Μόνο ο fan, σε τούτου του είδους τα έργα θα δώσει την αίσθηση του αντικειμένου, ακριβώς επειδή το «βιώνει». Διαφορετικά, τι κριτική θα γράψεις αν δεν αγαπάς τον Τζέημς Μποντ και τις ταινίες του κι αν κάνεις και το λάθος να θελήσεις να τη βγεις κι από πάνω. Σε τι; Στο να ξέρεις καλύτερα από αυτούς που κάνουν τις ταινίες Τζέημς Μποντ το πώς γίνεται μια ταινία Τζέημς Μποντ και το που έσφαλε, δεν ισχύει. Διότι η σειρά αυτή ταινιών προηγείτο πάντα της εποχής της κι όταν εκείνοι οι άνθρωποι συλλάμβαναν με το νου τους τον ήρωα κι όταν αποφάσιζαν να τον εκσυγχρονίσουν αλλάζοντας του πρωταγωνιστές, κάτι οσφραίνονταν στους καιρούς που έρχονται και στα πρότυπα που χρήζουν ανανέωσης.
Αυτά που είδα λοιπόν στον καινούργιο Τζέημς Μποντ με τίτλο «SPECTRE 007» (το «spectre» είχε χρησιμοποιηθεί και στον δεύτερο Μποντ, τω καιρώ εκείνω, στο «ΠΡΑΚΤΩΡ 007 ΣΕ ΠΑΓΙΔΑ» - «From Russia with love») είναι τα παρακάτω:
Πρώτον παρατήρησα εδώ την παγίωση της τελευταίας του ανανέωσης που ξεκίνησε με το νέο πρωταγωνιστή τον ΝΤΑΝΙΕΛ ΚΡΑΙΓΚ και πήρε μεγάλη τροπή με την συνεργασία του σκηνοθέτη ΣΑΜ ΜΕΝΤΕΣ που είναι άλλης υπογραφής κι άλλης αφετηρίας.
Αυτός ο εξανθρωπισμός του Μποντ , που ξεκίνησε ως ζητούμενο της νέας ανανέωσης δείχνει και μια στροφή των ταινιών του δυναμικού πράκτορα σε αξίες που καλό είναι να ξανάρθουν. Κάποτε ο Μποντ «πηδούσε» κι έφευγε. Τώρα κρατά την κοπέλα από το χέρι και φεύγουν μαζί έχοντας αναλάβει ρόλο προστάτη απέναντι της, με ένα άλλο τρόπο από τις προστασίες που αναλάμβανε παλιά, Τώρα αγωνίζεται και για ιδανικά, Ηταν δυναμικός ήρωας τότε που ο κόσμος είχε ανάγκη για φυγή και για πέταγμα με παράξενα γκάτζετς και λογής αντικείμενα. Στα χρόνια που μεσολάβησαν γεννήθηκαν πολλά είδη κι έφεραν νέους δυναμικούς ήρωες. Ο Μποντ έπρεπε ή να γίνει ουραγός ή να καταφύγει σε κάποιες αξίες.
Σε αυτό το σκεπτικό τον «ανθρώπεψαν» και σε αυτό συνέβαλε πολύ ο Μέντες δείχνοντας κι εδώ τι σημαίνει μεγάλος σκηνοθέτης, ναι, αναλαμβάνει τον Μποντ και του δίνει υπόβαθρο.
Το υπόβαθρο που ξεκίνησε πολύ έκτυπα στο «SKYFALL» συνεχίζεται κι εδώ. Το πάει παραπέρα. Δεν θα μας τον ψυχαναλύσει σαν…. Μπέργκμαν, θα μας τον κάνει όμως πιο ουσιαστικό πρόσωπο αφού σκεπτικό της νέας εκστρατείας με το νέο πρωταγωνιστή ήταν ένα πρότυπο πλησιέστερο στην αντίληψη του Φλέμινγκ, του Ιαν Φλέμινγκ του συγγραφέα του Μποντ.
