Ο τίτλος δεν λέει, ο πρωταγωνιστής ΤΟΜΠΙ ΜΑΚΓΚΟΥΑΙΡ δεν είναι ελκυστικό όνομα της μαρκίζας (παρά μόνο αν παίζει σε blockbuster αλλά εκεί ελκύει ο τίτλος του «blockbuster» κι όχι ο ίδιος), ο ΕΝΤ ΖΟΥΙΚ δεν είναι σκηνοθέτης των Φεστιβάλ-άρα auteur οπότε οι κριτικοί στην καλύτερη περίπτωση θα τον προσπεράσουν με την επιπόλαιη κι εύκολη κι αβασάνιστη ένδειξη «ρουτινιέρης» ενώ αν είναι κι από την Αριστερά προερχόμενοι, τουλάχιστον σε επίπεδο θεωρητικών τσιτάτων ,θα το καταδικάσουν ως «ύποπτο» αφού αναφέρεται στον Ψυχρό Πόλεμο κι είναι και αμερικάνικο. Βέβαια οι ίδιοι κοροιδεύουν εξίσου και τον σοσιαλιστικό ρεαλισμό των Σοβιετικών αλλά με τούτα και με κείνα τη νύφη την πληρώνουν οι ταινίες.
Κι όμως η ταινία είναι στρωτή, αφηγηματική, ενδιαφέρουσα έως και πρωτότυπη τόσο στον τρόπο που χειρίζεται τον Ψυχρό Πόλεμο αφού τον αντιμετωπίζει περισσότερο ως κλίμα και σχεδόν καθόλου ως θέση κι η όποια θέση είναι του ίδιου του ήρωα, ο οποίος αποδεικνύεται «απολιτίκ» στην ουσία, εξού κι οι Αμερικάνοι είναι που τον χρησιμοποιούν για να μπουν στο ρουθούνι των Σοβιετικών. Δηλαδή, το φιλμ κάνει εντονότατη κριτική μέσα από την εξιστόρηση του μύθου και στους ίδιους τους Αμερικάνους.
Το έργο όμως δεν είναι έργο «θέσεων», δεν ανήκει στον κινηματογράφο των ιδεών . Αυτά είναι στοιχεία της υπόθεσης, των χαρακτήρων , της πλοκής και του πολιτικού κλίματος στο οποίο διαδραματίζεται η ιστορία μια και πρόκειται για αληθινά πρόσωπα.
Ο ήρωας είναι ο ΜΠΟΜΠΥ ΦΙΣΕΡ, ο Αμερικάνος άσος του σκακιού, κι ο ανταγωνιστής του είναι ο Σοβιετικός ομόλογος του ΜΠΟΡΙΣ ΣΠΑΣΚΥ ενώ το σενάριο ακολουθώντας τους «νόμους» του συγκεκριμένου παιχνιδιού δείχνει πως ο κεντρικός ήρωας, ο Φίσερ δηλαδή, χρησιμοποιήθηκε κι ως ΠΙΟΝΙ από τους δικούς του απέναντι στη Σοβιετική Αυτοκρατορία. Να νικήσει τον αήττητο Σπάσκυ προκειμένου να δείξουν οι Αμερικανοί ότι έχουν κι εκείνοι τον δικό «τους» ο οποίος μπορεί να κατατροπώσει τον εκλεκτό των εχθρών.
Το ανταγωνιστικό δίδυμο Φίσερ-Σπάσκυ ήταν στον καιρό του υπερ-προβεβλημένο και θυμάμαι στα σινεμά της σχολικής μου ηλικίας, εκεί στο 1972, στο περιστατικό που αναφέρει κι η ταινία, να μας δείχνουν σε «ζουρνάλ» όπως έλεγαν ακόμα τα «Επίκαιρα» που προβάλλονταν στις οθόνες πριν από το κυρίως πρόγραμμα, τη μονομαχία εκείνη, όπως κι ένα χρόνο πριν έκαναν το ίδιο με ένα άλλο δίδυμο τους Κάσιους Κλέι-Τζό Φρέιζερ, σε άλλο σπόρ, την πυγμαχία.
Ο Φίσερ, όμως , που βλέπουμε στην ταινία και πιθανόν κι ο αληθινός δηλώνεται ως ένας άνθρωπος ψυχικά διαταραγμένος, εξαιρετικά ιδιότροπος, που συνηθίζει να εγκαταλείπει αγώνες στη μέση ή να μην πηγαίνει και καθόλου ένεκα «βαρεμάρας», ενώ η προσωπική του «αντικομμουνιστική» στάση άρχιζε και τέλειωνε στην παιδική του ηλικία μια και καταγόταν από οικογένεια Εβραίων κομμουνιστών , που ο πατέρας τους είχε εγκαταλείψει κι η μάνα ήταν αφιερωμένη στο Κόμμα εξού και δεν της συγχωρούσε την εγκατάλειψη.
