Όχι, είναι μια ταινία που το «Ολοκαύτωμα» το περιορίζει μέσα σε ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης , χωρίς όμως κι αυτό να είναι πρωτοφανέρωτο, υπάρχει στην ιστορία του κινηματογράφου το ιταλικό φιλμ «KAPO’» (ελλ τίτλος «Σκλάβοι χωρίς αλυσίδες») του ΤΖΙΛΟ ΠΟΝΤΕΚΟΡΒΟ, που είχε προταθεί για Οσκαρ το 1961, και διαδραματιζόταν μέσα σε ένα στρατόπεδο όπου φιλοτεχνείτο το πορτραίτο ενός «kapo’» (που ήταν και γένους θηλυκού- την έπαιζε η Σούζαν Στράσμπεργκ), όπως αποκαλούσαν τους Εβραίους που τους έβαζαν να αστυνομεύουν τους άλλους κρατούμενους και τους ομόθρησκους τους.
Κι εκείνο, όμως, το έργο είχε να κάνει με την εξιστόρηση ενός μύθου, όπως και τα άλλα έργα περί Ολοκαυτώματος που ανέφερα πιο πάνω.
Στον «ΓΙΟ ΤΟΥ ΣΑΟΥΛ» του Ούγγρου σκηνοθέτη ΛΑΖΛΟ ΝΕΜΕΣ, ο οποίος είναι αρκετά νέος (γεννήθηκε το 1977 στη Βουδαπέστη), καλούμαστε να ζήσουμε την ΕΝΤΑΣΗ μέσα σε ένα στρατόπεδο, όχι με «kapo’» ακριβώς αλλά με ένα «sonderkommando», όπως αποκαλούσαν τις ομάδες που έφτιαχναν οι Γερμανοί με Εβραίους καλής φυσικής κατάστασης να απασχολούνται στη συγκομιδή πτωμάτων για κι από θαλάμους αερίων κλπ, υπό την απειλή της δικής τους ζωής.
Αυτός ο «sonderkommando» που βλέπουμε στην ταινία ανακαλύπτει ένα πτώμα παιδιού, θεωρεί ότι πρόκειται για τον γιό του και ψάχνει να βρει ραββίνο να το θάψει σύμφωνα με τους θρησκευτικούς, ιουδαικούς κανόνες.
Από την αρχή ίσαμε το τέλος της ταινίας αυτό βλέπουμε και φυσικά εν πρώτοις κάποιος που θα το ακούσει θα αντιδράσει. Δηλαδή επί δύο ώρες βλέπουμε μόνο αυτό;
Η απάντηση είναι «ναι». Και σίγουρα θα μπορούσε να εκληφθεί αυτό κι ως αδυναμία.
Κρατάμε τη λέξη «αδυναμία» σε μια γωνιά του μυαλού μας αλλά παρακολουθούμε κι αυτό που βλέπουμε. Κι αυτό που βλέπουμε έχει ενδιαφέρον διότι αφενός αφορά στον τρόπο που ο σκηνοθέτης το δείχνει κι αφετέρου, από πλευράς καθαρώς περιεχομένου, παρά την μονομανία και τη διαρκή επαναληπτικότητα, προβάλλεται συνεχώς η αρχαία ελληνική τραγωδία, μια Αντιγόνη αρσενικού γένους, που δεν ησυχάζει αν δεν κάνει το καθήκον της που είναι να θάψει το νεκρό της αν κι εδώ δεν είναι αδελφός αλλά γιός και μάλιστα υποτιθέμενος. Αυτή η εμμονή του ήρωα αλλά και της ταινίας είναι που σταδιακά γεννά στο θεατή την αίσθηση πως βλέπει ένα αρχαίο δράμα, χωρίς, όμως, κείμενο, με ελάχιστα λόγια.
Κι αυτό που γεννά τις σκέψεις είναι ο τρόπος της κινηματογράφισης όπου πέραν του ότι έχει γυρίσει την ταινία σε «φορμά» παλιό και τελικά βοηθά σε αυτό που θέλει να ολοκληρώσει, μας μεταφέρει το δράμα της έντασης, όπου κυριαρχούν μια κάμερα που τρέχει σαν αναμαλλιασμένη ακολουθώντας τον ήρωα κατά πόδας και μια σωρεία ήχων στρατοπέδων όπου δεν πρόκειται απλώς για μια άριστη δουλειά των ηχοληπτών της ταινίας αλλά για μια σκηνοθεσία που εστιάζεται ΚΑΙ στον ήχο.
Ο θεατής «τρελαίνεται» από τους ήχους του κλειστού στρατοπέδου , τις φωνές, τα ουρλιαχτά, τα ξεσπάσματα ενώ την ίδια ώρα κυριολεκτικά ζαλίζεται με την κάμερα. Μόνο που η κάμερα είναι πολύ σοβαρή, δεν είναι εκείνο το «παραπαίω σαν βάρκα» του Λαρς Φον Τρίερ, είναι η κάμερα που ενώ τρεχοβολάει είναι σταθερή αλλά οφείλει- και πετυχαίνει στο ΑΠΟΛΥΤΟ- να καταγράψει αυτή την υπερβάλλουσα ένταση που προς το τέλος δικαιολογείται κι από τη στιγμή που συμβαίνουν αυτά που βλέπουμε, που είναι οι τελευταίες μέρες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, κι ο Κόκκινος Στρατός βρίσκεται λίγο πιο πέρα..
Στην κάμερα θα επιμείνω ! Είναι μια σπάνια δουλειά από αυτή την άποψη. Δεν ξέρω αν έχουμε μπροστά μας ένα σκηνοθέτη με ιδέες, εκείνο για το οποίο είμαι ΒΕΒΑΙΟΣ είναι πως έχουμε μπροστά μας ένα διευθυντή φωτογραφίας, πρώτης γραμμής, , τον ΜΑΤΙΑΣ ΕΡΝΤΕΛΥ, τον οποίο θα ακούσουμε κάποια ώρα και σε σημαντικές παραγωγές, εκτός ουγγρικών συνόρων.
Όπως το ίδιο θα πω και για τον πρωταγωνιστή ΓΚΕΖΑ ΡΕΡΙΝΓΚ, που έχει πρόσωπο, σπάνιας κινηματογραφικότητας.
Οι ήχοι, η κάμερα και το πρόσωπο του πρωταγωνιστή είναι τα τρία ΑΑΑ στοιχεία που δίνουν στην ταινία σημαντικές προεκτάσεις.
Ωστόσο, η λέξη «αδυναμία» για το ότι ζαλίστηκα βλέποντας μόνο πλάτες κι ένα πρόσωπο κι ακούγοντας όλους αυτούς τους απάνθρωπους (από πλευράς περιεχομένου) ήχους, χωρίς ποτέ να δω την ιστορία του ανθρώπου, να τον γνωρίσω περισσότερο, να πληροφορηθώ το background του, παρά τον έβλεπα μόνο ως ένα πρόσωπο στρατοπέδου με μια συνταρακτική εμμονή διαμετρήματος αρχαίου δράματος, με ακολούθησε κατά την έξοδο μου από τον κινηματογράφο και την έχω ακόμα μαζί μου.
Όχι, ως θεατής, αν μου επιτρέπεται να μιλήσω και λίγο προσωπικά, δεν ικανοποιήθηκα. Ώστε να είμαι ειλικρινής τόσο με σας τους αναγνώστες όσο και με μένα , με τον εαυτό μου.
ΥΓ. Η ταινία έχει υποβληθεί από την ΟΥΓΓΑΡΙΑ για το ΟΣΚΑΡ.