Αν λοιπόν θέλουμε το ελληνικό σινεμά να αναπνεύσει, να σηκωθεί, να ξανασταθεί στα πόδια του οφείλουμε να «εντρυφήσουμε» σε κάποια πράγματα . Το πρώτο είναι η καλλιέργεια της ΠΟΛΥΕΔΡΙΚΟΤΗΤΑΣ ή της ΠΟΛΥΣΥΛΕΚΤΙΚΟΤΗΤΑΣ- διαλέγετε και παίρνετε .Διαλέγετε τη λέξη που σας ταιριάζει, αυτό εννοώ.
Το σινεμά είναι ΕΝΑ, τα ΕΙΔΗ του ΠΟΛΛΑ, και να θυμόμαστε αυτό που έλεγε ως προσωπικό του δόγμα ο κορυφαίος Αμερικανός σκηνοθέτης ΣΙΝΤΝΕΥ ΛΙΟΥΜΕΤ πως ΟΛΟΙ ΟΙ ΣΚΗΝΟΘΕΤΕΣ ΕΧΟΥΝ ΣΤΥΛ, ο καθένας το δικό του, αναλόγως με το είδος του σινεμά που υπηρετεί. ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΣΚΗΝΟΘΕΤΗΣ ΧΩΡΙΣ ΣΤΥΛ ΔΙΟΤΙ ΤΟ ΣΤΥΛ ΒΓΑΙΝΕΙ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΘΕ ΤΑΙΝΙΑ και δεν είναι προνόμιο μόνο εκείνων που το δηλώνουν.
Στυλ έχει κι ο Λάνθιμος, στυλ έχει κι ο Παπακαλιάτης, στυλ έχει κι ο Βούλγαρης, στυλ έχει κι ο Ζερβός, στυλ είχε ο Δαλιανίδης, στυλ είχε ο Σακελλάριος, στυλ είχε ο Τζαβέλας, στυλ είχε ο Κούνδουρος, στυλ είχε ο Κακογιάννης, στυλ είχε ο Δημόπουλος, στυλ είχε ο Φώσκολος, στυλ είχε ο Βασ. Γεωργιάδης, στυλ είχε ο Γρηγορίου, στυλ είχε ο Νικολαίδης, στυλ είχε ο Αγγελόπουλος, στυλ είχε κι ο Τεγόπουλος .
Πείτε μου ΠΟΙΟΣ από τους παραπάνω ΔΕΝ είχε στυλ; Το δικό του στυλ, τις δικές του ταινίες.
Αντί λοιπόν να συνεχίζουμε την καταστροφική κινηματογραφική πολιτική που επισημοποιείται στη Μεταπολίτευση αν και ξεκινά μερικά χρόνια πίσω, τώρα που έχουν περάσει τα χρόνια, καλό είναι να αναγνωρίσουμε ΟΛΟ τον ελληνικό κινηματογράφο, ο καθένας να διαλέξει ό, τι ταιριάζει περισσότερο στο γούστο του αλλά πάνω σε αυτό τον κινηματογράφο να κάνει τις μελέτες του, να τον δει σοβαρά ώστε να πάρει τη σκυτάλη και να την πάει παρακάτω. Και κυρίως να καλύψει το κενό, ποιο κενό; Το τεράστιο χάσμα που ανοίχτηκε, ένα χάσμα εχθρότητας απέναντι σε ανθρώπους και είδη, κάτι που δεν έγινε σε καμμία άλλη χώρα του κόσμου.
Διαφορετικά ο ελληνικός κινηματογράφος, η νέα του γενιά δηλαδή , θα παραμένει χωρίς ρίζες και θα περιμένει από μεμονωμένες περιπτώσεις να πετύχουν μια αναγνώριση στο εξωτερικό για ταινίες που επίσης δεν θα του αρέσουν διότι τον έμαθαν, στον εκάστοτε ενεστώτα, τα έργα του ελληνικού σινεμά να τα βλέπει κακόβουλα και καχύποπτα.
