Πρόταξα στον τίτλο τον «ΡΥΘΜΟ» κι είναι αυτό στο οποίο θα επιμείνω και θα το λέω παντού. Διότι το πρόβλημα στην Ελλάδα όταν ανεβαζόταν γαλλικό «μπουλβάρ» ήταν αυτή η έλλειψη του ρυθμού. Επειδή τα έργα αυτά ως ανάλαφρα πρέπει να παιχθούν ΤΕΛΕΙΑ, κι όχι μόνο από τον ένα ή δύο πρωταγωνιστές αλλά από όλο το θίασο, διαφορετικά κινδυνεύουν πάντα να βγουν «μέτρια».
Διότι γράφονται από Γάλλους συγγραφείς που έχουν στο νου τους τους γαλλικούς θιάσους όπου εκεί, αν ένα πράγμα θαυμάζεις είναι ο ρυθμός, ο συντονισμός, το ατακάρισμα, οι σαν ρολόι ακριβείας κουρδισμένοι ηθοποιοί. Βέβαια, αυτό συνοδευόταν πάντα στην Ελλάδα προς δικαιολόγηση οικείων καταστάσεων ότι δεν μπορούμε να γίνουμε και Γάλλοι.
Συμφωνώ απολύτως! Δεν μπορούμε να αλλάξουμε ταμπεραμέντο , όμως το ρυθμό, μια κι αφορά στο είδος, απαιτείται να τον διδαχθούμε.
Βέβαια και το γαλλικό μπουλβάρ έχει αλλάξει πλεύση εδώ και πολλά χρόνια, έχει επηρεαστεί από το αμερικάνικο , οπότε έχει βάλει άλλου τύπου στοιχεία κι έχει ξεφύγει από το παλιό εκείνο μπουλβάρ της απιστίας ή της φάρσας με πόρτες ανοίγουν-πόρτες κλείνουν. Ο Νιλ Σάιμον στο θέατρο κι η γενιά συγγραφέων που τον ακολούθησε στην Αμερική, κι ο Γούντυ Αλλεν στον κινηματογράφο, επηρέασαν τους Γάλλους οι οποίοι ενέταξαν ψυχολογικά ή και κοινωνικά στοιχεία, τα ενσωμάτωσαν με τον καλύτερο τρόπο και ξαναβγήκαν μπροστά, την ίδια ώρα που το αμερικάνικο μπουλβάρ άρχισε καθυστερημένα να επηρεάζεται από τα παλιό γαλλικό και να ατονεί… Συμβαίνουν κι αυτά.
Το «ΓΙΑ ΟΝΟΜΑ..» δεν είναι ένα συνηθισμένο μπουλβαράκι της απιστίας και «του πλαγιάσματος», όπως έγραφαν οι παλιοί κριτικοί, αλλά ένα έργο που μέσα από την κωμωδία λέει και κάποια πράγματα και τελικά ενώ σε ψυχαγωγεί, σε διασκεδάζει, σου αφήνει και κάτι για να πάρεις μαζί σου μετά την έξοδο.
Δεν συμφωνώ με αυτό που διάβασα στο πρόγραμμα ότι το «Για όνομα..» είναι ένα έργο για τη φιλία. Στη δική μου αντίληψη είναι ένα έργο πάνω στα στερεότυπα και στην αυτοπαγίδευση των ανθρώπων μέσα σε αυτά.
Και τα πέντε πρόσωπα της κωμωδίας μέσα στα στερεότυπα παγιδεύονται, βασανίζονται, χάνουν τους εαυτούς τους και τη σχέση με τους γύρω τους αλλά και με την ίδια την κοινωνία. Αλλωστε από τους πέντε, το ρόλο του φίλου τον έχει μόνο ένας. Οι άλλοι τέσσερις είναι δύο ζευγάρια που συνδέονται με συγγένεια πρώτου βαθμού. Είναι ο οικοδεσπότης κι η οικοδέσποινα κι ο αδερφός της τελευταίας με τη γυναίκα του.
