Και μιλάω για πολύ ενδιαφέρουσα περίπτωση ΣΕΝΑΡΙΟΓΡΑΦΟΥ-ΣΚΗΝΟΘΕΤΗ, από αυτούς που πράγματι «κάτι έχουν να πουν» , επειδή δεν μας έρχεται «με το ίδιο έργο», όπως συμβαίνει συχνά με ανάλογες περιπτώσεις αλλά με κάτι εντελώς διαφορετικό που όμως καταλήγει στην ίδια ιδεολογική αφετηρία. Αν και το διαπιστώνουμε στη διάρκεια της διαδρομής και φυσικά στο τέρμα.
Στο «No», είχαμε δεί ένα πολιτικό φιλμ γύρω από ένα δημοψήφισμα που ετοίμαζε ο δικτάτορας της Χιλής Πινοσέτ, με το οποίο επιχειρούσε να νομιμοποιήσει το καθεστώς του.
Στη «Μυστική Λέσχη» βλέπουμε μια εντελώς διαφορετική ιστορία. Η οποία, μάλιστα, όταν ξεκινά και καθώς προχωρά αλλά όσο είμαστε ακόμα στην αρχή της, μας δίνει την εντύπωση ότι θα δούμε ένα έργο πνευματικής ανησυχίας γύρω από τη θρησκεία, την παρουσία ή τη σιωπή του Θεού, κάτι σαν έργο εσωτερικής αγωνίας προβληματισμού αλα Μπέργκμαν ή θεατρικού δράματος των ακαδημαικών γραμμάτων σαν κι εκείνα που ανέβαζε στο θέατρο ο ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΥΡΑΤ, όπως ήταν «Το κράτος του Θεού», η «Δέηση για μια κολασμένη» ή το «Ένα παράξενο τάμα» που απευθύνονταν σε ακαδημαικούς διανοούμενους.
Καθώς όμως προχωράει το έργο, ο Πάμπλο Λαρέν δίνει μια κλωτσιά, τα κάνει όλα λίμπα, και κυρίως κάνει την «Κακή εκπαίδευση» του Πέδρο Αλμοδόβαρ μπροστά του να ωχριά.. Από πλευράς περιεχομένου! Διότι αρπάζει την Καθολική Εκκλησία, τουλάχιστον της Χιλής, από το λαιμό και της δίνει και καταλαβαίνει. Και δεν περιορίζεται σε ένα ατομικό περιστατικό αλλά μας μεταφέρει σε μία κοινότητα.
Κρατώντας όλη την επίφαση ενός πνευματικού δράματος σαν κι αυτά που περιέγραψα στην αρχή. Όμως το περιεχόμενο του είναι γεμάτο τόλμη και δηλητήριο.
Η υπόθεση του έργου μας μεταφέρει σε ένα σπίτι σε μια παραθαλάσσια περιοχή, όπου δίκην σωφρονισμού, βρίσκονται «έγκλειστοι» αποσχηματισμένοι ιερείς. Τους οποίους έχουν στείλει εκεί, ως κάτι σαν εξορία, όπως θα φανεί παρακάτω, ώστε αφενός να σωφρονιστούν αφετέρου να μην διασύρουν κι άλλο το όνομα της Καθολικής Εκκλησίας. Τους εποπτεύει μια καλόγρια.
Στο ξεκίνημα του έργου έρχεται νέο πρόσωπο να προστεθεί στους κόλπους τους, χωρίς ακόμα να ξέρουμε εμείς ποιοι είναι οι εν λόγω κύριοι. Και τότε , έξω από το σπίτι, εμφανίζεται τύπος που αρχίζει να ξεφωνίζει τον νέο-αφιχθέντα κατηγορώντας τον για σεξουαλική κακοποίηση αγοριών, φωνάζοντας όλες τις λεπτομέρειες. Με αποτέλεσμα να αυτοκτονήσει ο κατηγορούμενος και να αναστατωθούν οι άλλοι. Ηταν ιερέας και ιερείς είναι και οι παροικούντες .
