Ο ΒΑΣΙΛΗΣ ΤΣΙΤΣΑΝΗΣ υπάρχει μέσα στην ταινία , είναι διαρκώς το σημείο αναφοράς της ιστορίας αλλά δεν πρόκειται για τη ζωή του. Εμπλέκεται σε μία φάση της ζωής του, τότε στη Θεσσαλονίκη του 1942-43, στο περίφημο «ουζερί» του, όπου γύρω από αυτό κινούνται τα πρόσωπα του δράματος που έχουν να κάνουν με καθυστερημένο φόρο τιμής του ελληνικού κινηματογράφου στους Εβραίους της Θεσσαλονίκης και στην τελική τους εξόντωση από τους Ναζί με διαταγή του διαβόητου Μέρτεν…..
Και η τραγωδία των Εβραίων της Θεσσαλονίκης προβάλει μέσα από μια απαγορευμένη ιστορία αγάπης, ενός Χριστιανού και μιάς Ισραηλίτισσας , όπου ο Μανουσάκης είναι εδώ στο στοιχείο του. Ένα είδος που το ξέρει, που το έκανε με επιτυχία στην τηλεόραση και τώρα βγαίνει να το κάνει και στον κινηματογράφο και το κάνει με καλό αποτέλεσμα και με κινηματογραφικούς όρους. Και με καλή παραγωγή, με πολύ ενδιαφέρουσα δουλειά στο artdirection , όπου κατάφερε και μετέτρεψε σε σκηνικό του 1942-43 τη σημερινή Θεσσαλονίκη κι είδα και κάτι σπίτια που δεν ξέρω που τα βρήκαν αλλά ένα από αυτά μου θύμισε το σπίτι που έμενε η γιαγιά μου, εκείνο με την εξωτερική σκάλα στην αυλή, βρισκόταν στη Θεαγένους Χαρίση, το εγκατέλειψαν το 1966 και το ξαναείδα μπροστά μου. Δεν νομίζω να είναι το ίδιο, δεν ξέρω τι έχει απογίνει εκείνο το σπίτι κι αν υπάρχει ακόμα, ξέρω όμως ότι είδα ένα ολόιδιο, άρα έψαξαν και βρήκαν κι ανακάλυψαν χώρους ζωντανούς από τη Θεσσαλονίκη του χτες που υπάρχουν και στη Θεσσαλονίκη- προφανώς!- του σήμερα. Τη δουλειά υπογράφει ο ΑΝΤΩΝΗΣ ΧΑΛΚΙΑΣ. Επίσης, τα ίδια επαινετικά σχόλια θα κάνω και για τα κοστούμια (ΑΝΝΑ ΜΑΧΑΙΡΙΑΝΑΚΗ) και για τον ΚΩΣΤΑ ΓΚΙΚΑ που όλα αυτά τα φώτισε και τα κινηματογράφησε.
Ο ήρωας της ταινίας, ο Γιώργος, που είναι Χριστιανός και μπλεγμένος με την Αντίσταση, δουλεύει το πρωί μαραγκός και το βράδυ στο ουζερί του Τσιτσάνη όπου συχνάζουν , εκτός από τους Ελληνες, και κάποιοι αναπόφευκτοι μαυραγορίτες και δοσίλογοι. Από εκεί κινείται ο Γιώργος, εκεί θα γίνει γνωστός κι ο έρωτας του με την Εβραία Εστρέα, θα γνωρίσουμε και την οικογένεια της, πατέρα μάνα κι αδελφό, θα γνωρίσουμε και την άλλη οικογένεια Εβραίων , έτσι σαν μια άτυπη συγγένεια με το «ημερολόγιο της Αννας Φρανκ», που εμπλέκονται αφενός στο δράμα τους μαζί με τους άλλους ομόθρησκους αλλά κι αφετέρου στην ιστορία αγάπης του Γιώργου με την Εστρέα.
