Βεβαίως κι υπάρχουν ταινίες διαλόγων, όπου ο λόγος κυριαρχεί στη διάρκεια του φιλμ και στην εξέλιξη της ιστορίας. Μόνο που σε αυτές περιπτώσεις ο διάλογος εμπεριέχει δράση και μέσω αυτού πηγαίνει η ιστορία παρακάτω. Ο διάλογος τότε γίνεται μέρος της δράσης.
Υπάρχουν και περιπτώσεις που μέσα από το διάλογο, από ένα ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΟ διάλογο θα αναπτυχθεί όλο το έργο κα σε αυτό το διάλογο επικεντρώνεται η ιστορία. Τότε φροντίζει ο σκηνοθέτης με τον σεναριογράφο με τον οποίο συνεργάζεται, να πλαισιώσει αυτό το διάλογο με σκηνές που να δίνουν ρυθμό στην ταινία ώστε να μη χαθεί η αξία του διαλόγου. Παράδειγμα τέτοιο έχω στο νου το «Frost/Nixon» όπου μέσα από μια συνέντευξη στην οποία επικεντρώνεται η ταινία, μπήκαμε στο νόημα της ουσίας του διαλόγου.
Επίσης, ξεχωριστή σημασία έχει το περιεχόμενο ενός διαλόγου αλλά και το ποια είναι τα πρόσωπα που συζητούν και γύρω από τι ακριβώς συζητούν.
Η ταινία «ΤΕΛΟΣ ΔΙΑΔΡΟΜΗΣ» παραβιάζει όλα τα παραπάνω. Κι υπάρχουν στιγμές που καταντά έως κι αφόρητη. Για τον απλούστατο λόγο ότι τα πρόσωπα που συνομιλούν είναι γνωστά σε ένα περιορισμένο κύκλο. Στη συγκεκριμένη περίπτωση πρόκειται για τον δημοσιογράφο του περιοδικού «RollingStone» Ντέιβιντ Λίπσκυ με τον συγγραφέα Ντέιβιντ Φόστερ Γουάλας, ο οποίος το 1996, όπου εκτυλίσσεται ο διάλογος (όχι η ιστορία διότι ιστορία δεν υπάρχει παρά επιχειρείται να ανιχνευτεί μέσω του διαλόγου),είχε γράψει ένα μυθιστόρημα , το «Infinite Jest», που, σύμφωνα με την ταινία έκανε πάταγο.
Λέω το «σύμφωνα με την ταινία» επειδή δεν γνωρίζω προσωπικώς το θέμα ούτε το βιβλίο και φαντάζομαι πως σαν και μένα θα υπάρχουν πολλοί, αριθμητικά απείρως περισσότεροι από εκείνους που το γνωρίζουν. Αμφιβάλλω, όμως, αν θα άλλαζε τίποτε στις εντυπώσεις μου ακόμα κι αν ήξερα το βιβλίο. Διότι ούτε τη συνέντευξη του Φροστ με το Νίξον είχα παρακολουθήσει στην τηλεόραση αλλά από την ταινία έτσι όπως την έδινε δραματοποιημένη καταλάβαινα ότι επρόκειτο για κάτι σημαντικό.
Εδώ δεν πήρα χαμπάρι για το βιβλίο, μια και παρακολουθούμε το «παζλ» των συναντήσεων και κατεπέκταση των ερωτήσεων και των συζητήσεων μεταξύ δημοσιογράφου και συγγραφέα, όπου μιλάνε…μιλάνε…μιλάνε χωρίς να εκμαιεύεται κάτι ιδιαιτέρως σημαντικό.
Βέβαια, επειδή οι διάλογοι είναι αποσπασματικοί, δεν είναι μιάς ευθείας ούτε μιάς ροής, οπωσδήποτε, στα αποσπάσματα αυτά, λέγονται που και που και κάποιες κουβέντες οι οποίες πιθανόν να έχουν κάποιο νόημα αλλά δεν είναι τόσο ικανές να μας ταρακουνήσουν αν έχουμε «αποκοιμηθεί» στις προηγούμενες.