Το έργο αρχίζει ουσιαστικά, όταν, μετά το περιστατικό, έρχεται σύμβουλος σταλμένος από την Καθολική Εκκλησία για να ερευνήσει και να ελέγξει τι γίνεται εκεί πέρα. Ο σύμβουλος αυτός είναι όχι απλός ιερέας αλλά και ψυχολόγος της Εκκλησίας, διανοούμενος, σπουδαγμένος, με επίσημες θέσεις κι επίσημες αποστολές.
Ο Πάμπλο Λαρέν μας βάζει τώρα στη φάση της συνύπαρξης, των ερευνών, των εξομολογήσεων αλλά και των ομολογιών πως για όλα όσα έχουν κατηγορηθεί υπάρχει αλήθεια, όπου ο καθένας από αυτούς τους «εκπεπτωκότες» έχει κατηγορηθεί και για διαφορετικό αδίκημα, από σεξουαλική παρενόχληση και κακοποίηση ανηλίκου μέχρι συνεργασία με τον Πινοσέτ κλπ, κλπ
Και στη φάση της συνύπαρξης και των ερευνών βγαίνουν στο φως εκπληκτικά πράγματα τα οποία δεν περιορίζονται μόνο στο να γαργαλίσουν ή να προκαλέσουν αλλά θέτουν κι ερωτήματα ουσιαστικά για το ρόλο της Εκκλησίας αλλά και του Καθολικισμού μα και ταυτόχρονα ή παράλληλα, θέτουν ζητήματα και για τον Ανθρωπο μια κι οι άνθρωποι , οι συγκεκριμένοι , «λερωμένοι» χαρακτήρες έχουν να καταθέσουν και τη δική τους εκδοχή αλλά και να πούνε μερικά χαμπαράκια και στον άσπιλο ψυχολόγο διανοούμενο που ηρθε να τους συνετίσει.
Ο Πάμπλο Λαρέν, όπως και στο «ΝΟ», έτσι και στη «Μυστική Λέσχη», «στρογγυλεύει» το θέμα του και το έργο του και μας παραδίδει ένα ολοκληρωμένο προβληματισμό επί του συνόλου κι όχι μόνο όταν σοκάρει. Δείχνει πως ο κοινωνικο-πολιτικός προβληματισμός του από ταινία σε ταινία απλώνει την γκάμα του σε ζητήματα κι ως καλλιτέχνης μπορεί κι αλλάζει θέματα βάζοντας κάθε φορά κάπου το νυστέρι. Είναι πολύ προικισμένος στο γράψιμο και συγχρόνως έχει το προσόν το γράψιμο αυτό να μην αφορά μόνο στις διαφορετικές ιστορίες που αφηγείται την κάθε φορά αλλά και στον κινηματογραφικό τρόπο του γραψίματος αυτού. Ένα γράψιμο που από το ξεκίνημα του δείχνει ότι προορίζεται για ταινία, η κινηματογραφική αίσθηση στο σενάριο είναι επίσης έκτυπη, και διαφέρει από άλλους ανάλογους που μπορεί να έχουν το περιεχόμενο αλλά τους λείπει ο κινηματογραφικός τρόπος αφήγησης. Με τόσο κινηματογραφική αντίληψη στο σενάριο δεν μπορεί παρά να σκηνοθετήσει και καλά την ταινία αφού την γράφει έτοιμη, σκηνοθετημένη σχεδόν από το χαρτί… ή, από το laptop…
Γι αυτό και τον χαρακτηρίζω ενδιαφέρουσα περίπτωση επειδή μας προσφέρει και το στοιχείο της έκπληξης, αυτό που έχει ένας καλός «παραμυθάς» που εφευρίσκει ιστορίες, όσο κι ένας πολιτικοποιημένος καλλιτέχνης που τις ιστορίες αυτές τις εμπνέεται από την ζωή γύρω του, από πράγματα που θέλει να καυτηριάσει, από τον ευρύτερο πολιτικό προσανατολισμό του και κυρίως ότι όλο αυτό το κάνει με τους όρους της Τέχνης, παίρνει θέση αλλά δεν κάνει κήρυγμα. Κι έχει και τη σφαιρικότητα που η Τέχνη αξιώνει. Κι είναι και νεότατος, 38-39 χρονών, άρα με δρόμο μπροστά του