Η «CAROL» είναι πάνω από όλα ένα love-story, με όλα τα στοιχεία του love story. Hδιαφορά της είναι πως πρόκειται για love story γυναικών. Είναι μια λεσβιακή ερωτική ιστορία. Και είναι αυτό λόγος για να γράφονται τα παραληρήματα; Διότι δεν είναι δα κι η πρώτη φορά πλέον Το σινεμά μας έχει δείξει αρκετές τέτοιες ιστορίες,.Η «ζωή της Αντέλ» είναι πρόσφατη. Βέβαια, κι η «Αντέλ» ξεθώριασε γρήγορα και πρώτα από όλα από τους ίδιους τους Γάλλους οι οποίοι σαν να μην ενέκριναν εκείνο το «Χρυσό Φοίνικα» στο δικό τους φιλμ (βέβαια την ίδια αντίδραση είδαμε και φέτος από αυτούς στον έτερο «Χρυσό Φοίνικα» που κέρδισαν με το «Dheepan»), όπως άλλωστε κι η Ευρωπαική Ακαδημία. Στα Οσκαρ δεν το έστειλαν καν οι Γάλλοι. Κι η ταινία χλώμιασε σχετικά γρήγορα επειδή αποδείχτηκε ότι κύριο στοιχείο της δόξας της ήταν ο έρωτας των δύο ομοφύλων. Από πλευράς Τέχνης, αυτό από μόνο του δεν προυποθέτει κάτι εκ προοιμίου καλλιτεχνικό , ούτε και ψυχαγωγικό αν περάσουμε στις μάζες, εάν δεν συνοδεύεται από άλλα πράγματα.
Η «Carol» είναι πολύ καλύτερος κινηματογράφος από την «Αντέλ» κι έχει από κάτω της και περισσότερο ψαχνό για σενάριο αφού βασίζεται σε μυθιστόρημα , έστω και νεανικό, της ΠΑΤΡΙΤΣΙΑ ΧΑΙΣΜΙΘ, το «Η τιμή του άλατος», που κυκλοφόρησε τώρα στην Ελλάδα αλλά με τον κινηματογραφικό τίτλο.. Κι από κει ορμώμενοι μπoρούμε να αναγνωρίσουμε τη δεύτερη διαφορά της «Carol», ως ταινίας love story, στο ότι, κι εδώ εισέρχεται η περίπτωση που ονομάζεται ΤΟΝΤ ΧΕΙΝΣ, κατεβάζει τους τόνους, διαχειρίζεται με σύνεση τα ξεσπάσματα, αποφεύγει τις μελοδραματικές κορώνες που θεωρητικώς σε ένα lovestoryγίνονται αναπόφευκτες και που στο τέλος - τέλος κι ο θεατής αυτών των ιστοριών κάπου θέλει να δει ένα ξέσπασμα καθώς απολαμβάνει το δράμα ενός απαγορευμένου έρωτα και φτιάχνει μια λεπταίσθητη, αισθηματική ταινία. Με τα όλα της και με το happy–endτης, που ούτε κι αυτό πείραξε κανέναν υμνητή την ίδια ώρα που για τον φουκαρά τον «Dheepan» έπεσαν «μορφασμοί» επειδή ο παράνομος μετανάστης κατάφερε στο τέλος να βρει την ευτυχία στη νέα πατρίδα. Εκείνο το happy–end το κατηγόρησαν για ξεπεσμό του Ζακ Οντιάρ στο είδος, Εδώ δεν γίνεται η παραμικρή νύξη για το happy-end όπου οι δύο ερωμένες θα σμίξουν αφού κι εγώ ο ίδιος, όταν πιά τα πράγματα φτάνουν λόγω διάρκειας στη δεδομένη τελευταία σκηνή, περίμενα να δω κάτι άλλο ώστε να δικαιολογήσει όλα αυτά που άκουγα και διάβαζα περί «ανατροπών». Προσωπικά , δεν έχω την παραμικρή αντίρρηση για το happy- end, αντίθετα παραμένω όχι μόνο υποστηρικτής που το έχω διατυπώσει άπειρες φορές σε κριτικές μου και σε κείμενα μου μα κι έχω θεωρητικολογήσει περί αυτού, πως το happy– end είναι θέμα σεναριακής δομής. Είναι η κάθαρση όταν εκδηλώνεται με την αποκατάσταση του ήρωα κι όχι με την τιμωρία του.
Όμως, όταν τα πράγματα δεν δίνονται ξεκάθαρα όπως έχουν αλλά η υποστήριξη μιάς ταινίας δεν πάει με το στήσιμο της και με το τι πραγματικά διαθέτει παρά αρχίζει και τελειώνει με κορώνες, υπερθετικούς και βροχή από μεγάλες κουβέντες και χαρακτηρισμούς υπόκλισης χωρίς την ανάλυση τους, μετά φτιάχνεται κι ο θεατής και δεν καταλαβαίνει γιατί όλα αυτά.
