Ο Χάρντυ είναι ηθοποιός με πολλά φυσικά προσόντα, με πολλά χαρίσματα. Το υποκριτικό του ταλέντο του επιτρέπει να ενσαρκώνεται σε χαρακτήρες και να γίνεται ο ρόλος, κι η φυσική του γοητεία με τα σαρκώδη χείλη και τα «βαθειά» μάτια, , που την εγκρίνει και την αγαπά υπέρμετρα ο φακός, του δίνει τη δυνατότητα να καθιερωθεί κι ως πρωταγωνιστής. Του επιτρέπει να γίνεται supportingκαι να παραμένει στη θέση του, όταν ο ρόλος κι η σκηνοθεσία το απαιτούν, του προβάλει όμως και το θείο χάρισμα του leader, και το απέδειξε περίτρανα στο «ΣΕ ΛΑΘΟΣ ΧΡΟΝΟ», όπου επί μιάμιση ώρα ήταν καρφωμένος στο τιμόνι ενός αυτοκινήτου με την κάμερα απέναντι να τον καταγράφει. Εκεί ουσιαστικά αναδείχτηκε κι εκεί απέδειξε, με μια τέτοια πρόκληση, ότι είναι πρωταγωνιστής.
Όμως είναι κι ηθοποιός με δική του ιδιοσυγκρασία-αλίμονο. Η οποία δεν τον προορίζει για τα πάντα. Εξού και με «φρέναρε» στο «Μαντ Μαξ» όπου έδειξε ότι δεν διαθέτει το εκτόπισμα των δυναμικών ηρώων. Μπορεί να τους ερμηνεύει ίσως στις ψυχολογικές μεταπτώσεις τους, όμως δεν μπορεί να τους παραστήσει όπως για παράδειγμα ο Μελ Γκίμσπον ή ο Ράσελ Κρόου- ο ορισμός του εκτοπίσματος.
Με το «ΔΙΔΥΜΟΙ ΘΡΥΛΟΙ» επέστρεψε δυναμικά σε αυτό που είναι και ανήκει. Σε μια ρολάρα, μάλλον σε δύο ρόλους, αφού καλείται να υποδυθεί δίδυμους αδελφούς, που αν και ολόιδιοι, εκδηλώνονται διαφορετικά. Ο Τομ Χάρντυ ερμηνεύει και τους δύο εξονυχιστικά, τόσο στις λεπτομέρειες που επιτρέπονται από το σενάριο ή μέχρι εκεί που τους έφτασε το σενάριο, όσο και στην αρχική δυσκολία καθορισμού του στίγματος του κάθε αδελφού χωριστά ώστε να έχει στο νου πως σε πολλές σκηνές θα συνυπάρχουν, το «χωριστά» θα πρέπει να λειτουργεί με το «μαζί». Ώστε εκεί να αποφευχθούν χασμωδίες και να μην αποκαλυφθούν ομοιότητες.
Ο Τομ Χάρντυ δίνει μια από τις ωραιότερες ερμηνείες που έχω δει μέχρι τώρα στη φετινή χρονιά, αν κι ακόμα περιμένουμε πολλούς για να δούμε πως θα στελεχωθεί η πεντάδα του Οσκαρ. Ο Χάρντυ πάντως είναι από αυτούς που μπαίνουν στη σειρά διεκδικώντας μια θέση.
Αυτός και τα περί αυτόν. Διότι και το μοντάζ επιτελεί έναν άθλο μια κι οι δύο αδελφοί συνυπάρχουν σε πολλές σκηνές της ταινίας , στην ίδια σεκάνς, ακόμα και στο ίδιο πλάνο, συνομιλούν , παλεύουν σωματικά, έρχονται σε στενή επαφή, κάνουν διάλογο όπου ο ένας καλύπτει καμιά φορά και την τελευταία λέξη του άλλου ή τον διακόπτει απότομα.