Ο Σον Κόνερυ ήταν στο ξεκίνημα τόσο το δικό του όσο και του ήρωα. Εδειξε τη δική του δυναμική προσωπικότητα, ταυτίστηκε με τον πράκτορα που τον έφερε στα δικά του μέτρα και στα μάτια των θεατών ταυτίστηκαν Κόνερυ και 007. Μόνο που επρόκειτο για star performance, ο Κόνερυ έφτιαχνε τον Κόνερυ γι αυτό κι επειδή ήθελε τον Κόνερυ να τον εξελίξει σταμάτησε τον Μποντ.
Ο Τζορτζ Λέιζεμπυ ήταν η αποτυχημένη παρένθεση. Ακριβώς επειδή εκείνο το φιλμ «Στην Υπηρεσία της ΑΜ» ήταν με περιεχόμενο , έψαξαν να βρούν ένα γήινο αλλά τους βγήκε άχαρος. Σε εκείνο το φιλμ κρύβεται ο σπόρος που περίμενε ,χρόνια μετά , τον Σαμ Μέντες να κάνει την ανανέωση. Την πιο βαθιά.
Ο Ρότζερ Μουρ έδωσε χιούμορ στον ήρωα. Το δικό του χιούμορ, το βρετανικό, εκείνο με το οποίο έπαιζε τον δημοφιλή τηλεοπτικό ήρωα Σάιμον Τέμπλαρ στη σειρά «Αγιος». Τον ανανέωσε τον Μποντ με την παρουσία του. Μόνο που προς το τέλος, επειδή ήθελαν να προβάλουν αυτή τη χιουμοριστική διάθεση του Ρότζερ Μουρ, πήγαιναν να τονίσουν το κωμικό στοιχείο και προς το τέλος έφτασαν να κάνουν τα φιλμ Μποντ να μοιάζουν με παρωδίες του είδους.
Ο Τίμοθι Ντάλτον δεν είχε το εκτόπισμα ήταν και στην εποχή που το σινεμά ταραζόταν από καινούργιους υπερήρωες και από πολλά νέα είδη στο χώρο της ψυχαγωγίας. Αποδείχτηκε λίγος αλλά ήταν ανέμπνευστη κι η εποχή. Αλλωστε, μετά τους δύο Μποντ, δεν έκανε τίποτε, παρόλο ότι υποτίθεται πως ερχόταν κι από κάποιο κλασικό θέατρο- δεν είχε το ειδικό βάρος.
Με τον Πιρς Μπρόσναν επιχειρούν να πλησιάσουν το πρότυπο που ορίζει ο συγγραφέας, το πήγαν σιγά σιγά και προσεκτικά, ο Μπρόσναν ανταποκρίθηκε με το παραπάνω , κάποια στιγμή θέλησε κι αυτός να σταματήσει κι ήρθε η ώρα της πραγματικής ανανέωσης πρώτα με Ντάνιελ Κραιγκ κι ύστερα και με την προσθήκη του σκηνοθέτη Σαμ Μέντες όπου εκεί φάνηκε πως το concept ήθελε να δώσει μεγαλύτερο κύρος σε ένα ήρωα-μύθο που είχε ζήσει 50 χρόνια στο πανί αλλάζοντας πρόσωπα που τον ενσάρκωναν.
Δίνω μεγάλη σημασία στην περίπτωση Μέντες διότι βλέπω ότι ήταν και για τον ίδιο μια πρόκληση να σκηνοθετήσει 007, ύστερα από καλλιτεχνικές επιτυχίες όπως το «American beauty» κι από σημαντικότατες επιτυχίες στο θέατρο το εγγλέζικο και να διευρύνει τη σκηνοθετική του γκάμα. Αλλωστε ήταν κι η ΠΡΩΤΗ φορά που πρόσφεραν στον 007 ΟΣΚΑΡΟΥΧΟ σκηνοθέτη και μάλιστα ενεργό κι όχι παροπλισμένο.