Βεβαίως και δηλώνω ανοιχτά πως όλο αυτό στο κείμενο μου θα επικεντρωθεί στον Φώσκολο, τον πιο αδικημένο και κακοποιημένο άνθρωπο του ελληνικού κινηματογράφου εν μέρει μαζί με τον Δαλιανίδη- αν και τον Δαλιανίδη περισσότερο αποφεύγουν να τον εκθειάζουν παρά τον λοιδορούν με ποταπότητα σαν κι αυτή που δείχνουν στον Φώσκολο.
Μιλώ για τον Φώσκολο του σινεμά και σε ένα βαθμό του θεάτρου, δεν μιλώ για τον Φώσκολο της τηλεόρασης.
Μακάρι τη σεναριακή τεχνική του Φώσκολου να την είχαν πολλοί, μακάρι να ήξεραν κι άλλοι να φτιάχνουν πλοκή σαν κι αυτή που ήξερε ο Φώσκολος.Ο βερμπαλισμός ήταν πράγματι ένα στοιχείο στο οποίο θα μπορούσε να ασκηθεί κριτική αλλά κι εδώ πάλι μπαίνει φρένο. Διότι ο Φώσκολος τα μεγάλα λόγια τα ΠΙΣΤΕΥΕ. Ηταν η ΑΛΗΘΕΙΑ του. Κι όταν κάποιος πιστεύει σε κάτι και το υπερασπίζεται διακαώς, α, δεν είναι για κοροιδία. Όταν μάλιστα με τα μεγάλα λόγια καταφέρνει και να συγκινεί, να περνά δηλαδή τις βαρύγδουπες ατάκες στον θεατή.
Σταματώ εδώ την «φωσκολιάδα» διότι οφείλω να εξηγήσω γιατί την ξεκίνησα και γιατί προηγήθηκε αυτής κι ένας προβληματισμός πάνω στην ύπαρξη του ελληνικού κινηματογράφου του σημερινού, τώρα που κράτος, φορείς, κλίκες, συμμορίες, κρατικοί ενδιάμεσοι , υπουργεία και λοιποί ΤΟΝ ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΠΟΥΝ.
Την ξεκίνησα λοιπόν στο κείμενο μου επειδή ήταν οι σκέψεις που μου γεννιούνταν στη διάρκεια της προβολής. Ξαφνικά αισθάνθηκα ότι έβλεπα μια ταινία ανθρώπων ΑΚΟΜΠΛΕΞΑΡΙΣΤΩΝ απέναντι στο είδος του Φώσκολου, αν όχι και στον ίδιο. Ένα έργο πλοκής και μυστηρίου το οποίο ερχόταν απευθείας από εκείνο τον παλιό κινηματογράφο, από εκείνον το συγκεκριμένο, κι οι άνθρωποι που το έκαναν είχαν βάλει τα δυνατά τους να τον μεταβάλουν σε ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΟ. Και το πέτυχαν.
Καταρχάς με μια εξαίρετη παραγωγή, με φωτογραφία (ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΚΑΤΡΙΤΖΙΔΑΚΗΣ) υποδειγματικής ομοιογένειας σε εσωτερικά κι εξωτερικά, σε ατμόσφαιρα γκρίζα και φθινοπωρινή για να μπορέσει να κινηθεί μια ιστορία συνομωσιών που μόνο σε ταινία του Φώσκολου (και το λέω, επαναλαμβάνω, τιμητικά) θα μπορούσε να «τρέχει», κι ο διευθυντής φωτογραφίας πρόσφερε στο σκηνοθέτη την ατμόσφαιρα. Με μουσική (ΓΙΩΡΓΟΣ ΑΛΚΑΙΟΣ) που πάει μπροστά την μουσική επένδυση στον ψυχαγωγικό όπως τον λέω εγώ («εμπορικό» τον αποκαλούν υποτιμητικά οι εχθροί του) ελληνικό κινηματογράφο- μού θύμισε δουλειά αλά Τζέημς Νιούτον Χάουαρντ. Ας μην το εκλάβουν οι κακεντρεχείς ως υπονοούμενο για το παιδί. Δεν ρίχνω υπονοούμενα, αμα θέλω να πω κάτι το λέω απευθείας , κόσμια αλλά απευθείας. Ο Αλκαίος έχει κάνει σπουδαία μουσική επένδυση για έργο μυστηρίου και δράσης. Και το μοντάζ (ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΣΚΡΙΚΑΣ) «τρέχει» μαζί με τη δράση κι ο ήχος είναι γεμάτος συνθέσεις (δυστυχώς δεν έχω στη διάθεση μου τα ονόματα των υπευθύνων του ήχου).