Ολοι τους μέσα στην παγίδευση των στερεοτύπων βρίσκονται, ακόμα κι η μητέρα που δεν εμφανίζεται ποτέ στη σκηνή αλλά γίνεται συνεχώς λόγος γι αυτήν και στο τέλος ο λόγος είναι και καθοριστικός. Κι αυτή ακόμα η απούσα, θύμα των στερεοτύπων είναι.
Σε ένα «δείπνο» , στενού κύκλου, έρχεται ο αδελφός της οικοδέσποινας για να τους ανακοινώσει ότι η γυναίκα του μόλις έκανε υπέρηχο (από τα «στερεότυπα» στο τέλος δεν την γλυτώνει ούτε ο υπέρηχος….) κι ότι το παιδί που περιμένουν είναι αγόρι. Και θέλει να τους πει το όνομα που αποφάσισαν να του δώσουν. Και τους ανακοινώνει το όνομα «ΑΔΟΛΦΟΣ». Ο κουνιάδος –οικοδεσπότης, διανοούμενος της Αριστεράς γίνεται πυρ και μανία επειδή θα του δώσουν το όνομα του Χίτλερ, ο μέλλων πατήρ του κάκου πάει να τον πείσει ότι πρόκειται για ήρωα παρμένο από τη ρομαντική λογοτεχνία, όμως δεν είναι και σοβαρός ως πρόσωπο μια και του αρέσουν οι κρύες πλάκες και τρώει την κατσάδα του, παρών κι ένα φίλος στενός της οικοδέσποινας αλλά κατεπέκταση και των υπολοίπων που μπαίνει κι αυτός στη συζήτηση,, στη συνέχεια έρχεται κι η έγκυος γυναίκα του επιδερμικού πλακατζή κι από κουβέντα σε κουβέντα γίνονται…. Μύλος.
Από την ταινία οφείλω να ομολογήσω ‘ότι το μόνο που μου είχε μείνει ήταν ο πρώτος καυγάς για το όνομα «Αδόλφος». Το από κει και μετά δεν είχε καταγραφεί μέσα μου. Στην παράσταση, αντίθετα, αυτό που ξεπροβαλλόταν συνεχώς ήταν οι συνέπειες της αφορμής «Αδόλφος» κι όλα αυτά που έσκαγαν σαν μικρές-μικρές βομβίτσες κι έδιναν μια άλλη ουσία τόσο στο περιεχόμενο όσο και στην ίδια την τέρψη.
Και ο λόγος, ως θέατρο, ήταν πιο αποδοτικός για να γίνει στη σκηνή αλλά κι η παράσταση , προπάντων η παράσταση είχε αναλάβει αυτή τη μεγάλη ευθύνη.
Κι αυτό ήταν ο ΡΥΘΜΟΣ. Ρυθμός από τους ηθοποιούς, ρυθμός εσωτερικός του καθένα, ρυθμός στο συντονισμό μεταξύ τους, στο ατακάρισμα, στην παύση, στη ροή, ρυθμός στον συντονισμό από τον ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟ ΜΑΡΚΟΥΛΑΚΗ που υπογράφει τη σκηνοθεσία (και μόνο αυτή τη λέξη να τους είπε στην πρώτη τους επαφή, είχε λύσει το γρίφο του ανεβάσματος- ακόμα κι αν τους είπε περιφραστικά τη λέξη ή και περιγραφικά) και βέβαια από τη μετάφραση του ΘΟΔΩΡΗ ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΥ διότι ο ρυθμός ξεκίναγε από το λόγο… Θέατρο είναι… Εν αρχή ην ο λόγος… Κακά τα ψέματα.
Μα και πως το έπαιξαν οι πέντε απίστευτοι της ομάδας. Ηταν χάρμα οφθαλμών όλοι μαζί κι ο καθένας χώρια όπου κανείς δεν έπαιξε για την πάρτη του αλλά για το σύνολο. Είναι σπάνια φορά που εγώ, ο εχθρός της απουσίας διαλείμματος, είτε στο θέατρο είτε στον κινηματογράφο, που «χαλάστηκα» με το που το πληροφορήθηκα όταν έφτασα στην είσοδο του θεάτρου, θεώρησα στο τέλος πως αν είχε γίνει διάλειμμα, θα του είχαν κόψει το ρυθμό του. Και μπορεί να γινόταν σαν «κομμένο» αυγολέμονο.