Κι είναι κρίμα επειδή η «Carol», το τονίζω, είναι μια ΩΡΑΙΑ ΤΑΙΝΙΑ. Με λεπτό τρόπο ο Τοντ Χέινς μας αφηγείται την ιστορία που έγραψε η Πατρίτσια Χάισμιθ και διασκεύασε για λογαριασμό του σε σενάριο η ΦΥΛΙΣ ΝΕΙΓΚΥ, ανάμεσα στο πλησίασμα των δύο γυναικών και στη σταδιακή μετεξέλιξη της γνωριμίας σε έρωτα, αν και η ηρωίδα η Κάρολ, δεν το ανακαλύπτει για πρώτη φορά, ο άνδρας της όταν την παντρεύτηκε την είχε αποσπάσει από γυναίκα, από την Αμπυ η οποία έγινε και νονά της κόρης της, η φιλία διατηρήθηκε, ο ερωτικός σύνδεσμος είχε τελειώσει, και τώρα ξαφνικά ο ζηλότυπος σύζυγος με τον οποίο η Κάρολ δεν τα πάει καλά, βρίσκεται και πάλι ενώπιον θηλυκής αντιζήλου.
Η Κάρολ είναι σύζυγος πλούσιου άνδρα και γνωρίζει την Τερέζ σε ένα πολυκατάστημα όπου η Τερέζ εργάζεται και που είχε πάει να αγοράσει δώρο για το παιδί της. Η Τερέζ, από την άλλη, είναι «μαζεμένη», έχει τις φιλοδοξίες της, είναι χαμηλών τόνων και ντροπαλή.
Ο Χέινς πράγματι αφηγείται λεπταίσθητα την ιστορία και φτιάχνει και κλίμα ’50, που του αρέσει ιδιαίτερα, αν θυμηθούμε και την άλλη του ταινία, το «Ο Παράδεισος είναι μακριά», που κι εκείνη είχε ομοφυλοφιλικό θέμα, όχι όμως πάνω στην κεντρική ηρωίδα αλλά γύρω από αυτήν που την επηρέαζε. Ο Χέινς ακριβώς επειδή θέλει την ταινία ανθρωποκεντρική αλλά του αρέσει κι η δεκαετία του 50 , αναπλάθει την εποχή μέσα από τα κοστούμια. Με τα ρούχα των ανθρώπων παίρνουμε κυρίως αίσθηση από το χρόνο ενώ η σκηνογραφία που δίνει την ψευδαίσθηση ότι περνά σε δεύτερη μοίρα, αναλαμβάνει ένα γενναίο έργο, να είναι ο αφανής ήρωας, να φτιάχνει περιβάλλον που δεν θα της προβάλει ο ανθρωποκεντρικός φακός.
Τα κοστούμια είναι συνδεδεμένα άμεσα με την ερμηνεία. Και θα το εξηγήσω όσο μπορώ επειδή και για τις ερμηνείες ακούστηκαν περισσότερα ή μάλλον όχι εκείνα που διαθέτει η ταινία ώστε να ακουστούν.
Το λέω αυτό επειδή μπορεί να απογοητευθούν κάποιοι θαυμαστές της ΚΕΙΤ ΜΠΛΑΝΣΕΤ κι αυτό θα είναι απολύτως ΑΔΙΚΟ. Διότι κάθονται και λένε στον κόσμο για «μεγάλες ερμηνείες». Καμία ερμηνεία από τις δύο δεν είναι «μεγάλη» για τον απλούστατο λόγο ότι δεν είναι μεγάλοι οι ρόλοι. Δεν είναι ΤΟΣΟ μεγάλοι. Διότι το βάρος του σεναρίου πέφτει περισσότερο στο κτίσιμο της ιστορίας παρά σε ξετύλιγμα των ανθρώπων. Αν κάποιος χαρακτήρας έχει ξετύλιγμα, είναι της Τερέζ εξού και στις Κάνες προτιμήθηκε για βράβευση η ΡΟΥΝΙ ΜΑΡΑ, η οποία δίνει πράγματι μια ερμηνεία αλλά και μια παρουσία εντελώς διαφορετική από εκείνη στο «Κορίτσι με το τατουάζ» με την οποία τη γνωρίσαμε.
Η Κέιτ Μπλάνσετ, για την οποία κοπανάνε «ερμηνεία» κι «ερμηνεία» και κάποιοι θαυμαστές της θα συναισθανθούν, όπως το άκουσα κατά την έξοδο μου από τον κινηματογράφο, ότι την έχουν δει σε καλύτερες ερμηνείες, εδώ κάνει κάτι πέραν εκείνων των ερμηνειών. Διότι το απαιτεί κι ο ρόλος , προ πάντων το απαιτεί η σκηνοθεσία του Τοντ Χέινς: Η Κάρολ είναι γυναίκα με προσωπικότητα. Με εκθαμβωτική λάμψη. Με επιβάλλον- που λένε…. Είναι αυτή που θα γοητεύσει την Τερέζ η οποία δεν έχει ιδέα από αυτά. Η Κέιτ Μπλάνσετ εδώ κάνει – ίσως για πρώτη φορά- starperformance. Εχει πλέον φτιάξει την δική της προσωπικότητα αυτά τα χρόνια, μέσα από τους ρόλους που την ανέδειξαν ως ηθοποιό και συγχρόνως έχει προβάλει και τη γυναικεία της υπόσταση. Εδώ ακριβώς αυτό της ζητά και της προβάλει ο σκηνοθέτης, με άλλα λόγια την κάνει σταρ!!!
