Το πρώτο μέρος της ταινίας είναι εκείνο με τις ΑΡΕΤΕΣ.
Η υπόθεση ξεκινά σε μια φτωχογειτονιά του Μουμπάι, της άλλοτε Βομβάης, όπου συλλαμβάνεται ηλικιωμένος δάσκαλος κι ερασιτέχνης τραγουδοποιός που με τα τραγούδια του καταγγέλλει το σύστημα γενικότερα σε υπαίθριες συναυλίες. Η κατηγορία είναι πως με τα τραγούδια του «ωθεί» στην αυτοκτονία και συγκεκριμένα του χρεώνουν την αυτοχειρία ενός εργάτη όπου γι αυτό το λόγο τον σέρνουν στα δικαστήρια.
Την υπεράσπιση αναλαμβάνει νεαρός δικηγόρος , ο οποίος έχει να αντιμετωπίσει μια καλά διαβασμένη αντίδικο.
Οι αρετές της ταινίας στο πρώτο μέρος περιλαμβάνουν στοιχεία από εκείνα που σεναριακά με ενθουσιάζουν όπως για παράδειγμα το να παρακολουθήσουμε και το ποιος είναι ο ήρωας, πως ζει την έξω ζωή του, συγκεκριμένα ο δικηγόρος, που τον βλέπουμε μετά το δικαστήριο να κάνει τα ψώνια του στο σούπερ μάρκετ και να πηγαίνει στο σπίτι να φάει μοναχός του ή να επισκέπτεται σε άλλη σκηνή τους γονείς του οι οποίοι θα του διατυπώσουν μύρια παράπονα , κυρίως η μητέρα, πως τους παραμελεί, και πως επιτέλους δεν αποφασίζει να παντρευτεί.
Συγχρόνως μαθαίνουμε και για την αντίδικο που από καλοδιαβασμένη στην αγγλική νομοθεσία και τυπικότατη δικηγορίνα, ζει στο σπίτι τη ζωή μιάς ταπεινής και καταπιεσμένης νοικοκυράς, με άντρα διαβητικό που απαιτεί συγκεκριμένα γεύματα και με δύο παιδιά που θέλουν τα δικά τους φαγητά την ώρα που αυτή γυρίζει «σκοτωμένη» από τη δουλειά, έχει να τους φροντίσει, το σπίτι τους είναι μάλλον φτωχικό και μετά τη «λάτρα» κάθεται να μελετήσει την υπόθεση ενώ οι άλλοι βλέπουν τηλεόραση.
Αρα, μάνι –μάνι που λένε, έχουμε προσγειωθεί στο ποιος είναι ο κεντρικός ήρωας της ιστορίας και ποιος ο ανταγωνιστής αλλά κι έχουμε ξεστρατίσει από τον κύριο κορμό διότι νομίζαμε πως θα δούμε την ιστορία του συλληφθέντος τραγουδοποιού για τον οποίο ακούμε και μαθαίνουμε από τους άλλους με βάση την εκδικαζόμενη υπόθεση.
Ωστόσο, ακόμα περιμένουμε οπότε παραμένουμε στο πεδίο των αρετών. Οι οποίες έχουν και κινηματογραφικό χαρακτήρα κι ας πρόκειται για μια φτωχική και ταπεινή παραγωγή. Η ¨ξενάγηση» μας από τον σκηνοθέτη ΤΣΑΙΤΑΝΙΑ ΤΑΧΜΑΝΕ στους χώρους, κυρίως στο δικαστήριο αλλά και στη φτωχογειτονιά μα και στις διασκεδάσεις των ανθρώπων, στο θέατρο που πάνε κλπ, υποστηρίζονται από εξαίρετη δουλειά στον ήχο και στο ηχητικό μοντάζ, στους ήχους του δικαστηρίου μα και στην επιμελημένη σκηνοθέτηση προπάντων του δικαστηρίου, όπου έπιασα τον εαυτό μου να χαζεύει τους κομπάρσους έναν προς έναν , στο τι έκαναν μέσα στο δικαστήριο κατά την εκτύλιξη της σκηνής, ήταν όλοι σκηνοθετημένοι με κάποιο ρόλο, σαν να ερμήνευαν ένα χαρακτήρα κι ας μην επικεντρωνόταν πάνω τους ο φακός. Κι έτσι, στο δικαστήριο δημιουργείτο «ζωή», κινηματογραφική ζωή.