Και όλο αυτό στρέφεται γύρω από το μαγαζί του Τσιτσάνη όπου ο ίδιος είναι πανταχού παρών με τα τραγούδια του που παρεμβαίνουν αλλά για λίγο (η μουσική δένει τα μοτίβα του Τσιτσάνη με τη μουσική της δράσης) και ζούμε και μια παράλληλη δική του ιστορία που δείχνει στοιχεία του χαρακτήρα του, τουλάχιστον έτσι όπως τα θέλουν οι κανόνες δραματοποίησης, οι κανόνες σεναρίου δηλαδή, τόσο ως μουσικό όσο κι ως οικογενειάρχη αλλά κι ως άντρα που θα παλέψει κάποια στιγμή και με την ερωτική έλξη του για την τραγουδίστρια του κέντρου αλλά και την εμπλοκή του στην ερωτική ιστορία των δύο παιδιών όπου θα επωφεληθεί της κουμπαριάς του και της φιλίας του με τον αστυνομικό διοικητή Θεσσαλονίκης (αξιωματικός της Χωροφυλακής για την ακρίβεια) Νίκο Μουσχουντή, προκειμένου να εξασφαλίσει χριστιανική ταυτότητα στην Εστρέα. Κι ο Μουσχουντής φωτίζεται τόσο όσο τον θέλει το σενάριο. Επρόκειτο περί αμφιλεγόμενης προσωπικότητας, αν και για το άτομο του υπήρχαν κρίσεις θετικές, ωστόσο και το περί αστυνομικού διοικητή αμφισβητείται…. Τέλος πάντων.. (υπήρχε και μια ταινία επί Χούντας με τον Ανδρέα Μπαρκουλη και τίτλο «Ενας υπέροχος άνθρωπος» που τον είχε ως κεντρικό πρόσωπο)
Ο Μανουσάκης δένει πάρα πολύ ωραία τα στοιχεία του έργου, τα φέρνει το ένα μέσα στο άλλο, και τελικά το ένα γίνεται μέρος του άλλου.
Μάλιστα για τον Τσιτσάνη έχει εξασφαλίσει και τον καλύτερο ηθοποιό στην ταινία, τον ΑΝΔΡΕΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ, που γνωρίσαμε στη «Μικρά Αγγλία» και στις «Οχθες» κι ο οποίος είναι ο Τσιτσάνης. Όχι τόσο στην εξωτερική ομοιότητα την οποία όμως υποδεικνύουν χωρίς να ξεπατικώνουν όσο στο πως τον ερμηνεύει επιδεικνύοντας για μια ακόμα φορά μια εξαιρετική κινηματογραφική λιτότητα κι εσωτερικότητα την οποία κρατεί ως κοινό παρονομαστή σε όλο το ρόλο, σε όποιο συναίσθημα κι αν ζει εκείνη τη στιγμή ο μέγας βάρδος του ελληνικού λαικού τραγουδιού.
Η διανομή είναι εξαιρετική στο σύνολο της. Βέβαια, οι δύο πρωταγωνιστές ο ΧΑΡΗΣ ΦΡΑΓΚΟΥΛΗΣ με το ζεστό χαμόγελο και τις άριστες εντυπώσεις από τους «Αισθηματίες» κι η ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΧΕΙΛΑ-ΦΑΜΕΛΗ με την αισθαντική, μελαχρινή φυσιογνωμία, μπορεί σε κάποια σημεία απαιτήσεων των ρόλων τους να δείχνουν κάποια απειρία, όχι τόσο ο Φραγκούλης όσο η Χειλά-Φαμέλη αλλά από την άλλη είναι τόσο «γνήσιοι» ως ερωτευμένα παιδιά σε μια εποχή ταλαιπωρίας που έρχεται η φρεσκάδα τους να αναπληρώσει τα όποια κενά τους. Ηταν πολύ ωραίοι κι οι δύο να τους βλέπεις και κάπου σε καλούσαν να συμπάσχεις.