Η αλήθεια είναι πως το ψυχολογικό κομμάτι του έργου σε μερικά σημεία γίνεται εξόχως θολό επειδή ακριβώς έχει να κάνει με άνθρωπο διαταραγμένο κι επειδή σκοπός της ταινίας δεν είναι να δώσει λύση ούτε εξήγηση στο ψυχολογικό του ζήτημα.
Η ταινία φτιάχνει ιστορία γύρω από την περίπτωση κι εμείς οι θεατές καλούμαστε να δούμε αυτή την ιστορία με όλα όσα περιλαμβάνει.
Επίσης, δεν μας βάζει στα μυστικά του σκακιού, κάτι που ίσως να συμφιλίωνε μερικούς κριτικούς με το έργο διότι θα είχαν να γράψουν αναλύσεις πορτραίτου κι όχι να πρέπει να κρίνουν μια ταινία ή να την αναλύσουν όταν δεν γνωρίζουν από τι συνίσταται κι όταν βρίσκεται έξω από τα θεωρητικά πεδία. Δεν μας βάζει στα μυστικά, μας μεταφέρει όμως την ένταση του εν λόγω παιχνιδιού.
Το έργο, όμως, έχει αρχή, μέση και τέλος και με τη σωστή σειρά κι όχι με την ασαφή του Γκοντάρ που αγαπούν οι θεωρητικοί, κι ολοκληρώνει αυτό που θέλει να δείξει το οποίο είναι η ιστορία που θέλει να μας πει: Η ιστορία δηλαδή ενός ονομαστού, υπαρκτού προσώπου κι οι περιπέτειες του.
Ο ΕΝΤ ΖΟΥΙΚ αποδεικνύεται καλύτερος ΣΚΗΝΟΘΕΤΗΣ από εκείνον που έκανε την «Ανίερη συμμαχία», τον Σκοτ Κούπερ, διότι ξέρει κι οργανώνει καλύτερα την ταινία, ξέρει που θα κεντράρει, έχει πιο στέρεο σενάριο στη διάθεση του. Βέβαια, δεν φτάνει σε βάθη αλλά για «μέση καλή ταινία» μιλάμε κι όχι για κάτι υπέρτερο. Κι επίσης η αναπαράσταση της εποχής καθώς κι η φωτογραφία η οποία φαίνεται όχι έχει αντλήσει διδάγματα από το ανάλογο προ 20ετίας σκακιστικό φιλμ «Searching for Bobby Fischer», φωτογραφία ατμόσφαιρας από φυσικό φως που επεκτείνει την ομοιομορφία της και στα εσωτερικά γυρίσματα… όλα αυτά δηλώνουν σκηνοθέτη. Το ότι πολλοί είναι αυτοί που δεν καταλαβαίνουν τι ακριβώς κάνει ο σκηνοθέτης και τι είναι η σκηνοθεσία δεν αφορά στον Εντ Ζουίκ.
Ο ΤΟΜΠΙ ΜΑΚΓΚΟΥΑΙΡ είναι εξαίρετος στο ρόλο κι έχει χρηματοδοτήσει και την παραγωγή αλλά του λείπει το γκελ, του λείπει η ζέση, του λείπει εκείνο το ιερό άπιαστο του εκτυφλωτικού πρωταγωνιστή. Ο ΛΙΒ ΣΡΑΙΜΠΕΡ φτιάχνει το ερμηνευτικό εκμαγείο του ρόλου αλλά το ρόλο τον ξέχασαν και του παρέδωσαν το ελάχιστο. Ο ΜΑΙΚΛ ΣΤΟΥΛΜΠΑΡΓΚ αντιθέτως καταφέρνει και ξεχωρίζει στο ρόλο του πονηρού δικηγόρου, ακριβώς επειδή υπάρχει ρόλος κι ο ηθοποιός βρίσκει πατήματα.
Το μοντάζ του ΣΤΙΒΕΝ ΡΟΖΕΝΜΠΛΟΥΜ και προπάντων η μουσική του ΤΖΕΗΜΣ ΝΙΟΥΤΟΝ ΧΑΟΥΑΡΝΤ φωνάζουν το όνομα του κτήτορα τους από χιλιόμετρα μακριά.
Εκείνο που με χάλασε τόσο σε αυτή την ταινία, όσο και σε πολλές άλλες από τότε που ξεκίνησε η καταραμένη μόδα, είναι να μας δείχνουν στο τέλος της ταινίας τα αληθινά πρόσωπα από αρχεία επικαίρων. Μα δεν καταλαβαίνουν ότι έτσι, στην προσπάθεια τους να εμπορευματοποιήσουν το ρεαλισμό και να εμπορευτούν την αληθοφάνεια, αποσυνθέτουν το έργο;