Μόνο που αυτό το κολύμπι αξίζει τον κόπο διότι χωρίς αυτό το σινεμά, δεν υπάρχει ΣΙΝΕΜΑ. Σε ΚΑΜΙΑ χώρα του κόσμου. Και διότι, είτε το θέλουν είτε δεν το θέλουν, από αυτό το σινεμά αναδεικνύονται οι πραγματικοί σκηνοθέτες που είναι άλλο πράγμα από τους auteurs κι αυτά τα έργα είναι που κρατούν τα σινεμά ζωντανά. Κι ο σκηνοθέτης του «THE REPUBLIC» που ονομάζεται ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΤΖΕΤΖΑΣ, διαβάζω μάλιστα ότι πρόκειται για την πρώτη του ταινία και το ΜΠΡΑΒΟ γίνεται διπλό, δείχνει κινηματογραφικώς μεγάλη κατάρτιση.
Και θα ξεκινήσω από το casting, αν και προηγουμένως πρέπει να κατατοπίσω στα γρήγορα τους αναγνώστες, ότι πρόκειται για αστυνομική περιπέτεια δράσης, εξαίρετα γυρισμένης, με καλά δουλεμένη πλοκή, που ακουμπά περισσότερο σε φάσεις της κοινωνίας από όσο ακούμπαγαν- κι είναι το σημείο που εχώλαιναν οι «Μαριονέτες»- η άλλη ελληνική ταινία της περιόδου που πήγε να σπάσει τον «αποκλεισμό» του σινεμά των ειδών από τα ελληνικά πράγματα.
Τούτη όμως δεν χωλαίνει. Στους κανόνες της περιπέτειας στηρίζεται κι η περιπέτεια δεν θέλει μόνο καλά σκηνοθετημένη τη δράση αλλά θέλει και καλοδομημένη πλοκή. Ο Δημήτρης Τζέτζας δείχνει να το κατέχει και κάτι ανάλογο θα έλεγα και για το σενάριο που συνυπογράφει ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ, με τον Τζέτζα να παίρνει credits για το story.
Ξεκινώ λοιπόν τις επισημάνσεις μου για το πώς ξεχωρίζει ο Τζέτζας και δίνω έμφαση στο casting, στη διανομή, όχι μόνο για τις επιλογές αλλά και για το πώς σκηνοθετεί.
Κι αρχίζω από το πώς σκηνοθέτησε τη ΖΩΗ ΛΑΣΚΑΡΗ, η οποία παίζει ένα σύντομο ρόλο, ουσιαστικά κάνει μια guest εμφάνιση και δείτε πως την βγάζει ξανά στο πανί ο Τζέτζας, ύστερα από 32 χρόνια αποχής της Ζωής από τη μεγάλη οθόνη: Τη βγάζει ΠΛΑΤΗ. Εξυπνο, επειδή η φυσιογνωμία της Λάσκαρη έχει αλλάξει αρκετά από εκείνη που γνώριζαν οι θεατές του κινηματογράφου. Την ξεκινά από πλάτη λοιπόν. Με ένα ντύσιμο που παραπέμπει σε ενδιαφέρουσα αλλά κι εκκεντρική φιγούρα, ξαφνικά εμφανίζεται το δεξί χέρι αυτής τα πλάτης να κρατά ένα τσιγάρο κι ο τρόπος που κρατά το τσιγάρο δηλώνει ένα class κι ένα αέρα κι αμέσως υποψιαζόμαστε, έχοντας υπόψη μας τη διανομή των ρόλων πως «αυτή θα είναι η Λάσκαρη». Τη βάζει και περπατά στη συνέχεια και βλέπουμε εκείνο το υπέροχο, μοναδικό βάδισμα. Σιγά σιγά την πλησιάζει, πάντα από πίσω, λίγο λίγο στρέφει την κάμερα σε ημικύκλιο για να ανέβει στο πρόσωπο, που ακόμα κυριαρχεί το ιδιαίτερο ντύσιμο κι ένα παράξενο καπέλο με τούλια στις άκριες, έχει προετοιμάσει δηλαδή με ένα μοναδικό τρόπο το κοινό να την δεχτεί κι όταν δείχνει σε πολύ κοντινό αυτό το πρόσωπο, ναι, εκεί μπορεί να μην είναι η Λάσκαρη που ξέραμε αλλά με τις πρώτες ατάκες, τόσο όπως τις εκστομίζει όσο και με το περιεχόμενο τους που παραπέμπει σε μοντέρνα μαστροπό πολυτελείας, την έχει υπογραμμίσει, την έχει δώσει στο κοινό και του επιβάλει να τη δεχτεί, έτσι όπως είναι, αναντίρρητα.