Βλέπω με τι τρόπο κρατά τα στοιχεία Μποντ, βλέπω με τι τρόπο αφήνει τον εαυτό του ελεύθερο και πόσο το χαίρεται να μας χαρίζει εισαγωγικές σκηνές σαν κι αυτή του «SPECTRE» που είναι από τα ωραιότερα opening scenes ταινίας Τζέημς Μποντ, όπως επίσης είχε αξιοποιήσει ένα όνειρο της ζωής μου (ένα από τα κινηματογραφικά μου όνειρα ως θεατής), να δω μια καταδίωξη στο «Καπαλί Τσαρσί» το κλειστό παζάρι της Πόλης, και μου το έδωσε ο Μέντες στο «Skyfall» με τον κορυφαίο διευθυντή φωτογραφίας Ρότζερ Ντήκινς να φέρει εις πέρας το ρεαλιστικό όραμα για τον Μποντ, κάνοντας ρεαλιστικούς (κι όχι «τζεημσμποντικούς») φωτισμούς. Στο «SPECTRE» επανερχόμαστε σε φωτισμούς αλα παλαιά, αν και το σκοτεινό κυριαρχεί σε κάποιο βαθμό. ΧΟ-ΥΤ ΒΑΝ ΧΟ-ΥΤΕΜΑΝ ο υπεύθυνος. Κι η κάμερα να τρέχει και να φωτίζει πότε τη νυχτερινή Ρώμη, πότε την Ταγγέρη, πότε το Μεξικό, πότε τη χιονισμένη Αυστρία και να προσφέρει στον Μέντες την ταχύτητα της δράσης που θέλει και που την υπαγορεύει το σενάριο το οποίο είναι ωραιότατο σενάριο περιπέτειας και φυσικά ο Μέντες δεν θα δούλευε χωρίς σενάριο. Το σενάριο περιπέτειας μην το μπερδεύουμε με το σενάριο του λόγου. Το αν υπάρχει ή δεν υπάρχει φαίνεται από την επαγωγική λειτουργία των σκηνών, με τι τρόπο μας οδηγεί η μία στην άλλη, ότι είναι η υπόθεση που υπαγορεύει τη δράση, ότι η δράση λογοδοτεί στην υπόθεση. Κι όχι αυτό που συμβαίνει σε πολλά blockbusters, η φασαρία για τη φασαρία.
Κι εμείς απολαμβάνουμε. Αφέθηκα.
Αφέθηκα και θαύμασα.
Αντε πάλι ο Σαμ Μέντες. Διότι η δική του παρουσία στο τιμόνι του σκηνοθέτη είναι που μας δίνει στα δύο τελευταία φιλμ τέτοιου διαμετρήματος «κακούς» Μια κι ως σκηνοθέτης άλλου βεληνεκούς , που ξέρει από δομή ρόλων, τον θέλει τον «κακό» να είναι ρόλος κι όχι μόνο φάτσα, όχι μόνο εξωτερικό στοιχείο. Ζητά από τους σεναριογράφος ρόλο κακού για καλό ηθοποιό. Εξού και τελευταίως βλέπουμε ηθοποιάρες σε αυτούς τους ρόλους, πρώτα Χαβιέ Μπαρδέμ, τώρα τον παικταρά τον Αυστριακό, τον ΚΡΙΣΤΟΦ ΒΑΛΤΣ, που δίνουν μεγάλη υπόσταση στην ταινία. Αναλαμβάνουν κι εδώ οι οσκαρικοί για τον απλούστατο λόγο ότι πάνε να κάνουν κι αυτοί το κομμάτι τους σε ταινία Μποντ, παίζοντας ρόλους ταινίας Μποντ και βάζουν τη σφραγίδα τους. Δεν πάνε για μια αρπαχτή. Κι αυτό φαίνεται από τις δημιουργίες που παραδίδουν.
Και βέβαια, πάλι χάρη στον Μέντες βλέπουμε για πρώτη φορά ΚΟΠΈΛΑ ΤΟΥ ΜΠΟΝΤ ΝΑ ΠΑΙΖΕΙ. Και φυσικά να παίζει εκπληκτικά. Η ΛΕΑ ΣΕΥΝΤΟΥ δίνει μια στη Μόνικα και την εξαφανίζει. Κορίτσι του Μποντ με δραματική ουσία και υπόβαθρο, συγχρόνως γκόμενα που το στοιχείο το βγάζει ξεδιπλώνοντας το ρόλο, ήταν ΑΠΙΘΑΝΗ. Και πολύ ζεστό ζευγάρι με τον Μποντ, τον υπέροχο γήινο Μποντ Ντάνιελ Κραιγκ.
