Πρόκειται για την ταινία του ΓΙΑΝΝΗ ΦΑΓΚΡΑ, που χαρά στο κουράγιο του, μπόρεσε να βγάλει πέρα μια Οδύσσεια που ξεκίνησε από το 2005 με τα πήγαινε-έλα του ΚΕΝΤΡΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ και των αλλαγών διοικήσεων και με όλα όσα επακολουθούν σε τέτοιες περιπτώσεις τα οποία συμπαρασύρουν τους πάντες.
Μπορεί κάποιοι να το θεωρήσουν κι έλλειψη προσγείωσης από ένα σκηνοθέτη ο οποίος μετά από τις θετικές εντυπώσεις μιάς ταινίας ερασιτεχνικά γυρισμένης από πλευράς παραγωγής, που όμως, την ανέβαζε η φρεσκάδα της (μιλώ για το φιλμ «ΠΕΣ ΣΤΗ ΜΟΡΦΙΝΗ ΑΚΟΜΑ ΤΗΝ ΨΑΧΝΩ») , να θέλει να πάει στην Αλάσκα και να κάνει εκεί ταινία. Ομως για το αν φταίνε οι σκηνοθέτες ή οι παθογένειες ενός συστήματος όπως αυτό διαμορφώθηκε από τη Μεταπολίτευση και μετά ενώ είχε ξεκινήσει με την Χούντα, η συζήτηση δεν σταματά κι ασφαλή συμπεράσματα δεν βγαίνουν πέρα από την «κεντρώα» λύση, «η αλήθεια βρίσκεται κάπου στη μέση».
Η ταινία, όμως, κατάφερε κι ολοκληρώθηκε. Τα προβλήματα από τα οποία πέρασε φαίνονται στη δομή της. Κι είναι σύνθετα ώστε να επιμερίσουμε τις ευθύνες και να παραστήσουμε και τους δίκαιους.
Κι όμως, τολμώ να πω, ότι είναι πολλές οι στιγμές που η ταινία σε βγάζει από τη μιζέρια του παρασκηνίου της και σε παίρνει μαζί της στις ανοιχτές θάλασσες και στο τοπίο της Αλάσκας και μαζί με αυτά σε βάζει και στην ψυχή των ναυτικών.
Και την παρακολουθείς έχοντας μπεί στο κλίμα της .
Και το κλίμα της, είναι το κύριο ατού της. Που αποδεικνύει ότι ο Γιάννης Φάγκρας είναι ποιητής και καθόλου απατεώνας, πως αυτά που θέλει να πει, είναι δικά του, έρχονται από τα μέσα του, πως έκανε την ταινία παρακινημένος από μια εσωτερική παρόρμηση κι όχι επειδή βρέθηκε στη διάθεση του ένας προυπολογισμός κι ήθελε να μεγαλοπιαστεί.
Σκέφτηκα πολλές στιγμές, στη διάρκεια της ταινίας, «μα ήταν ανάγκη να πάει και να κάνει την ταινία στην Αλάσκα; Χάθηκαν τα πιο κοντινά μέρη;» κι η απάντηση ερχόταν από τον αριστερό μου λοβό επί τόπου: «Δεν γίνεται αυτή την ταινία να την κάνεις στην Αίγινα! Δεν γίνεται σε μια οποιαδήποτε θαλάσσια διαδρομή. Το τοπίο, καλώς ή κακώς ,παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο». «Εστω κάπου αλλού; Κάπου πιο κοντά; Φερειπείν στην Ισλανδία;» ξαναρωτούσε ο γκρινιάρης δεξιός λοβός κι ο αριστερός του απαντούσε: «τι πας κι ανακατεύεσαι σε θέματα παραγωγής που δεν τα γνωρίζεις; Ποιος σου είπε ότι στην Ισλανδία θα κόστιζε φτηνότερα από όσο στην Αλάσκα, πέρνα των ακριβότερων αεροπορικών εισιτηρίων, αλλά οι διευκολύνσεις εκεί μπορεί να ήταν σημαντικότερες;»