Επίσης, διαθέτει εξαιρετικό castκι ο σκηνοθέτης δείχνει άλλη μια ικανότητα, στη διαχείριση αυτού του cast, που ένα μεγάλο μέρος του προέρχεται από την τηλεόραση, να του κάνει κινηματογραφική αξιοποίηση, να μην τους βάλει να επαναλάβουν τηλεοπτικές περσόνες. Εχω γράψει πολλές φορές ότι καλό είναι για τον κινηματογράφο να ανακαλύπτει δικούς του ανθρώπους αλλά από την άλλη είναι κι αναπόφευκτο-συμβαίνει και στην Ιταλία, κι όχι μόνο. Οπότε μετράει κι η μεταχείριση των ηθοποιών από το σκηνοθέτη. Ο ΑΛΕΞΗΣ ΓΕΩΡΓΟΥΛΗΣ που έχει συνεργαστεί και στο σενάριο μαζί με τον σκηνοθέτη και με τον ΛΑΖΑΡΟ ΜΠΑΛΑΟΥΡΑ, «το» έχει το κινηματογραφικό, ο φακός τον προβάλλει και τον υπογραμμίζει. Εξαίρετη κι η ΓΙΟΥΛΙΚΑ ΣΚΑΦΙΔΑ, η οποία το χρωματίζει και κάπως καθώς το παίζει, κάτι αδιόρατοι τόνοι «εκζήτησης» στους χρωματισμούς της φωνής συλλαμβάνονται πότε –πότε αλλά δεν δημιουργούν πρόβλημα. Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΙΜΟΥΛΗΣ κατά τη γνώμη μου σωστά κάνει κι επιλέγει ένα πιο στυλιζαρισμένο παίξιμο έναντι του απολύτως ρεαλιστικού των άλλων αφού είναι κι «υπερκόσμιο» το πρόσωπο που υποδύεται, ένας παράξενος αρχηγός τελετουργικής αδελφότητας. Ο ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΣΚΙΑΔΑΡΕΣΗΣ είναι άψογος, κινηματογραφικότατος είναι ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΧΡΑΝΙΩΤΗΣ όπως κι ο ΤΑΣΟΣ ΝΟΥΣΙΑΣ ο οποίος, όμως, εδώ δεν έχει πολλά πράγματα να δείξει, ο ΑΚΗΣ ΣΑΚΕΛΛΑΡΙΟΥ κάνει ανάλογα με εκείνα που κάνει η Σκαφιδά, χρωματίζει ενίοτε παραπάνω αλλά αυτοί οι δύο σχετίζονται στο σενάριο και κάτω από ιδιαίτερη συνθήκη οπότε κι αν δεν πρόκειται για καθοδήγηση αλλά για αυθόρμητο συντονισμό, λειτουργεί. Τα επισημαίνω αυτά επειδή θα μπορούσαμε να ακούσουμε και για «ερμηνευτικές ανομοιογένειες».
Που σκοντάφτουμε;
Χμ! Μάλιστα. Στην ΑΤΟΛΜΙΑ. Αφενός του περιεχομένου αφετέρου της υπέρβασης που θα ταρακουνήσει το κοινό κι ας πουν ό, τι θέλουν οι κριτικοί που έτσι κι αλλιώς προκατειλημμένοι θάρθουν. Χώρια που οι σκηνές με την αδελφότητα θα παραπέμπουν σε συγκρίσεις με …Κιούμπρικ και «Μάτια ερμητικά κλειστά».