Είναι η τρίτη φορά στα τόσα χρόνια που πάω στο θέατρο και βλέπω στο είδος αυτό, κάτι που μόνο στα γαλλικά θέατρα έχω δει (και δεν είμαι και γαλλόφιλος ΑΛΛΑ…..!) κι οι προηγούμενες ήταν «Το σώσε», στο ανέβασμα από τον Ανδρέα Βουτσινά με την «Ελεύθερη Σκηνή» στο «Μινώα» τη σαιζόν 1983-84 (που δεν ήταν γαλλικό έργο) και το κομψοτέχνημα του Μίνωος Βολανάκη με το «Ψύλλοι στα αυτιά» (το οποίο είναι Ο,ΤΙ ΠΙΟ ΓΑΛΛΙΚΟ) που είχε εγκαινιάσει το θέατρο «Πόρτα» της Ξένιας Καλογεροπούλου.
Στα προαναφερόμενα όμως, τα έργα ήταν φάρσες. Φάρσες περιωπής βεβαίως, φάρσες κομψοτεχνήματα ναι, αλλά …φάρσες όπου εκεί ο ρυθμός ήταν απαραίτητος για την ταχύτητα. Εδώ έχουμε ενός άλλου τύπου ΤΕΛΕΙΟ ρυθμό ο οποίος βασίζεται όχι μόνο στο ατακάρισμα αλλά και στην παύση. Αυτό είναι εκπληκτικό.
Να πιάσω τους ηθοποιούς έναν – έναν; Τους αναφέρω με κεφαλαία γράμματα στον πρόλογο. Δεν θα το κάνω διότι ό, τι ισχύει για τον ένα ισχύει και για τους υπόλοιπους. Όμως από την άλλη δεν μπορώ να μην αναφέρω τη ζωντάνια και τις διαρκείς εναλλαγές του ΦΑΝΗ ΜΟΥΡΑΤΙΔΗ, δεν μπορώ να μην αναφέρω τις απρόβλεπτες παύσεις του ΑΝΤΩΝΗ ΛΟΔΑΡΟΥ, δεν γίνεται να μην υπογραμμίσω αυτή την εκπληκτική ζωντάνια της ΒΙΚΥΣ ΣΤΑΥΡΟΠΟΥΛΟΥ η οποία δεν φαλτσάρει, δεν «καραγκιοζοποιείται, γίνεται κωμική προβάλλοντας αλήθεια, δεν μπορώ να μην πω για τον ΧΡΗΣΤΟ ΧΑΤΧΗΠΑΝΑΓΙΩΤΗ πόσο «λογικός» είναι στον παραλογισμό που ο ρόλος προβάλει, δεν μπορώ να μην πω για την ΜΑΡΙΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΑΚΗ πως δεν διέθετε ούτε ίχνος από οποιοδήποτε «κλισέ..
Μα πως τους χάρηκα και τους πέντε δεν λέγεται. Και το θέατρο, φουλ, ε!!! Το θέατρο «Αλίκη» που κι από τα χρόνια της Αλίκης Βουγιουκλάκη με άγχωνε το πώς θα γεμίσει αυτό το χάος.
Α, και το σκηνικό! ΑΘΑΝΑΣΙΑ ΣΜΑΡΑΓΔΗ. Τι χαρούμενο σκηνικό είναι αυτό. Με το που άνοιξε η αυλαία και πρόβαλε το σκηνικό κι ο ΝΙΚΟΣ ΒΛΑΣΟΠΟΥΛΟΣ «έριξε» τους φωτισμούς που θεωρούσε ιδεώδεις, μια χαρά, μια αγαλλίαση αναπήδησε από μέσα μου που ως εκείνη τη στιγμή «έβριζα» τη μοίρα μου πως θα μείνω καρφωμένος στην καρέκλα χωρίς διάλειμμα. Τα ξέχασα όλα.
ΩΡΑΙΑ ΨΥΧΑΓΩΓΙΑ!!!!!!!!!!!!!!