Κάπου εδώ σταματούμε τους ξεχωριστούς επαίνους διότι η ταινία δεν είναι ανάλογη χωρίς να έχεις να της ψέξεις και κάτι φοβερό ή να την κατηγορήσεις για κάτι μεμπτό. Το μόνο μεμπτό της είναι ότι δεν ξεφεύγει από το μέσο όρο ενώ προσωπικώς από τον ΜΠΡΑΙΑΝ ΧΕΛΓΚΕΛΑΝΤ, που έχει πάρει Οσκαρ διασκευασμένου σεναρίου για το «Λός Αντζελες: Εμπιστευτικόν» αλλά και τις κατοπινές ταινίες που ο ίδιος αποφάσισε να σκηνοθετήσει, περίμενα κάτι περισσότερο, επειδή γνωρίζει το αστυνομικό είδος και την εκδοχή του ως περιπέτεια. Βέβαια, οι ταινίες που σκηνοθέτησε, με μόνη εξαίρεση το «Ανοιχτοί λογαριασμοί» με τον Μελ Γκίμπσον που ήταν πολύ καλά δομημένη και «γρήγορη», δεν θα δικαιολογούσαν την αναμονή μου. Παρασυρόμουν από τον σεναριογράφο εαυτό του και το αστυνομικό-γκανγκστερικό είδος λόγω… «LA…»
Διότι οι «Δίδυμοι θρύλοι» υπάγονται στο γκανγκστερικό είδος και στην υπο-ενότητα του «βιογραφία». Αφορά σε δύο πραγματικά πρόσωπα, τους δίδυμους αδελφούς Κρέυ, οι οποίοι κυριαρχούσαν στο οργανωμένο έγκλημα του Λονδίνου των 60ς κι έδιναν υλικό ακόμα και για γκανγκστερική τοιχογραφία. Δεν είδαμε τίποτε στην υπόθεση και στην εκτύλιξη που να ξεπερνά τον πήχη του μέσου όρου. Μέχρι εκεί στέκει ικανοποιητικά η ταινία. Είχαμε δει και μια άλλη ταινία με τους ίδιους ήρωες, που λεγόταν μάλιστα "The Kreys" του 1990, όπου εκεί έπαιζαν τους ρόλους δίδυμοι στην πραγματικότητα αδελφοί που δεν έκαναν τίποτα και μάλλον ξεχάστηκε κι η ταινία. Το μόνο που είχε μείνει από εκείνη την ταινία είναι η ανάμνηση της μάνας τους όπως την υποδυόταν η καλή Βρετανή ρολίστρια Μπίλυ Ουάιτλο. Εδώ ούτε αυτός ο ρόλος χρησιμοποιήθηκε ώστε να δώσει κάποια ευκαιρία για ερμηνεία, μετατοπίστηκε αλλού το βάρος, και τελικά χωρίς να πλήττω ή να εκνευρίζομαι κατά την παρακολούθηση, μια βδομάδα μετά που κάθομαι να τη σχολιάσω, αισθάνομαι πως δεν μου έχει αφήσει σχεδόν τίποτα. Πλην Τομ Χάρντυ. Και μάλλον είναι αυτός ο λόγος που κατά την παρακολούθηση μου ξυπνούσε το ενδιαφέρον, μάλλον κοίταγα αυτόν ή…. αυτούς, τον Τομ Χάρντυ πότε στο ρόλο του ενός αδελφού και πότε στου άλλου κι αυτή η γοητεία της ηθοποιίας ήταν υπερ-αρκετή για να με κρατήσει. Η πείρα μου υπαγόρευσε να μη γράψω αμέσως για την ταινία, τώρα που έχω την πολυτέλεια του χρόνου, και τελικώς αποδείχτηκε σωστότατη. Σε μια εβδομάδα, μόνο ο Χάρντυ μου είχε μείνει και τα περί αυτόν. Εννοείται και τα στάνταρντς της παραγωγής όπως φωτογραφία και λοιπή αναπαράσταση αν και περιορισμένη θεματικά.