Ξέρουν πολλοί να διαχειριστούν έτσι τους δεδομένους ηθοποιούς;
Προχωρώ στο castingκι έρχομαι απευθείας στον πρωταγωνιστή, το νεαρό πρωταγωνιστή, ονόματι ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ ΑΛΕΙΦΕΡΟΠΟΥΛΟΣ. Διότι κουμπώνει με τις προσωπικές μου απόψεις περί του πως ο ελληνικός κινηματογράφος μπορεί να ξαναβγεί στο ψυχαγωγικό πεδίο, με ψυχαγωγικές ταινίες ποιοτικές και καλοφτιαγμένες κι ένα πράγμα στο οποίο έχω επιμείνει είναι να δημιουργήσει δικούς του ανθρώπους. Να μη δανείζεται έτοιμα πρόσωπα από την τηλεόραση οπότε ο θεατής να αναρωτιέται για ποιο λόγο να βγει από τα σπίτι και να πάει στο σινεμά να πληρώσει ώστε να δει , τι; Αυτούς που βλέπει και στο καθιστικό του, στην τηλεόραση;
Εδώ θα μπορούσε κανείς να μου προβάλει ένσταση: Κι αν η ταινία είναι καλή, τι πειράζει να παίξει ένας φουκαράς ηθοποιός που του έλαχε να γίνει γνωστός από την τηλεόραση; Για το αν είναι καλή η ταινία κι υπάρχει ειδικός λόγος να γίνει casting με συγκεκριμένο ηθοποιό, ούτε λόγος. Όμως συνήθως οι ταινίες δεν είναι καλές διότι ακριβώς , με την ίδια ευκολία που παίρνουν τους έτοιμους από την τηλεόραση με την ίδια ευκολία δηλώνουν και την προχειρότητα τους. Γι αυτό και δεν είναι καλές. Δείχνουν ότι δεν προυπήρξε «βασανισμός», δεν το έψαξαν, όλο το σκεπτικό είχε να κάνει με τα «έτοιμα». Κι επιπλέον, υπάρχουν και ψυχολογικοί παράγοντες για τον θεατή. Βλέποντας τα φρέσκα κι αχρησιμοποίητα πρόσωπα ή τα πρόσωπα εκείνα που επιλέχθηκαν γιατί το απαιτούσε ο συγκεκριμένος ρόλος (δεν θα χαρακτηρίσουμε «τηλεοπτικούς», τον ΚΙΜΟΥΛΗ, τον ΣΤΑΝΚΟΓΛΟΥ και τον ΣΠΥΡΙΔΑΚΗ επειδή έχουν παίξει ΚΑΙ στην τηλεόραση!), ο θεατής νιώθει ότι πήγε να δει κάτι φρέσκο. Και με το νόμο των πιθανοτήτων, όταν υπάρχει, τουλάχιστον στον ελληνικό κινηματογράφο αλλά και στον παραέξω, ψαγμένη διανομή, κάτι καλό θα είναι κι η ταινία.
Ο Προμηθέας Αλειφερόπουλος μεταφέρει κι ενσαρκώνει τη σύγχρονη ματιά του σκηνοθέτη στον ταλαιπωρημένο και λοιδορούμενο ψυχαγωγικό κινηματογράφο, που τον αποκαλούν «εμπορικό» επειδή τους πειράζει ο όρος ή ΣΙΝΕΜΑ ΤΩΝ ΕΙΔΩΝ όπως το αποκαλώ εγώ επειδή είναι κι η ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ. Ο Αλειφερόπουλος είναι φρέσκος πρωταγωνιστής, στέκεται άνετα στο φακό, παίζει με απόλυτη κινηματογραφική άνεση ενώ στο βιογραφικό του διαβάζω για θεατρικές σπουδές από τις οποίες δείχνει ότι έχει πάρει την κατάρτιση , στο φακό κατανοεί τις διαφορές από τη σκηνή. Credit κι εδώ για τον σκηνοθέτη.
Συνολικώς, όλοι οι ηθοποιοί της ταινίας είναι εξαιρετικοί, όχι μόνο οι τρεις που ανέφερα πιο πάνω αλλά και κάποιοι επίσης αριστείς όπως ο ανεκτίμητος ΕΡΡΙΚΟΣ ΛΙΤΣΗΣ, ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΛΟΓΟΘΕΤΗΣ που παίζει τόσο αβίαστα και με τόσο νεύρο το ρόλο του κι η ΒΙΚΥ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, που τη βρήκα καλύτερη από ποτέ ή εξίσου καλή (για να μη γίνομαι άδικος) με «Τα ΤΑΓΚΟ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ». Εδώ μου φάνηκε πιο σύνθετη, πιο ώριμη, πιο χαλαρωμένη και σαφώς πιο κινηματογραφική. Ηταν κι ο ρόλος που της έδινε δυνατότητες εναλλαγών.