Επόμενο εύρημα της διανομής η ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΤΡΟΥΦΑΚΟΥ στο ρόλο της τραγουδίστριας της Λέλας (που ντουμπλάρεται από εξαιρετική φωνή που της ταιριάζει απόλυτα-λυπάμαι που δεν συγκράτησα το όνομα της doppiatrice) , με την οποία πήγε να «κολαστεί» ο Τσιτσάνης. Ζεστή, μεστή, γυναίκα με τα όλα της κι ευαίσθητο παιδί στις πιο εσωτερικές σκηνές της, σηματοδοτούσε τις στιγμές που καθόταν στο πάλκο.
Επίσης , στο σύντομο ρόλο του θα σημειώσω τον ΓΙΑΝΝΗ ΑΙΒΑΖΗ στο πως έφτιαξε τον γενναιόδωρο και γαλαντόμο δοσίλογο. Πως ξεγελά με το παίξιμο του μέχρι το τελευταίο δευτερόλεπτο του ξεσκεπάσματος του.
Επίσης ο Μανουσάκης τόλμησε να δώσει στον ΓΙΑΝΝΗ ΣΤΑΝΚΟΓΛΟΥ ρόλο καρατερίστα κι όχι ενός σέξυ οργισμένου της ηλικίας του. Επαιξε τον πατέρα της Εβραίας με θαυμάσια μάνα δίπλα του την ΜΑΡΙΑ ΚΑΒΟΥΚΙΔΗ, που επίσης είναι νέα για τέτοιους ρόλους κι όμως πρόβαλε το στοιχείο της Εβραίας μάνας, θαυμάσια! Τρυφερή, σκληρή, δεσποτική, φοβισμένη.
Στην ταινία διέσπειρε φυσιογνωμίες ο Μανουσάκης. Αλλον για να ανεβάσει τη σκηνή έστω με ένα ρολάκι (περίπτωση ΓΕΡΑΣΙΜΟΥ ΣΚΙΑΔΑΡΕΣΗ) , άλλους για να δώσουν βαρύτητα με το επιβλητικό παρουσιαστικό τους όπως ο ΛΑΚΗΣ ΚΟΜΝΗΝΟΣ κι ο ΑΛΜΠΕΡΤΟ ΕΣΚΕΝΑΖΥ. Επί τη ευκαιρία να πω , με αφορμή αυτούς τους δύο τελευταίους αλλά και με το casting που έκανε ο Μανουσάκης (με τον castingdirector)πως τέτοιοι ηθοποιοί με τόση πείρα στον κινηματογράφο και με το παρουσιαστικό που τους προσφέρει η καινούργια τους ηλικία είναι απαράδεκτο να μένουν αχρησιμοποίητοι από τις διανομές.
Στο σενάριο θαύμασα δύο ευρήματα: Εκείνο το καταπληκτικό με το δέσιμο των κορδονιών του παπουτσιού , που δεν είναι μια απλή σκηνή αλλά πραγματικά ένα εύρημα και βέβαια με το φιλί της Εβραίας στην τελευταία σκηνή του σιδηροδρομικού σταθμού που το βρήκα ποίημα κα δεν κρύβω ότι συγκινήθηκα κι από μέσα μου με συνέλαβα να ομολογώ στον εαυτό μου ότι «κι εγώ το ίδιο θα έκανα»!
Ωστόσο, έχω μείνει με την απορία σε ένα άλλο σημείο του σεναρίου, και δεν κατάλαβα ποτέ γιατί ο αδελφός της κοπέλας αφού κρυβόταν με ασφάλεια στο ερημόσπιτο που τον είχε οδηγήσει ο Χριστιανός, ξαφνικά εμφανίζεται στην πλατεία με τους ομήρους. Υπάρχουν κι άλλες τέτοιες μικρο-γκάφες, όχι σημαντικές, που δεν δίνουν απόλυτες εξηγήσεις, έστω κι αν δεν γίνονται πάντα δια γυμνού οφθαλμού ορατές.
Αυτή είναι η ταινία! Διαλέγετε και παίρνετε……