Κι ερχόμαστε στο σημείο που είπα παραπάνω ότι τα κοστούμια συνδέονται με τις ερμηνείες. Η μεγάλη ΣΑΝΤΥ ΠΑΟΥΕΛ που ανέλαβε το ενδυματολογικό, ουσιαστικά στρέφει τη δουλειά την προσωπική πάνω στην Κέιτ Μπλάνσετ, πάνω στην προβολή ης ως σταρ, ως γυναίκας που εκπέμπει, ως της Κάρολ του τίτλου, σε μια ανθρωποκεντρική σκηνοθεσία. Της φτιάχνει απίθανα ρούχα αφού μέσα από αυτήν κατά βάση θα προβληθεί η δεκαετία του 50, ρούχα για σταρ, κάτι παλτά κατακόκκινα με τα οποία κυκλοφορεί στο δρόμο ενώ γύρω της το υπόλοιπο 1950 φορά ρούχα που υποδεικνύουν την περίοδο αλλά χωρίς χτυπητά χρώματα ,ώστε να προβάλλεται η σταρ, κάτι απίθανους χρωματικούς συνδυασμούς με πορτοκαλί και με πράσινο, γενικώς το ντύσιμο της «φυσάει». Και φυσάει και η ίδια. Διότι στο ρόλο της σταρ, που μέσω αυτής πρέπει να παιχθεί η Κάρολ, η Μπλάνσετ το κερδίζει πλήρως. Γοητεύει με την προσωπικότητα της, μαγεύει με την παρουσία της, με εκείνο τον εξαίσιο τρόπο που ξέρει να κινεί τα χέρια της αυτά τα υπέροχα χέρια της,, φτιάχνει γύρω από τον εαυτό της απαράμιλλη γοητεία.
Κι ετσι δουλεύεται από το σκηνοθέτη η αντίθεση των δύο γυναικών, μέσα από τις προσωπικότητες τους τις «επεξεργάζεται», τη μία να έχει ρόλο πιο ζουμερό, την άλλη να κάνει απολύτως ζουμερή την παρουσία της
Θα αναφέρω και την ΣΑΡΑ ΠΩΛΣΟΝ, που παίζει την φίλη , την Αμπυ, η οποία ξαναμπαίνει στην ιστορία, αυτή τη φορά για να παίξει άλλο ρόλο κι όχι απλώς της πρώην…..
Ο ΕΝΤ ΛΑΧΜΑΝ, ο διευθυντής φωτογραφίας δείχνει να φωτίζει το έγχρωμο με τη λογική του μαυρόασπρου της δεκαετίας 50, μια φωτογραφία κάπως «ομιχλώδης» κι όχι όμοια με εκείνη στο «Ο Παράδεισος είναι μακρυά» που είχε στόχο να προβάλει τα χτυπητά χρώματα των ταινιών του ’50 αλα Τζέιν Γουάιμαν. Η μουσική του ΚΑΡΤΕΡ ΜΠΕΡΓΟΥΕΛ, που βραβεύεται κι αυτή από τις ενώσεις των κριτικών όπως βραβεύονται κι όλοι οι συντελεστές πλην των δύο πρωταγωνιστριών(αυτό το σημειώνουμε!), έχει ένα πολύ ιδιαίτερο μυστηριακό και μελωδικό μπάσιμο, μετά κάπου την έχασα αλλά μπορεί ακριβώς αυτός να ήταν κι ο σκοπός της, να δουλεύει από κάτω ώστε να μην παρασυρόμαστε από αυτήν αλλα να κοιτάμε την ιστορία. Για να βγάλω ασφαλή συμπεράσματα για τη μουσική, κι εννοώ κινηματογραφικά συμπεράσματα κι όχι μουσικά διότι από μουσική πολλά δεν γνωρίζω, πρέπει να ξαναδώ την ταινία.
Αυτή λοιπόν είναι η ταινία που είδα , κι ερμηνεύω και τα συναισθήματα του κοινού που έβγαινε από την αίθουσα σαν να μην είχε πειστεί ότι αυτό που είδε ήταν «αριστούργημα» όπως το είχαν πληροφορήσει. Ναι, διότι άλλο πράγμα η ΚΑΛΗ ΤΑΙΝΙΑ κι άλλο πράγμα το ΑΡΙΣΤΟΥΡΓΗΜΑ.