Η υπόθεση έχει για ήρωα ένα φωτογράφο, που παίρνει μέρος σε βρωμοδουλιές που καταλήγουν σε εκβιασμούς και κατά το ξετύλιγμα της ιστορίας εμπλέκονται πολιτικοί, μεγαλοδημοσιογράφοι, οικονομικοί παράγοντες , διακινητές του… «trafficking», όλα εξαίρετα δουλεμένα, όλα απολύτως κινηματογραφικά, όλα καταρτισμένα, με συνεργάτες στη φωτογραφία, τη σκηνογραφική διεύθυνση, το μοντάζ, τη μουσική, τον ήχο, το ηχητικό μοντάζ πρώτης γραμμής. Με αποτελέσματα πρώτης γραμμής.
Πραγματικά χάρηκα διότι πρέπει επιτέλους κάτι να αρχίσει να κινείται, να ξαναστήνεται ο ελληνικός κινηματογράφος, με νέα δεδομένα, ανταποκρινόμενος στο σήμερα κι όχι αντιγράφοντας τις παλιές ελληνικές ταινίες, οι οποίες είναι «παλιές» με ό, τι περιλαμβάνει ο όρος κι ως παλιές θέλουμε να τις αγαπάμε και να τις βλέπουμε κι όχι ως μασκαρεμένες καινούργιες. Σε όλη την Ευρώπη, αυτό το σινεμά της δράσης, που έχει από κάτω και σενάριο, υπηρετείται σταθερά. Σε όλη την Ευρώπη υποστηρίζεται σταθερά, ειδικά στην Ιταλία και στη Γαλλία αλλά και στη Δανία και στη Γερμανία και στην Ισπανία. Κι όταν βγαίνει μια «ντόπια» ταινία, τα Μέσα Ενημέρωσης, είτε βγαίνουν μαζί της blockbuster πολυδιαφημισμένα, είτε βγαίνει η ταινία που πήρε το Οσκαρ είτε ο «Χρυσός Φοίνικα», εφόσον υπάρχει ντόπιο φιλμ, το ντόπιο θα προτάξουν. Στην Ελλάδα, τόσο τα Μέσα όσο κι η διανομή, πλην συγκεκριμένων περιπτώσεων, δεν πράττουν αναλόγως αλλά αυτό είναι κάτι που μπορεί και διορθώνεται. Διότι είναι κρίμα το «THE REPUBLIC», να μην διαφημίζεται, να μην σπρώχνεται, να το δίνει η εταιρεία διανομής (που είναι κι από τις μεγάλες) σε σινεμά του κέντρου μόνο για τη βραδινή προβολή! Ελεος!
Ωστόσο, ας μου επιτραπεί μια συνολικότερη παρατήρηση, που αφορά ΚΑΙ στη συγκεκριμένη ταινία και την απευθύνω προσωπικά στον σκηνοθέτη της Δημήτρη Τζέτζα.
Μια –δυό μέρες μετά το «ΤΗΕ REPUBLIC» είδα μια σχετικώς ανάλογη ιταλική ταινία, με τίτλο «SUBURRA» του ΣΤΕΦΑΝΟ ΣΟΛΙΜΑ, γιού του ΣΕΡΤΖΙΟ, ο οποίος είχε γυρίσει πετυχημένα σπαγγέτι καθώς και gangster movies τα οποία άνθιζαν στην Ιταλία των 70ς, και σε αυτόν τον πατέρα αφιερώνει την ταινία ο γιός.. Ενώ η ελληνική δεν έχει να ζηλέψει, η ιταλική είναι καλύτερη. Και γιατί; Διότι, οι Ιταλοί πιο εξοικειωμένοι με το ΣΙΝΕΜΑ ΤΩΝ ΕΙΔΩΝ, πέραν της άνεσης στην αφήγηση (που και του Ελληνα δεν του λείπει), είναι πιο τολμηροί στο κοινωνικο και πολιτικό δέσιμο των ιστοριών. Και βγαίνεις πιο σοκαρισμένος άρα και πιο ενθουσιασμένος με αυτό όλο στο οποίο «κούμπωσε» και κατέληξε η πολύπλοκη ιστορία . Επειδή ο Τζέντζας δείχνει πολύ ικανός, συνιστώ την ιταλική ταινία όχι για να τη συγκρίνω ή να υποτιμήσω τη δική του –άλλωστε η θέση μου είναι σαφής- αλλά για τα επόμενα βήματα του, για το μέλλον, διότι έχω πολύ χαρεί με την ταινία και με το δρόμο που ανοίγει.