Από πλευράς περιεχομένου, η ατολμία στο να έχουμε να κάνουμε με μία αδελφότητα για την οποία δεν υπάρχει καμία πολιτική εμπλοκή, καμία διαφθορά, παρά μόνο η γενική κι αόριστη αναφορά σε ένα «σύστημα» το οποίο δεν φτάνει ως την κοινωνία αλλά περιορίζεται στη συγκεκριμένη ομάδα των συγκεκριμένων ανθρώπων, ΔΕΝ ΑΠΟΓΕΙΩΝΕΙ. Είναι έργο, αστυνομικό μεν, μυστηρίου επίσης, ΧΩΡΙΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΡΙΖΕΣ. Δεν καταγγέλλεται κάτι, δεν υπάρχει επί της ουσίας κάθαρση. Το αν ο κακός της ομάδας είναι ο τάδε κι όχι ο δείνα, δεν μετράει και πολύ. Αφού το ίδιο το κακό είναι άχρωμο τελικά . Αυτό διατρέχει κίνδυνο να κατηγορηθεί, έστω και με «σουσουδίστικη» διάθεση απέναντι στον ελληνικό κινηματογράφο, ως «ψεύτικο», «αναληθοφανές» κλπ, κλπ. Ναι, διότι δεν υπάρχει κοινωνική βάση.
Δεν υπήρχε περίπτωση ο Φώσκολος να μην έχει ανακατέψει σε τέτοια συνωμοσία ανθρώπους του κεφαλαίου, των τραπεζών, της δικαιοσύνης, του εφοπλισμού – ΠΟΣΟ ΜΑΛΛΟΝ ΣΕ ΜΙΑ ΕΠΟΧΗ ΣΑΝ ΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΠΟΥ Η ΛΕΞΗ «ΔΙΑΦΘΟΡΑ» ΕΙΝΑΙ ΣΤΟ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΟ ΜΑΣ ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ. Τι αδελφότητα είναι αυτή ώστε εγώ ο θεατής να νιώσω σοκαρισμένος;
Το δεύτερο περί «ατολμίας», έχει να κάνει με το ΕΚΠΛΗΚΤΙΚΟ φινάλε, και την ωραιότατη ανατροπή. Εδώ θα επικαλεστώ πάλι το Φώσκολο διότι το φινάλε είναι ανάλογο με εκείνο στο «ΜΕ ΦΟΒΟ ΚΑΙ ΠΑΘΟΣ». Σε εκείνη την αποκάλυψη τη «φωσκολέικη», ΣΕΝΑΡΙΑΚΑ (το τονίζω!) ο θεατής τρώει ηλεκτρικό ρεύμα .Εδώ ενώ συμβαίνει κάτι παρόμοιο, ξαφνιαζόμαστε μόνο εγκεφαλικά, αλλά ως αίσθηση δεν μας διαπερνά, δεν μας αγγίζει. Που το αποδίδω; Στο ότι από όλο το έργο απουσιάζει η ΔΡΑΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ. Υπάρχει η ένταση, υπάρχει το μυστήριο αλλά υπάρχει και μια έλλειψη δραματικών συγκινήσεων ώστε στην αποκάλυψη να βγούμε σοκαρισμένοι ενώ είχε τα στοιχεία για να συμβεί. Καταλαβαίνω ότι μπορεί να φοβήθηκαν μην τους κατηγορήσουν για «μελό» αλλά καλύτερα να σε κατηγορήσουν και να έχει νιώσει κάτι ο θεατής παρά να φτάνεις σε τέτοιο σοκ αποκάλυψης και να αντιδράς με χαμηλούς τόνους φωνής και μετρημένα λόγια ενώ θα έπρεπε να είχε γίνει σεισμός. Διότι εκτός των άλλων , έχουν κινδυνέψει ζωές, έχουν προδοθεί κι αισθήματα. Δεν μπορείς να πάρεις το θεατή μαζί σου με τόσο ξέπνοη αντίδραση σε τέτοια ανατροπή. Δεν γίνεται!