κριθεί αλλά θα ληφθεί υπόψη και το πλαίσιο.