Είπα κάτι για τη Μόνικα. Νομίζω ότι δεν της προσθέτει τίποτα η εδώ παρουσία, ίσως φταίει και το ότι υπερδιαφημίστηκε. Για ένα ρόλο που διαρκεί 6-7 λεπτά, δύο σεκάνς όλες κι όλες, σύντομες κι η μία κατόπιν της άλλη, δεν έχει ρόλο, δεν της δίνεται η δυνατότητα ούτε ως γκόμενα να παίξει, προλαβαίνει να μας υπενθυμίσει ότι είναι πανέμορφη κι εξαφανίζεται, έχοντας κάνει κάτι ασήμαντο. Η Λέα Σευντού που βγαίνει περίπου στη μία ώρα και μένει μέχρι τέλος αφήνει τις εντυπώσεις που σας περιέγραψα.
Επίσης, ο ΡΕΙΦ ΦΑΝΣ στην πρώτη επίσημη ανάληψη καθηκόντων ως Μ. Εξυπνος ο Μέντες, τις καλές σκηνές του τις άφησε για το κλείσιμο και βάζει κι αυτός τη δική του πινελιά.
Το ίδιο όμως ισχύει και για τη ΝΑΟΜΙ ΧΑΡΙΣ και για τον ΜΠΕΝ ΓΟΥΙΣΟΟΥ. Πρώτη φορά βλέπουμε την «Moneypenny» να ΠΑΙΖΕΙ κι αυτή, και βλέπουμε μια «επένδυση» στο ρόλο του Q με αυτό τον ανερχόμενο νέο ηθοποιό που τον είδαμε και στον «Αστακό» και δείχνει πως διαθέτει ως ηθοποιός το κατιτίς του.
Τέλος, ενθουσιάστηκα με το score. Ο ΤΟΜΑΣ ΝΙΟΥΜΑΝ νομίζω πως γράφει στις δύο τελευταίες ταινίες τα καλύτερα score του Μποντ, μετά τον ΜΑΡΒΙΝ ΧΑΜΛΙΣΤΣ στο «Η κατάσκοπος που με αγάπησε». Αν κι ο λατρεμένος ΤΖΟΝ ΜΠΑΡΥ είναι που έχει ταυτιστεί, περίπου όπως ο Κόνερυ με τον Μποντ, εν τούτοις το μουσικό θέμα, το ΠΕΡΙΦΗΜΟ μουσικό θέμα που του πιστώνουν, δεν το έχει γράψει αυτός αλλά ο ΜΟΝΤΥ ΝΟΡΜΑΝ. Συνθέτης θεατρικών μιούζικαλ.
Ο Τόμας Νιούμαν, όπως στο «Skyfall» έτσι κι εδώ , γουστάρει παρά πολύ, συνθέσεις κι ενορχηστρώσεις γίνονται ένα πράγμα, και τα δεσίματα του με το κύριο θέμα του Μόντυ Νόρμαν (κι όχι του Μπάρυ!- το τονίζω) είναι από τις καλύτερες δημιουργίες originalscore που διασταυρώνονται με μουσικό θέμα άλλου .Εξαίρετη κινηματογραφική μουσική σύνθεση.
Θα πω και για τα κοστούμια και θα κλείσω γιατί σας ζάλισα : Το μαύρο φόρεμα της Μόνικα ΟΚ αλλά κι η μπεζ robedechamberτου Μποντ, που τη φορά στο διαμέρισμα του στο Λονδίνο, περιμένοντας τη «Moneypenny» είναι από τις ωραιότερες που έχω δει κι έχω σημειώσει(η άλλη που έχω σημειώσει φοριόταν από τον Φρέντερικ Μαρτς σε ένα παλιό έγχρωμο φιλμ του 1956, το «Ο άνθρωπος με το γκρί κοστούμι» του Νάναλυ Τζόνσον, κι ήταν κατάλευκη) και δένει αρμονικότατα με την επίπλωση του διαμερίσματος και με το πώς έχει κάνει ο διευθυντής φωτογραφίας κοντραστ φωτός και σκοταδιού σε ρούχα κι έπιπλα.