Κάτι τέτοια λεπτομερειακά εμένα με απογειώνουν.
Συγχρόνως από πλευράς περιεχομένου, που έδειχνε εξ αρχής να είναι και το βασικό ατού της ταινίας, έπαιρνα πληροφορίες για το νομικό σύστημα, για το «όπου φτωχός κι η μοίρα του», για αυτό που έσκυψε και μου είπε στο διάλειμμα βετεράνος δικηγόρος, που παρακολουθούσε την ταινία με την σύζυγο του, περί «Δικαιοσύνης» ότι «δεν απονέμεται δυστυχώς» και μου έδωσε κι ένα ορισμό που δεν είχα ξανακούσει «Η Δικαιοσύνη είναι ένα φίδι που δαγκώνει τους ξυπόλητους».
Στο δεύτερο μέρος άρχισαν να διαφαίνονται τα προβλήματα έκτυπα. Περνάμε στις ΑΔΥΝΑΜΙΕΣ. Η δίκη περιορίζεται στην εξέταση ουσιαστικά ενός μόνου μάρτυρα, που ως ρόλος έχει ενδιαφέρον μια κι είναι η ταλαίπωρη σύζυγος του αυτόχειρα η οποία με την κατάθεση της δίνει και το πορτραίτο του θύματος…., όμως έχουμε απομακρυνθεί αρκετά από τον ηλικιωμένο τραγουδοποιό που τελικώς δεν υπήρξε κεντρικός ήρωας στο σενάριο ενώ από τον δικηγόρο και την αντίδικο δεν έχουμε δει καμία εξέλιξη στους χαρακτήρες κι ας μάθαμε την ιδιωτική τους κατάσταση στο πρώτο μέρος. Δεν εξελίχθηκαν δραματουργικά, δεν δόθηκε βαρύτητα στο θέμα της ελευθερίας του λόγου, έμεινε το νομικό σύστημα της Ινδίας να βαραίνει περισσότερο, τα πρόσωπα που γνωρίσαμε δεν ολοκληρώθηκαν κι η ταινία, εκτός των άλλων, αποφάσισε να κλείσει κι απότομα. Προς έκπληξη, έως κι αμηχανία, των περισσοτέρων στην αίθουσα
Τελικώς, επί της αντιλήψεως του κύριου στόχου, θα κριθεί το έργο. Ως «σεργιάνι» στην ινδική δικονομία θα πάρει καλό βαθμό. Δεν έχει σημασία πόσους αφορά, σημασία έχει πως δείχνει ότι προς τα εκεί προσανατολίζεται. Ως ταινία για την ελευθερία του λόγου χάνει λάδια… Ως ταινία ανθρώπων, τους αφήνει στη μέση αφού τη γνωριμία με αυτούς δεν την ειδαμε σεναριακά αξιοποιούμενη . Και τα της κοινωνικής ζωής, το θέατρο που πάνε, οι από σκηνής ειρωνείες κατά των μεταναστών και των ξένων (κι εκεί έχουν πρόβλημα με το θέμα – τελικά όλος ο κόσμος ΜΙΑ σκηνή!) περισσότερο μοιάζουν με ολοκληρωμένα αλλά κι ασύνδετα με τον κεντρικό κορμό, επεισόδια. Συμφώνως με τους σεναριακούς κανόνες που είναι και δικές μου εμμονές, το δεύτερο μέρος μάλλον ήθελε ξαναγράψιμο.
Επειδή, όμως, η ταινία έχει έρθει από το εξωτερικό με κάποιες περγαμηνές, υποψιάζομαι ότι η πρώτη περί τοπικού νομικού συστήματος, είναι που το σπρώχνει και το τονώνει μολονότι εκείνη που το διαφημίζει είναι η δεύτερη περγαμηνή περί ελευθερίας του λόγου που όμως δεν αποδεικνύεται πρωταγωνίστρια.