Συνέχεια μιλάνε. Πότε μέσα σε ένα αυτοκίνητο, άλλοτε σε σπίτι, συχνά σε καφέ, σε μπαρ, σε εστιατόριο… κι ενδιάμεσα ξεπετάγονται κάποιες καλές σκηνές που όλως συμπτωματικώς είναι εκείνες στις οποίες σενάριο (Ντόναλντ Μαργκιούλις, από το βιβλίο του ίδιου του Ντέιβιντ Λίπσκυ που προφανώς μετέφερε εκεί τις συζητήσεις που κατέληξαν στη συνέντευξη με τον συγγραφέα Γουάλας ) και σκηνοθεσία (Τζέημς Πόνσολντ) αποφάσισαν ότι πρέπει να θυμηθούν και την κινηματογραφικότητα και να το πλαισιώσουν με σκηνές κάποιας δράσης ας το πούμε έτσι, όπως το υπεραστικό τηλεφώνημα με τη γυναίκα του Λίπσκυ που δηλώνει φανατική θαυμάστρια του συγγραφέα και η συνδιάλεξη προκαλεί τη ζήλεια του συζύγου ή η σκηνή- που για τον υπογράφοντα είναι κι η καλύτερη της ταινίας τουλάχιστον ως προς τον ήρωα , που δείχνει πολύ πιο αποτελεσματικά κάποια στοιχεία του ήρωα που το μπλα-μπλα δεν καταφέρνει να τα αναδείξει. - Κι εννοώ τη σκηνή στον κινηματογράφο. Τη σκηνή που ο Γουάλας με το Λίπσκυ αποφασίζουν να πάνε σινεμά με δύο κοπέλες, σε ένα multiplex, και καταλήγουν να δουν το «Broken arrow» με τον Τραβόλτα, που δεν το θέλει κανένας παρά μόνο ο Γουάλας, που οι υπόλοιποι το ειρωνεύονται το φιλμ κατά την προβολή και μόνο ο Γουάλας το απολαμβάνει αλλά και το εκθειάζει κατά την έξοδο από την αίθουσα και με αυτό τν τρόπο το σενάριο κάνει μια ωραία επισήμανση όχι μόνο για τα γούστα του συγγραφέα αλλά και για τη σχέση της διανόησης, μιάς μερίδας της διανόησης αν θέλετε, με τα blockbuster, που είναι ακομπλεξάριστη, αντιαπαγορευτική κι απενοχοποιητική.
Κι επι τη ευκαιρία με αφορμή αυτή τη σκηνή να πω ότι η κόρη της Μέρυλ Στριπ, η ΜΑΜΙ ΓΚΑΜΕΡ, για την οποία έγραψα στην κριτική του «Η ΡΙΚΥ ΚΑΙ Η ΡΟΚ», εδώ , στο μικρό ρόλο της, δείχνει κάτι περισσότερο από διαθέσεις και παρουσία, ίσως επειδή δεν υπάρχει απειλή επισκίασης…. Τελεί, πάντως, υπό παρακολούθηση
Οι δύο κεντρικοί ερμηνευτές έκαναν ότι μπορούσαν. Βεβαίως και τις εντυπώσεις κερδίζει ο Τζέισον Σίγκελ στο ρόλο του Γουάλας, που οι ως τώρα κινηματογραφικές συμμετοχές του δεν είχαν αφήσει πολλά περιθώρια ούτε στο κοινό ούτε στον ίδιο. Εδώ παίζοντας σε «σοβαρούς» τόνους γίνεται ένας άλλος μα αυτό έχει σμβεί με πολλούς. Δεν πρέπει να υποτιμήσουμε τον Τζέσε Αιζενμπεργκ , που σε ηπιότερους τόνους, επιδιώκει να γίνει ηγέφυρα του κοινού με τον συγγραφέα. Δεν είναι όμως μεγάλοι ρόλοι ούτε του ενός ούτε του άλλου. Πολλές ατάκες έχουν απλώς και πολλή παρουσία στην οθόνη αλλά είπαμε…. Μιλάνε πολύ!