Μα οι λόγοι είναι καλλιτεχνικοί. Στην Ισλανδία δεν «χάνεται» ένας ναυτικός, είναι 4 ώρες με το αεροπλάνο. Στην Αλάσκα είναι που χάνεται, στις μακρινές τις θάλασσες, αυτές οι μακρινές οι θάλασσες είναι που ενέπνευσαν τους ποιητές και τους ζωγράφους κι όλους του ευαίσθητους ανθρώπους γύρω από τη μοίρα του ναυτικού. Μιά μοίρα που έχει να κάνει με την ψυχολογία του. Ενας συνδυασμός μοναχικότητας και περιπέτειας. Κι ένας ρομαντισμός που τον εμπνέει το νερό μαζί με την απεραντοσύνη της θάλασσας , το χάσιμο σε αστάθμητους κόσμους πίσω από εκείνη την άκρη του ορίζοντα και βέβαια πάντα υπάρχει πίσω και μια αγάπη να περιμένει… Και καλά… Είναι κι αυτό θέμα της μυθολογίας. Οδυσσέας, Πηνελόπη και τα ρέστα. Είναι η απαραίτητη ανάγκη αυτής της αχόρταγης ψυχής να θέλει μέσα του να δηλώνει, στις ώρες που ταξιδεύει στο χάος ανάμεσα σε θάλασσα και ουρανό, πως εκεί πίσω μακρυά υπάρχει κάποια άλλη ψυχή για την οποία και καλά θα μελαγχολεί ή θα ντρέπεται ή θα λυπάται κι όλα αυτά μαζί, και προφανώς και με ειλικρίνεια, μέχρι να έρθει το επόμενο κύμα και να τον φέρει στα θαλασσινά συγκαλά του. Κι όταν μάλιστα ο ηρωας της ταινίας δεν είναι ένας συνηθισμένος ναυτικός αλλά ένας δύτης- ακόμα πιο ιδιαίτερη περίπτωση. Πιο ριψοκίνδυνη, πιο επίφοβη για δεινά, πιο αποφασισμένη αλλά και πάντα έτοιμη για να αντιμετωπίσει το τέλος..
Αυτή την ψυχή με το απαραίτητο lovestoryεπιχειρεί να αποτυπώσει η ταινία και σε ένα βαθμό το καταφέρνει. Κάπου τον ζηλεύεις αυτό τον ναυτικό με τις ταλαιπωρίες του, κάπου σου ξυπνά και σένα αισθήματα φυγής αφού η θάλασσα είτε τη βλέπουμε από πλοίο είτε από στεριά, είναι πάντα παρούσα. Η φωτογραφία του ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΣΑΛΑΠΑΤΑ υποβάλει κρύο επιβάλλοντας την γκριζάδα της , οι χώροι των ναυτικών είτε στα πλεούμενα είτε στα μπαρ, είναι επίσης υποβλητικοί, και γενικώς αυτό το όποιο κομμάτι της Αλάσκας είδαμε, όσο είδαμε, ήταν αληθινό για να μην επιτρέψει να γίνει κάπου αλλού η ταλαιπωρημένη ταινία.
Το lovestory μου φάνηκε «λίγο» σε σχέση με αυτό που πιθανόν να χρειαζόταν η ταινία για να γινόταν πιο ελκυστική. Όμως, δεν το ήθελα παραπάνω. Μου έφτανε ως σηματοδότηση για τα αισθήματα του ήρωα. Την κοπέλα δεν την ολοκληρώνει . Για να μπει σε τέτοια περιπέτεια κάποιο παραπάνω πάθος θα έχει. Αυτό δεν το είδαμε , μείναμε να παραδέρνουμε στην γκρίζα θάλασσα και να μας διαπερνά το κρύο.
Ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΤΑΝΚΟΓΛΟΥ επιβεβαίωσε την κινηματογραφικότητα του , ο ρόλος δεν του έδωσε τις άπειρες δυνατότητες, του πρόβαλε όμως το κουρασμένο κι αξύριστο πρόσωπο , τη γοητεία της ναυτικής ταλαιπωρίας. Η κοπέλα, η Αλίκη Δανέζη-Κνούτσεν ήταν λίγη όσο κι ο ρόλος. «Ζεστή» όμως στη σκηνή του ηλεκτρονικού μηνύματος, στα πρώτα σημεία ζωής μετά από καιρό. Υπέροχες οι φάτσες που πλαισιώνουν. Κι η μουσική, στην οποία είδα το όνομα του ΑΚΗ ΚΑΠΡΑΝΟΥ, τουλάχιστον από πλευράς τραγουδιών (δεν γνωρίζω αν τα συνέθεσε ή τα επέλεξε) συνέβαλαν στο κλίμα και στο σχόλιο.